…Με φώναζες με το όνομά μου, με φώναζες γιο σου και το να ακούω το όνομά μου με τη φωνή σου, το να ακούω τη λέξη γιος με το ζεστό νήμα της φωνής σου ήταν βαθιά συγκινητικό. Αν μπορούσα να σε προστατέψω. Η ελπίδα, πατέρα. Κάθε τρεις βδομάδες, πέντε πρωινά στη σειρά, σε βλέπαμε να πηγαίνεις στη θεραπεία. Εγώ, ο γιος σου, σε έβλεπα να πηγαίνεις στη θεραπεία κι η ζωή με πονούσε, η ζωή που εσένα σε αρνιόταν, η ζωή που σε ξόδευε κι ας την αγαπούσες, η ζωή που σε γκρέμιζε κι ας την αγαπούσες. Η θεραπεία. Μιλούσες για αυτήν, έλεγες τη λέξη, έλεγες πάω στη θεραπεία κι εμείς που ξέραμε γεμίζαμε με μια πίκρα ανεξίτηλη, χαραγμένη οριστικά στο εσώτερο δέρμα μας. Είχες τέτοια θέληση που δεν αργοούσες. ποτέ. Έλεγες πάω στη θεραπεία, μου έλεγες να βιαστώ, έλεγες στη μητέρα μου να βιαστεί, λες και κάτι θα μπορούσε να σε θεραπεύσει, λες και κάτι θα μπορούσε να οσυ δώσει πίσω τις μέρες σου. Στο νοσοκομείο, η αίθουσα αναμονής είχε μείνει στάσιμη στον άχρηστο χρόνο και η μητέρα μου καθισμένη, μόνη, μακριά από το σπίτι και τα μέρη μας, σαν ντροπαλό, αμήχανο κορίτσι. Κι εσύ να απομακρύνεσαι, σαν το αγόρι που σέβεται τη ζωή, που πάντα ήθελες να γίνω, να απομακρύνεσαι ντυμένος με ολοκαίνουριο πουκάμισο και ολοκαίνουριο παντελόνι και το πουλόβερ που σου χάρισε η αδερφή μου για τα γενέθλιά σου, να απομακρύνεσαι μέσα στους υποφωτισμένους γκρίζους διαδρόμους , εσύ να απομακρύνεσαι και να μένει η τρομερή αίσθηση πως δεν θα επιστρέψεις ποτέ.
[…]
Μπήκα στο δωμάτιό σου, στο δωμάτιο της μητέρας μου. Το στρωμένο κρεβάτι. Το πάπλωμα του κρεβατιού όπου πηδούσα τα πρωινά της Κυριακής και σας κουνούσα του ώμους και φώναζα κι η μέρα ξεκινούσε. Ο άδειος χώρος εκεί όπου βρισκόταν η κούνια που δεν ήθελα να αφήσω. Το κρεβάτι όπου κοιμήθηκες τόσες ώρες ναρκωμένος από τα φάρμακα, από τη μορφίνη που σου έδιναν για να ζήσεις ή για να κοιμηθείς. Κι αν ξυπνούσες, με ένα υπόκωφο μουγκρητό έλεγες δεν ακούς. Χωρίς να είναι κάποιος εκεί, ρωτούσες δεν ακούς; Κι εμείς τρέχαμε με γρήγορα βήματα μέχρι το αναμμένο φως της λάμπας, μέχρι το αδύνατο βασανισμένο σου πρόσωπο και ζητούσες το χάπι κι έλεγες δώσε μου γρήγορα το χάπι, γιατί δεν μπορώ να πονάω. Σε κοιτάζαμε χωρίς να μπορούμε να μιλήσουμε. Χρειάζεται να περάσει ακόμα πολλή ώρα για το φάρμακο, πατέρα. Κι εμείς χρειαζόταν να έχουμε αυτό που μάθαμε από σένα, τη δύναμη. Και το δωμάτιο έμενε με την αρρώστια και δεν την έκλεινε μέσα του, την άπλωνε σε ολόκληρο το σπίτι και σε όλα όσα μπορούσε να αγγίξει. Από το δωμάτιο, η σάπια, σκοτεινή μυρωδιά της αρρώστιας. Η μυρωδιά που μύρισα ακόμα και σήμερα όταν βρισκόμουν μόνος στο έρημο δωμάτιο.
Ζοζέ Λουίς Πεϊσότο
από το βιβλίο του Μου πέθανες
εκδόσεις Βακχικόν, 2025
μτφρ. Ζωή Καραμπέκιου

