Η γέφυρα
Στη Χριστίνα Λιναρδάκη
Τίς ἀποκυλίσει ἡμῖν τὸν λίθον;
(Μάρκ. 16.3)
Μια γέφυρα πάνω από ένα ποτάμι ή έναν γκρεμό
προσφέρει δίοδο κοινωνίας.
Εξαλείφει τον ίλιγγο του κενού.
Ή μήπως όχι;
Μες στο μυαλό σου
το κενό παραμονεύει πάντα εκεί
αβυσσαλέο.
Μια γέφυρα και ο άνθρωπος.
Χαρίζει ασφάλεια. Με βέργες γεφυρώνει μοναξιές.
Κι εσύ αβρόχοις ποσί
περνάς πάνω απ’ το τίποτα, πάνω απ’ τη θλίψη.
Μα ένας άνθρωπος με άνοια;
Σπασμένη γέφυρα, λες.
Άχρηστη.
Το βλέμμα του σίδερα οξειδωμένα.
Δεν έχει λόγο ύπαρξης.
Δεν υπάρχει κανείς άλλος απέναντι.
Νομίζεις. Όμως εσύ εδώ
εσύ και απέναντι.
Ο τρόμος της υποχώρησης φουσκώνει.
Σε πιάνει νέος ίλιγγος. Μα τι φοβάσαι;
Το κενό αποκάτω είναι γεμάτο στιγμές.
Όπου κι αν πέσεις
θα σε πιάσουν τα τρυφερά χέρια της μνήμης.
Και η σπασμένη γέφυρα ζεστή αγκαλιά.
Αφού μόνο ο θάνατος
έχει τη δύναμη να μας παγώνει.
Φωτεινή Βασιλοπούλου

