[άτιτλο]
Σηκώθηκε ο άνθρωπος στα δυο του πόδια
και τη στολή της ελευθερίας απώλεσε.
Τις φολίδες του ψαριού,
το φτέρωμα του πτηνού,
τη γούνα του ζώου.
Και τρέμοντας απόμεινε γυμνός,
σαν κάποιος που βγαίνει ανίδεος από ζεστό λουτρό
καταμεσής σε παγωμένη λίμνη.
Και είδε ότι από την ελευθερία έπρεπε να προστατευθεί.
Τότε άναψε μια πυρά κόντρα στο ψύχος της ελευθερίας
και γύρω απ’ την πυρά ύψωσε τείχη, τα σκέπασε με στέγη
και κάθισε γυμνός ηδονικά δίπλα στη φλόγα.
Αργότερα έσπειρε στην παγωμένη στέπα κι άλλες καλύβες κι
έφτιαξε χωριά,
έμπηξε πασσάλους στο στήθος της γης και έφτιαξε σύνορα.
Και τις νύχτες δίπλα στη φλόγα, όσο έξω λυσσομανούσε
το ψύχος,
μέσα στο κεφάλι του ξανασχηματίστηκε η εικονα
και μέσα στο στήθος του η επιθυμία της ελευθερίας.
Και επειδή δεν θυμόταν πια τίποτα συγκεκριμένο
απ’ τον παλιό καιρό,
μες στο κεφάλι του η εικόνα της ελευθερίας έγνε αφόρητα
μαγευτική
και η επιθυμία της βασανιστική μέσα στο στήθος του.
Πήρε τότε ξανά τις φολίδες απ’ τα ψάρια,
το πτερύγωμα των πουλιών,
το δέρας των ζώων,
τα φόρεσε και βγήκε πάνοπλος στο παγωμένο πεδίο.
Και ήλπισε ότι οι φολίδες του ψαριού, το φτέρωμα του πουλιού
και οι τρίχες του ζώου
θα γίνουν πάλι ένα με το σώμα του.
Και ότι θα μπορέσει να μείνει για πάντα μέσα στο
αστραποβόλο ψύχος.
Αλλά οι φολίδες γρατσούνισαν το γυμνό δέρμα του και
το παλτό από φτερά του ‘κοψε την ανάσα
και τα δέρματα των ζώων πέσαν ασήκωτα στους ώμους του και
τους κατέκαμψαν.
Έτσι γύρισε στο σπίτι, κλείδωσε πίσω του την πόρτα,
απόθεσε τη στολή της ελευθερίας και κάθισε γυμνός ηδονικά
δίπλα στη φλόγα.
Και λίγο πριν τον πάρει ο ύπνος,
είπε στον εαυτό του πως θα ΄ναι σπάνιες, εκλεκτές και
φευγαλέες
οι στιγμές που θα βγαίνει ζωσμένος στα παγωμένα λιβάδια
και το όνομα των έξοχων στιγμών θα είναι
Έξοδος.
Λένια Ζαφειροπούλου
από τη συλλογή της Φύση μισή: Τα χειρόγραφα από το σπίτι του λόφου
εκδόσεις Πόλις, 2024