Η Αντιγόνη της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου είναι η απεικόνιση μιας μη-γραμμικής πορείας από τον ιστορικό χρόνο στον μυθικό και αντίστροφα, και από το άυλο σύμβολο στην χειροπιαστή παρουσία. Δεν είναι η πρωτοτυπία το βασικό χαρακτηριστικό της συλλογής, δύσκολα θα μπορούσε άλλωστε, φαίνεται όμως να είναι η προσέγγιση και η οπτική, σε ένα θέμα καλώς ή κακώς γνωστό τοις πάσι. Σε ένα μυθολογικό πλαίσιο σαν αυτό της Αντιγόνης, είναι αναμενόμενη μια προβλέψιμη εξέλιξη ή τουλάχιστον ένας αναμενόμενος χώρος έκφρασης, αν και το Εγώ στα ποιήματα, διαρκώς μετακινούμενο, σαν άσαρκη παρουσία, δίνει μια αίσθηση ρευστότητας συνθηκών και άρα συγκινήσεων.
Ο έρωτας είναι παρών και μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις σε πρώτο πλάνο, είναι «σωματοποιημένος» και καταλυτικός όπως θα περίμενε κανείς, στους στίχους όμως της Ανδριτσάνου αποκτά και μια οικουμενικότητα, σαν να ξεφεύγει από τα άτομα που τον οριοθετούν και να χτίζει μια ύπαρξη πέρα και πάνω από αυτούς, τους πυλώνες της ιστορίας. Είναι λοιπόν «παιδί» της σάρκας, ούτε κατ’ ελάχιστον εγκεφαλικός: στην απουσία του ή έστω στο επικείμενο τέλος του, το σώμα υποφέρει, θρυμματίζεται, παύει να αποτελεί ένα όλο. Και παρόλο που βλέπει κανείς μια ποίηση σε θραύσματα, η σκέψη που την εδραιώνει είναι, αντίθετα, απόλυτα συμπαγής και – το κυριότερο – είναι σύγχρονη, τωρινή, σε άμεση σύνδεση με την πραγματικότητα όσων συμβαίνουν και παρακολουθούμε ως θεατές.
Η ποιήτρια χρησιμοποιεί τον μύθο της Αντιγόνης για να φιλτράρει τα καθημερινά μας τεκταινόμενα, τα σημερινά και χθεσινά δράματα, τις ματαιώσεις, τις ελλείψεις μας. Η Αντιγόνη έκανε ό,τι έκανε επειδή ανάμεσα σε άλλους λόγους είχε ανάγκη να ακουστεί η φωνή της, να στήσει τη δικτατορία του Κρέοντα ενώπιον των ευθυνών της. Δεν θα επιχειρήσω καν να προσεγγίσω εδώ τον μύθο της Αντιγόνης, κυρίως λόγω της άγνοιάς μου στο θέμα, αλλά και γιατί αυτό που προσωπικά με ενδιαφέρει είναι η «τωρινή» ανάγνωση, το σημερινό βάρος. Η αδιαμφισβήτητη διαχρονικότητα του μύθου της Αντιγόνης καθρεφτίζεται στο σήμερα των μισοπνιγμένων μεταναστών και των θυμάτων ρατσιστικής βίας, στην καταπίεση όσων δεν έχουν φωνή, κοινωνικό status και οικονομική επιφάνεια ικανά να τους δώσουν βήμα και λόγο. Ακριβώς επειδή χρησιμοποιεί ως αφετηρία την Αντιγόνη, η ποίηση της Ευαγγελίας Ανδριτσάνου αποκτά πολιτική χροιά, σε πλήρη συγχρονισμό με τον μύθο. Είναι ένας ποιητικός λόγος που δεσμεύει και δεσμεύεται από το ανελαστικό κοινωνικό πλαίσιο, τις αντικειμενικές εξωτερικές συνθήκες και εκείνες που βολεύουν όσους κινούνται και σκέφτονται στα σκοτάδια, είναι μια στάση που θα μπορούσε να είναι εκείνη της Αντιγόνης απέναντι στον Κρέοντα και κυρίως απέναντι στις ρωγμές που με την πάροδο του χρόνου επιφέρουν την διαρραγή της κοινωνίας.
Η συνεχής κίνηση από τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη πραγματικότητα δημιουργεί πρόσφορο έδαφος για ασάφειες, σε ορισμένες περιπτώσεις ο ποιητικός λόγος εγκλωβίζεται σε έναν συμβολισμό που δεν είναι πάντα ξεκάθαρος για τον αναγνώστη. Η αμεσότητα που προσφέρει η ταύτιση με τον μύθο συρρικνώνεται και σε κάποιες περιπτώσεις εκλείπει, η ποιήτρια κλειδώνεται στις ατομικές της σκέψεις, οι λέξεις της δεν φτάνουν στον σκοπό τους. Ειδικά στο δεύτερο μέρος, η αφηγηματικότητα αποδεικνύεται πλασματική, ο άξονας της κατανόησης μετατοπίζεται, τα πράγματα θολώνουν. Η ατμόσφαιρα του τρόμου παρόλα αυτά αποδίδεται με επιτυχία, όπως και εκείνη του υποβόσκοντος πένθους: το βάρος του μύθου, όπως και η αντιπαράθεση με τη μνήμη είναι στους ώμους όλων. Πρόκειται πάντως για μια ποίηση που φέρνει τον αναγνώστη αντιμέτωπο όχι μόνο με τις σκέψεις αλλά και με τις ίδιες του τις πράξεις ή την απουσία αυτών, και αυτό τελικά μόνο θετικό πρόσημο μπορεί να έχει. Όταν η χρονική απόσταση που χωρίζει την μυθική Αντιγόνη με την όποια αντίστοιχη σημερινή εκμηδενίζεται, τότε ο άνθρωπος βρίσκεται ενώπιον της μύχιας ταυτότητάς του, της θέσης που καταλαμβάνει στο κοινωνικό πλαίσιο που τον περιλαμβάνει. Η στάση του ως άτομο έχει έτσι την ευκαιρία να επαναπροσδιοριστεί, και να βρεθεί σε μια νέα συνθήκη, μπροστά σε ανατροπές ενδεχομένως. Ο ρόλος της Αντιγόνης μπορεί τελικά να είναι αυτός.
Παρακάτω κάποια από τα ποιήματα που μου άρεσαν περισσότερο:
Ο αυτοκινητόδρομος
στιλπνή ευθεία
ατελείωτη
κυλάς πετάς
το μάτι
δεν μπορεί να σταθεί
χέρια σκελετωμένα
κραυγές βραχνές
το σούρσιμο χιλιάδων
ποδιών στη σκόνη
όλα σβήνουν στο φως[1]
***
Ήξερα ότι ήταν η τελευταία φορά
Ο τελευταίος έρωτας η τελευταία κραυγή
Τραβιούνται τα νερά
Απομένουν σπασμένες ηδονές
Φλούδες πορσελάνης
Μέσα απ’ τα δάχτυλα τρέχουν
– Γρήγορα!
Το άλλο χέρι από κάτω
– Γρήγορα!
Κάτι κρατώ
κάτι ελάχιστο[2]
Κρις Λιβανίου
[1] Ευαγγελία Ανδριτσάνου, Αντιγόνη, εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2021, σελ. 33.
[2] Σελ. 45.