Κουβέντα με τον Χάρο
Ήρθε, με κοίταξε με τα κόκκινα μάτια του.
Του είπα: Αν ήρθε η ώρα, θα σ’ ακολουθήσω.
Έμεινε σιωπηλός.
Εγώ πάλευα, τέσσερις μέρες πάλευα.
Με κοίταζε που πάλευα τέσσερις μέρες.
Μετά βαρέθηκε, έκανε στροφή κι έφυγε.
*
Ακούω τώρα βογκητά, σκιές περνούν από δίπλα μου,
τις συλλαμβάνω με την άκρη του ματιού μου.
Είναι όλοι αυτοί που ετοιμάστηκαν να με υποδεχτούν
στη σκοτεινή τους κατοικία και τώρα απογοητευμένοι
ψάχνουν τον δρόμο της επιστροφής τους.
Χωρίς αιτία αναστατώθηκε ο Κάτω Κόσμος.
Κι Εκείνος με τα κόκκινα μάτια οφείλει να λογοδοτήσει,
γιατί δεν επιτέλεσε το καθήκον του.
Δεν ξέρω πώς θα δικαιολογηθεί.
*
Κεραυνούς ρίχνουν τα άγρια πνεύματα,
μεγάλη σύγχυση στο δικαστήριο.
Εξαγριωμένες οι σκιές ζητούν την καταδίκη του.
Ένοχος! φωνάζουν οι σκιές
Κι Εκείνος με τα κόκκινα μάτια -τον βλέπω –
κάθεται σκυφτός, μένει βουβός.
Θα καθίσω δίπλα του,
θα γυρίσει να με κοιτάξει,
θα κλαίω και θα του κρατώ τα χέρια
κι Εκείνος θα αφήσει κόκκινα δάκρυα να κυλήσουν
στο παγωμένο του πρόσωπο.
Σε λυπήθηκα, θα μου πει με βραχνή φωνή,
και τώρα πρέπει να πληρώσω.
Θα κλαίμε μαζί.
Καίτη Βασιλάκου

