«Αγόραζα πάντα διάφανες ομπρέλες» του Χρήστου Αρμάντο Γκέζου
Χριστίνα Λιναρδάκη

Τρυφερός και κάπως αυθάδης είναι στην ποιητική του συλλογή Αγόραζα πάντα διάφανες ομπρέλες ο Χρήστος Αρμάντο Γκέζος. Και λέγοντας αυθάδης εννοώ ότι είναι αποφασισμένος να μη χρυσώσει το χάπι κανενός και να μη χαριστεί – ούτε καν στον ίδιο τον εαυτό του. Παρά την αποφασιστικότητά του όμως, δεν λησμονεί πως ο άνθρωπος είναι κάτι το ευάλωτο, γι’ αυτό και τον κοιτά με τρυφερότητα:

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΗΡΘΕ ΚΑΙ ΕΙΧΕ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΣΟΥ
Είχες τόσο θάνατο στα μάτια σου
που κάθε φορά που δάκρυζες
πέθαινε στο στήθος σου
ένα περιστέρι.

 

Είχες τόσο θάνατο στα μάτια σου
που κάθε φορά που γέλαγες
γεννιόταν απ’ το στόμα σου
ένας κιτρινολαίμης.

 

Πολλές αυτού του είδους οι αντιθέσεις στα ποιήματα του Χρήστου, ο οποίος παρατηρεί τον βροχερό κόσμο μέσα από τη διάφανη ομπρέλα του, αποζητώντας λες τη στιγμή του κεραυνού, τη στιγμή που κάτι θα διαρρήξει την αιώνια μονοτονία της βροχής που πέφτει.

Το ποίημα «Να μου μιλάτε» δομείται στη βάση της αντίθεσης: ξεκινά πρώτα με έναν κατάλογο των «μην μου μιλάτε» για να καταλήξει στα  «να μου μιλάτε» (π.χ. μη μου μιλάτε «για τις γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας/ όπως η ομίχλη» | να μου μιλάτε «για τις γυναίκες που πέρασαν από μέσα σας/ όπως σκίζει το καρφί το ξύλο»). Το ποίημα καταλήγει:

Μην μου μιλάτε για πράγματα δίχως ψυχή
γιατί ο χρόνος είναι λιγοστός

 

Αυτή η αίσθηση του χρόνου που τελειώνει διακατέχει τη συλλογή. Ο ποιητής διαπνέεται και ο ίδιος από την αίσθηση του επείγοντος: πρέπει να μιλήσει και πρέπει να το κάνει τώρα ενόσω επιστρέφει, πάντα επιστρέφει εκεί που χτυπά η καρδιά του.

Ελλάδα:
πάρκα, πλατείες και πέταλα.

 

Άνεργοι που με χέρια στην τσέπη
και παυσίπονα στη γλώσσα τριγυρνούν
γυρεύοντας ένα βαζάκι μέλι και αγκάθια
[…]
Κι εγώ
που όλα αυτά
με την πλάτη σε έναν τοίχο
της Αθήνας τα έχω γράψει
επιστρέφω
– αυτό είναι το θαύμα

(«Καλοκαίρι από τσιμέντο»)

 

Μια Ελλάδα που απογοητεύει; Ίσως. Μια Ελλάδα όμως γεμάτη από όμορφους τρελούς, όπως τους περιγράφει ο Χρήστος στο ομότιτλο ποίημα του:

Γράφω γι’ αυτούς
που περπατούν μόνο μεσάνυχτα
για να μην φαίνονται οι πληγές στα πόδια
γράφω γι’ αυτούς
που κάνουν τους άλλους επιβάτες ν’ απορούν
γιατί κλαίνε δίχως λόγο στο αστικό λεωφορείο
[…]
Γράφω γι’ αυτούς
που τους είπανε τρελούς
επειδή έσπασαν το κεφάλι τους στα σύννεφα
επειδή έχωσαν στον άνεμο τα δόντια τους…

 

Όλοι αυτοί «που πόθησαν την ομορφιά/ μα μείναν με την όρεξη» είναι ένα πλήθος (ένας λαός;) όμορφων ηττημένων. Κάποιοι από αυτούς είναι άνεργοι, κάποιοι άλλοι άστεγοι – σίγουρα η ποίηση του Χρήστου περιέχει μια κοινωνική συνιστώσα, ωστόσο δεν συνιστά κοινωνικό σχόλιο. Στο επίκεντρο της ποίησής του είναι κυρίως το άτομο, ένα άτομο συχνά ερωτευμένο:

ΔΕΝ ΗΘΕΛΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ
Δεν ήθελα να είμαι
παρά ο στίχος σε αυτό το ποίημα
μια φράση του στίχου
μια λέξη της φράσης
ένα γράμμα της λέξης
ένα σημείο του γράμματος
η δροσιά του σημείου
που χαϊδεύει το βλέμμα σου
για μια αιωνιότητα.

 

Κάποιες φορές, το βλέμμα του Χρήστου στέκεται σε αντικείμενα της καθημερινότητας, τα χαρακτηριστικά των οποίων τον ωθούν σε συνειρμούς. Ενδεικτικό είναι το ποίημα «Αφυγραντήρας» (αλλά και το ποίημα «Πορτοκάλι»), το οποίο μιλά για τη γνωστή συσκευή, μια συσκευή θορυβώδη, χρωματιστή ανάμεσα σε άλλες χρωματιστές συσκευές  («πολλές οι προσπάθειες για χρώμα») «κι όμως, αλήθεια, αυτός ο θόρυβος του αφυγραντήρα, μαζί με εκείνο το γέλιο του παιδιού πού έφαγε μια νιφάδα μετη γλώσσα του, είναι ό,τι πιο όμορφο ήρθε στα αυτιά μου όλη μέρα», όπως γράφει. Το ποίημα καταλήγει:

…απορώ πώς
δεν με έχει ακόμα καταπιεί.
Μπορεί, το ξέρω. Είναι ικανός.
Έτσι απαλά να με μαζέψει, τρυφερά,
σαν υγρασία απ’ του ουρανού τα βλέφαρα.

 

Δημιουργείται με τέτοιες κατακλείδες ή ανάλογες εκφράσεις μέσα στα ποιήματα μια ατμόσφαιρα σχεδόν ονειρική, ενίοτε με γοτθικού χαρακτήρα σκοτάδι, που σκίζεται κατά τόπους από την αίσθηση του επείγοντος, ωστόσο ολοένα επανέρχεται:

Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΦΥΣΗ ΕΝΟΣ ΜΟΤΙΒΟΥ
Κάθε κόκκινη πανσέληνος
είναι ένα κομμένο κεφάλι ερωτευμένου
βουτηγμένο στο αίμα.

 

Κρατάει ο καθένας το δικό του
από μια διάφανη κλωστή
χιλιάδες τα κολοβωμένα σώματα
γεμίζουν με τα μπαλόνια τους τον ουρανό.

 

Αυτού του είδους οι εικόνες υποδηλώνουν μια ιμπρεσιονιστική διάθεση που δανείζεται απόηχους από την ποίηση άλλων ποιητών. Το ακόλουθο απόσπασμα, για παράδειγμα, μου θύμισε έντονα τη γραφή του Τάσου Λειβαδίτη:

Και κάποτε
ένα βράδυ
βούτηξα από το μπαλκόνι μου
στον μύλο του απορριμματοφόρου
να βρω μια σελίδα από βιβλίο
που δεν είχα ακόμα γράψει

(«Βλέπω τη ζωή μου»)

 

«Άδραξε τη στιγμή, μην τη φοβάσαι», αυτό νομίζω είναι το υποδόριο μήνυμα της συλλογής του Χρήστου Γκέζου. «Προχώρα μπροστά, ό,τι κι αν σε περιμένει. Θα το αντέξεις». Όσο για τον ίδιο; Τον βρίσκουμε νομίζω στο ποίημα «Πώς να με θυμάσαι»:

ΠΩΣ ΝΑ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ
Να με θυμάσαι σαν τον άνεμο
που μέσα από τα πεύκα στις κορφές
κατέβαινε βουίζοντας στη θάλασσα.

 

Να με θυμάσαι σαν τον τρελό του χωριού
που ένα ξάστερο βράδυ
στο πηγάδι έπεσε χορεύοντας.

 

Έπεσε χωρίς να φοβάται. Έχοντας αντέξει ό,τι του έφερε η ζωή. Η ιστορία του Χρήστου, η ιστορία όλων μας.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα