Αντιστροφές της οπτικής και άλλα πάθη (για το βιβλίο «Λευκό τοπίο» της Ευσταθίας Δήμου)
Χριστίνα Λιναρδάκη
Ευσταθία Δήμου

Διηγήματα χαρακτηρίζει ο ψευδότιτλος του “Λευκού τοπίου” της Ευσταθίας Δήμου (εκδόσεις Ενύπνιο, 2024) τα κείμενα που αυτό περιέχει. Πρόκειται όμως για διηγήματα-αστραπή, πιο μικρά και από bonsai· στην πραγματικότητα, όλα είναι μικρότερα από τη (μικρή ούτως ή άλλως, από πλευράς διαστάσεων) σελίδα του βιβλίου, αρκετά εξαντλούνται σε μία μόλις παράγραφο, ορισμένα σε λίγες φράσεις. Όλα βασίζονται στον αιφνιδιασμό, σε ένα αναπάντεχο κλείσιμο που δημιουργεί ερωτηματικά και τα αφήνει να αιωρούνται αναπάντητα ή συνιστά ειρωνεία επί όσων έχουν προηγηθεί. Και είναι αυτός ο χώρος, όπου απαντήσεις δεν δίνονται και όπου η ειρωνεία όχι απλώς υποσκάπτει αλλά ανατρέπει τα θεμέλια των ειρημένων, που προσδιορίζει το λευκό τοπίο του τίτλου, έναν χώρο άγραφο, κενό, όπου όλα είναι πιθανά να συμβούν.

Τα διηγήματα-αστραπή της συλλογής, άτιτλα όλα, δομούνται λοιπόν με βάση την ανατροπή και την εναιώρηση που αυτή προκαλεί στη σκέψη του αναγνώστη: σαν μετείκασμα, οι  στοχασμοί που ακολουθούν την ειρωνεία ή το αναπάντητο ερώτημα βασανίζουν τον νου του. Σε αυτό συντείνει και η ανοίκεια οπτική μέσα από την οποία προσεγγίζονται τα θέματα: είτε πρόκειται για εσωτερικούς μονολόγους είτε για την αφήγηση καταστάσεων και πράξεων τις οποίες παρατηρεί ένας υποψιασμένος και δηκτικός τριτοπρόσωπος, άρα αποστασιοποιημένος, αφηγητής.

Έτσι, στο διήγημα της σελίδας 9 για παράδειγμα, βλέπουμε την αναμέτρηση ενός ποιητή με το πιο τέλειο από τα ποιήματά του που χρειάστηκε μήνες για να το γράψει. Το ποίημα τού μιλά όπως δεν μιλά σε κανέναν άλλον, του θυμίζει τη διαδικασία για να φτάσει μέχρι την τελική του μορφή, τις ιδέες και τις λέξεις που απέρριψε. Σαν αντίδραση, ο ποιητής αρχίζει να το ξανα-αλλάζει, να ξανατεμαχίζει τους στίχους του και «δεν αισθάνεται, δε νιώθει πως είναι ολότελα δοσμένος στο έγκλημα». Και βέβαια το έγκλημα δεν συνίσταται στα νοήματα που αποβάλλει, αλλά στην απόρριψη της βιωμένης λέξης, της εμπειρίας που απηχεί, εντέλει της μνήμης σαν κτήμα και σαν κτήση – προσωπική και συλλογική.

Αλλού, οι καταλήξεις των διηγημάτων είναι πιο απαλές και δονούνται από έντονη φιλοσοφική, πιο συγκεκριμένα υπαρξιακή, διάθεση. Στο διήγημα της σελίδας 11, ένα γερασμένο σώμα αναπολεί την εποχή που ήταν σφριγηλό και θυμάται την αίσθηση της ικμάδας τόσο έντονα και ζωντανά που νομίζει πως έγινε ξανά το παλιό νεανικό σώμα. «Έτσι το  παίρνει ο ύπνος κι απαλά το ταξιδεύει, ώσπου στο άλλο σώμα του να βγει, που ούτε νιάτα ξέρει, ούτε και γηρατειά». Βέβαια, και αυτή η υπαρξιακή διάθεση γεννά σκέψεις και προβληματισμούς στον αναγνώστη, συγκινώντας τον όμως βαθύτερα και προτείνοντας απαντήσεις σε κρίσιμα ερωτήματα για την ίδια τη ζωή και το επέκεινα αυτής.

Η φιλοσοφική-υπαρξιακή διάθεση διαχέεται και στο, πολύ διαφορετικό σε τόνο, διήγημα της επόμενης σελίδας, 12. Σε αυτό βλέπουμε έναν δεσμοφύλακα να ανεβοκατεβαίνει τους διαδρόμους μιας φυλακής, δηλώνοντας: «Δε θα μπορούσα ούτε μια μέρα να περάσω στη φυλακή. Να βλέπω μπροστά μου συνεχώς τα κάγκελα και, πίσω τους, ανθρώπους σκυθρωπούς, να πηγαινοέρχονται, προσμένοντας άλλη μια μέρα να περάσει». Η σκηνή είναι σχεδόν κινηματογραφική. Γυρνώντας ο φακός προς έναν κρατούμενο, τον δείχνει να κοιτάζει τον δεσμοφύλακα και να βλέπει ακριβώς έναν άνθρωπο σκυθρωπό που πηγαινοέρχεται ανάμεσα σε κάγκελα, περιμένοντας άλλη μια μέρα να περάσει. Αυτή η ανατρεπτική αντιστροφή της οπτικής έρχεται να απαντήσει σε ένα άλλο βαθύ ερώτημα, το πόσο η αντίληψή μας των πραγμάτων αλλάζει την όψη της πραγματικότητας.

Σιγά-σιγά καταλαβαίνουμε πως τα διηγήματα είναι ουσιαστικά αλληγορίες. Στο διήγημα της σελίδας 13, βλέπουμε τον Κήπο της Εδέμ γεμάτο από όλα τα πλούσια χρώματα που υπάρχουν, ώσπου έρχεται το μαύρο και μπαίνει μες στο φίδι. Σέρνεται τότε το μαύρο, φέρνει το κακό και «τότε όλα τα χρώματα γκρεμίσαν, χάμω χυθήκαν και πήραν να μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο. Κι από τη μείξη και την ένωση βγήκε το λευκό που την αγνότητα σημαίνει». Το καλό έφτιαξε τον Κήπο, το κακό τον γκρέμισε, όμως από αυτό το γκρέμισμα αναδείχθηκε και πάλι το καλό. Η αλληγορία με τον Κήπο της Εδέμ μιλά ουσιαστικά για τις δυνάμεις που συνέχουν τον κόσμο και χτίζει την πίστη ότι το καλό πάντα θριαμβεύει. Παράλληλα, είναι ένα σχόλιο για τον τίτλο του βιβλίου: το λευκό σημαίνει αγνότητα, άρα το λευκό τοπίο είναι ένα πεδίο αγνό μέσα στο οποίο η ανατροπή συντελεί στον κυκλικό χαρακτήρα της ύπαρξης.

Το διήγημα της σελίδας 14 είναι επίσης μια αλληγορία, αυτή τη φορά για την αθέατη διάσταση του έρωτα. Όσο κι αν ακουμπούν μεταξύ τους τα κλαδιά των δέντρων και τα φύλλα τους, «οι πραγματικοί τους έρωτες […] εκτυλίσσονται κάτω από το χώμα. Εκεί που οι ρίζες δένονται σφιχτά, παθιασμένα, ηδονικά». Κάπως έτσι γίνεται και με τις καρδιές και τα σώματα των ανθρώπων.

Αίσθηση προκαλεί το διήγημα της σελίδας 16 που ανακαλεί και το ερμητικό ρητό: «όπως πάνω έτσι και κάτω». Το διήγημα είναι δύο φράσεις όλο κι όλο: «Τι άλλο είναι οι αριθμοί, παρά λέξεις στη σειρά, που λένε μια ιστορία, της οποίας το τέλος, ποτέ, κανένας δεν θα μάθει. Ούτε και την αρχή». Γίνονται έτσι οι αριθμοί μια σύνοψη της ιστορίας ολόκληρου του κόσμου, συμπεριλαμβανομένης της άγνωστης σε μας κοσμογονίας και της εξίσου άγνωστης επερχόμενης αποκάλυψης…

Στο διήγημα της σελίδας 17, ο χειρουργός μετατρέπεται σε χειρουργούμενο (ξανά αντιστροφή της οπτικής), ενώ σε κείνο της σελίδας 23 ένας βράχος που είχε αποφασίσει να μείνει βράχος, μετατρέπεται σιγά σιγά από τη θάλασσα σε ακρογιάλι, δίνοντας στον αναγνώστη μια ζωντανή εικόνα των πραγμάτων που υπερβαίνουν την ατομική βούληση και μπορεί ακόμη και να την αφανίσουν. Στο διήγημα της σελίδας 27, βλέπουμε τις μικρές χαρές να λυπούνται που περνούν απαρατήρητες «και, έτσι λυπημένες, [να] μεγαλώνουν», υπενθυμίζοντάς μας ότι τίποτα δεν είναι 100% καθαρό, αλλά περιέχει εγγενώς και το αντίθετό του. Το ίδιο υπενθυμίζει και το διήγημα της σελίδας 30 που διατείνεται ότι η λέξη «“σ’ αγαπώ” σημαίνει ταυτόχρονα την αγάπη και το μίσος. Ως αντώνυμα. Ενίοτε και ως συνώνυμα».

Είναι κάπως έτσι που τα διηγήματα-αστραπή της Έφης Δήμου μετατρέπονται σε ψήγματα σοφίας, συνθέτοντας ένα κολιέ από 32 στιγμιοτυπικές διηγήσεις – μαργαριτάρια στον λαιμό της συγγραφέως τους, αλλά κυρίως του αναγνώστη. Είναι η αφαιρετικότητα στα καλύτερά της, ένα πολύ δύσκολο στοίχημα που η Δήμου κέρδισε χωρίς αμφιβολία:

Ένας μοναχικός περιηγητής, χαμένος σε λευκό τοπίο, ακολουθεί τα μισοσβησμένα ίχνη κάποιου πάνω σε άγνωστο δρόμο. Δεν πρόκειται για πατημασιές, αλλά για εκείνα τα στίγματα που αφήνουν πέφτοντας οι μαύρες πέτρες της φυγής. Γνωστά και ως λέξεις.

(διήγημα σελ. 36)

Περισσοτερα αρθρα