Α. «Θηρίο ή θεός» της Διώνης Δημητριάδου
Οι (συγ)χρονισμοί είναι σημαντικοί, ακόμη και στη λογοτεχνία. Με αυτή την κάπως βαρύγδουπη φράση, θέλω να πω ότι έχει σημασία και το πότε διαβάζει κάποιος ένα βιβλίο, μέσα σε ποια προσωπική συνθήκη. Εγώ ας πούμε πήρα να διαβάσω το βιβλίο της Διώνης στις διακοπές μου, που φέτος ξεκίνησαν πολύ νωρίς. Λάθος, προφανώς – γιατί η χαρούμενη περίσταση των διακοπών ήρθε σε μετωπική σύγκρουση με την ατμόσφαιρα του βιβλίου που είναι αρκετά βαριά. Αυτό δεν λέει βέβαια τίποτα για το βιβλίο της Διώνης, το οποίο είναι αριστούργημα.
Η γενικά βαριά ατμόσφαιρα λοιπόν του βιβλίου οφείλεται στο γεγονός ότι ο πρωταγωνιστής του, Ευγένιος, νιώθει βαθιά θλιμμένος εξαιτίας κάποιου ασήκωτου προσωπικού βάρους την ίδια στιγμή που στοχάζεται εντατικά για την ανθρώπινη ελευθερία. Μόνο πολύ αργά στο βιβλίο (στη σελίδα 91 από τις 95 συνολικά) μαθαίνει ο αναγνώστης ποιο είναι το βάρος που κουβαλάει ο Ευγένιος και δεν είναι άλλο από την απώλεια της συντρόφου του, Ελένης. Είναι μια αποκάλυψη που φωτίζει τον αναγνώστη και τον γεμίζει κατανόηση. Γιατί, ναι, είναι κατανοητό ότι μαζί με τον/την σύντροφο φεύγει ένα κομμάτι του εαυτού μας (ενδεχομένως το πιο λειτουργικό) και μένουμε λειψοί. Είναι κατανοητό ότι το φως του κόσμου μπορεί να σβήνει για μας, έτσι που να μοιάζει να μας περιστοιχίζει το σκοτάδι:
“Τώρα το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν μια μαύρη εικόνα που του σκέπαζε κάθε τι το ζωντανό και ελπιδοφόρο για το αύριο. Η μαύρη εικόνα που είχε επισκιάσει ό,τι μέχρι τότε μπορούσε να ονομάσει ζωή, ελπίδα, προοπτική. Το αύριο απλώς δεν υπήρχε. Η Αθήνα εξακολουθούσε να κοιμάται κι αυτό το μεσημέρι, τα μισόκλειστα παράθυρα και πάλι απέπνεαν κάποια διάθεση γαλήνης, ησυχίας, οι δρόμοι ήταν, όπως κάθε μεσημέρι χρόνια τώρα, όλα τα χρόνια της ζωής του, ίδιοι μέσα στην ηρεμία της ανάπαυσης. Αυτόν, όμως, δεν τον αφοροόυσε αυτή η σιωπή. Είχε να εξοικειωθεί με τη δική του σιγή και παύση, να συμφιλιωθεί με την προσωπική του χρωματική κλιμακα, όλη να βάφει το δικό του σκοτάδι” (σσ. 79-80).
Μέσα στο σκοτάδι, όλοι μπορούμε να χαθούμε. Ιδίως όσοι έχουμε συνηθίσει σε μια τόσο δραστική εσωτερίκευση του κόσμου, που να συγχέουμε τον εξωτερικό με τον εσωτερικό. Επιπλέον, όταν όλα είναι μαύρα μέσα και γύρω μας, τα πράγματα λειτουργούν σε φαύλο κύκλο γιατί είναι ανθρώπινο να θέλουμε να γαντζωθούμε από ό,τι έχουμε πιο κοντινό: τη διάνοιά μας, τη μελέτη, την έρευνα – δηλαδή να οδηγηθούμε σε περαιτέρω εσωτερικεύσεις. Έτσι και ο Ευγένιος στοχαζόταν, ολοένα. Κυρίως περί της, κατά Αριστοτέλη, φύσης εκείνου του ανθρώπου που δεν ανήκει στο κοινωνικό σύνολο και της κατάταξής του στην τάξη ή των θηρίων ή των θεών.
Ο Ευγένιος όμως δεν επιλέγει καμία από τις δύο τάξεις, αν και ίσως οι παλιοί του γνωστοί – ορμώμενοι από την απομόνωσή του – να τον κατέτασσαν σε κείνη του θηρίου, εκτός από τους λίγους που πραγματικά τον εκτιμούσαν οι οποίοι θα τον κατέτασσαν στη θεϊκή. Αντίθετα, ο Ευγένιος αντιπροτείνει τον ελεύθερο άνθρωπο που ενδέχεται, ένεκα του πνεύματος της ελευθερίας που τον διακατέχει (παρεμπιπτόντως, διαβάστε και το χθεσινό μας ποίημα της Δευτέρας από τη Λένια Ζαφειροπούλου που μιλάει για τον άνθρωπο και την ελευθερία), να οδηγηθεί εντέλει στην τραγικότητα: τον νοήμονα άνθρωπο, τον έξυπνο και γνωστικό. Τον άνθρωπο που κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει τη μοίρα η οποία στέκεται πάνω από θεούς και ανθρώπους, καθορίζοντας όλους, αλλά τελικά δεν την αποφεύγει. Τον άνθρωπο του οποίου πρότυπο, στον μύθο, ήταν ο Οιδίποδας.
Ο Ευγένιος είναι ένας χαρακτήρας μάλλον πλασμένος κατά τα πρότυπα του ρομαντισμού: με μια σκιά πάνω του που δεν επιθυμεί να αποτινάξει, αλλά μάλλον επιζητεί, την ίδια στιγμή που κάνει λόγο για ελευθερία σαν γνήσιος απόηχος των σκοτεινών ηρώων του Μίλτον. Με μόνη διαφορά ότι ο Ευγένιος έρχεται υποκινούμενος από τη θέση της απώλειας και όχι από υπαρξιακά κινήτρα.
Η νουβέλα της Διώνης (Θηρίο ή θεός, εκδόσεις ΑΩ, 2023) χρησιμοποιεί διάφορους τύπους γραφής: το ημερολόγιο, τις ανοικτές επιστολές, τον δοκιμιακό λόγο, τις σημειώσεις. Όλα συναρμόζονται για να καθοδηγήσουν τον αναγνώστη στον δρόμο προς τη διαμόρφωση των μεγάλων ερωτημάτων, στον προβληματισμό επί των απαντήσεων, εντέλει στη βαθύτερη κατανόηση της ανθρώπινης συνθήκης.
Β. «40 εμπύρετα όνειρα» της Αγγελικής Πεχλιβάνη
Και μια και συζητήσαμε λίγο για τους αρχαίους Έλληνες με το βιβλίο της Διώνης, ας τους θυμηθούμε ξανά με το απόφθεγμα «το δις εξαμαρτείν, ουκ ανδρός σοφού». Αλλά να που το ξανάκανα: μετά το βιβλίο της Διώνης, έπιασα να διαβάσω τα όνειρα της Πεχλιβάνη (40 εμπύρετα όνειρα, εκδόσεις Κίχλη, 2024).
Εντάξει, τα όνειρα δεν είναι τόσο βαριά όσο η διάθεση του Ευγένιου της Διώνης (άλλωστε όνειρα είναι, εξ ορισμού πιο ανάλαφρα), αλλά σίγουρα δεν απαρτίζουν ένα ελαφρύ ανάγνωσμα – εμπύρετα είναι, αν μη τι άλλο.
Η Αγγελική θέτει άλλου είδους ερωτήματα με το βιβλίο αυτό. Τα δικά της άπτονται της σχέσης του ασυνειδήτου με την τέχνη, του προσωπικού με το συλλογικό. Επίσης, αφορούν το αίνιγμα των σχέσεων, τον ερωτισμό και τη ματαίωση, τη νοσταλγία που πυροδοτεί η απώλεια των αγαπημένων και της παιδικότητας, τις σκιές στις οποίες όλοι μας ενίοτε κατοικούμε. Το βιβλίο έχει προικιστεί με υλικό από εκείνο που είχα λατρέψει στην προηγούμενη συλλογή της Οι γάτες του τρίτου. Η πένα της και εδώ είναι πραγματικά πολύ δυνατή, καθώς επιδίδεται σε περιγραφές που οδηγούν τον αναγνώστη βαθιά, πολύ βαθιά μες στα κάθε λογής συναισθήματα με τρόπο σπουδαίο (με την περιρρέουσα ατμόσφαιρα του ονείρου να πολλαπλασιάζει κάθε ηχώ):
«Έρχεσαι πράσινη σε ύπνο σκοτεινό. Βλασταίνεις στις όχθες. Παρόχθιο όνειρο γίνομαι και σέρνομαι στις πέτρες και τις ρίζες σου. Τυλίγομαι στους κορμούς σου και διώχνω τα πουλιά. Σαρώνω τον αέρα και καταπίνω τη βροχή. Τίποτα δεν πρέπει να ακούγεται όταν σου ψιθυρίζω εγώ. Όταν σου ψιθυρίζω. Σου ψιθυρίζω. Για όλους τους θανάτους. Τα μαγικά νερά των ποταμών σου».
(Όνειρο πρώτο – ποταμοί)
Βρήκα επίσης εξαιρετική τη δραστική αξιοποίηση υλικού του ασυνειδήτου, το οποίο αφειδώς χρησιμοποίησαν κυρίως ο υπερρεαλισμός (και ο ρομαντισμός βέβαια παλαιότερα, με την αποστροφή του τού πραγματικού) αλλά και ο συμβολισμός. Χωρίς αυτό να συνεπάγεται ότι το περιεχόμενο του βιβλίου μπορεί να ερμηνευθεί σε τέτοιους όρους, αφού υπάρχουν έντονα στοιχεία αγκύρωσης στο ρεαλιστικό και εντέλει γείωσης παρά την ονειρική συνθήκη. Είναι τόσο δυνατό όσο Οι γάτες του Τρίτου; Κατά τη γνώμη μου, όχι, αν και βέβαια Οι γάτες έθεσαν τον πήχυ πολύ ψηλά: μιλώντας για τη δυσαναπλήρωτη απώλεια των γονιών και κυρίως της μητέρας, ανθρώπων όχι μόνο αγαπημένων αλλά και αρχετυπικά δομικών για την ύπαρξή μας, επέτρεψαν την ταύτιση όλων των αναγνωστών με το ποιητικό υποκείμενο και τα δεινά του. Αντίθετα, το υλικό των ονείρων της νέας συλλογής αναπτύσσει εξ ορισμού κεντρόφυγες τάσεις που κοστίζουν στο συνολικό αποτέλεσμα. Σαν ταινίες πολύ μικρού μήκους, αντί για εφαπτομένες με την προσωπική εμπειρία του αναγνώστη, μερικές φορές τα όνειρα σχηματίζουν μάλλον ρήγματα που εμποδίζουν τον απροβλημάτιστο ενστερνισμό τους. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το βιβλίο δεν είναι αξιανάγνωστο – κάθε άλλο.
Τα εμπύρετα όνειρα της Αγγελικής σχηματίζουν μια κλειδαρότρυπα από όπου προσκαλούμαστε να ρίξουμε ευθείες ματιές στην ύλη του ασυνειδήτου – συγχρόνως σχηματίζουν ένα σταυροδρόμι όπου ενδεχομένως τέχνη και ζωή, το άτομο και το σύνολο, οι ζωντανοί και οι νεκροί, αλλά και οι αγαπημένοι κάθε είδους μπορεί να συναντηθούν: αν μη τι άλλο, αυτό είναι μια πολύτιμη προσδοκία.
Η ονειρική materia prima παρουσιάζεται οργανωμένη χρονολογικά, εν είδει ημερολογίου ονείρων, και καλύπτει την περίοδο από τον Οκτώβριο του 2019 μέχρι τον Δεκέμβριο του 2021. Σαράντα όνειρα μέσα σε περισσότερα από δύο χρόνια είναι πολύ λίγα, γεγονός που μαρτυρά μια επιλογή – αν όντως πρόκειται για όνειρα και όχι απλώς για υλικό που παίρνει το πρόσχημα του ονείρου. Σε κάθε περίπτωση, πρόκειται για υλικό δουλεμένο και μάλιστα με τρόπο συχνά συγκινητικό:
«Θέλω σκοτάδι με αδιάβατα νερά, την καύτρα του τσιγάρου μου να καίει τα δάχτυλά μου και να μυρίζει σάρκα λυπημένη. Θέλω φαντάσματα με σάρκα και οστά. Να τ’ αγκαλιάζω και να τα φιλώ. (Ναι, βρέχει ακόμα, ίσως να βρέχει πάντα.) Να τ’ αγαπώ με την αφή, όχι με τη φρυγανισμένη μνήμη. Σ΄ αυτό το όνειρο θα΄ ρθούνε όλοι οι παλιοί, μα και πολλοί καινούργιοι. Θα’ ρθουν με τις ομπρέλες τους, να μη βραχούν οι στίχοι. “Στίχοι βρεγμένοι δεν αντέχουν στον καιρό, σαπίζουν”, έτσι θα λένε, όταν με τις μπλε γαλότσες μου, τις παιδικές, θα δραπετεύω διά παντός απ’ το όνειρο αυτό. Το όνειρο το βροχερό, που είναι το τελευταίο».
(Όνειρο τεσσαρακοστό – και τελευταίο)