Το χρονικό του απογεύματος (εκδόσεις Κουκκίδα, 2023) είναι η τρίτη ποιητική συλλογή του Νίκου Σπανού. Η συλλογή περιέχει δεκαπέντε ποιήματα, τα πιο πολλά μάλλον ευσύνοπτα, τοποθετημένα με ευταξία. Πρόκειται για μια συλλογή σύντομη σε έκταση, που χωρίζεται σε τρεις ενότητες. Κάθε ενότητα βασίζεται σε ένα ολιγόστιχο εισαγωγικό ποίημα και συνδέεται με την επόμενη μέσω της απόστασης του ελάχιστου: ξεκινάει με την ώρα αμέσως μετά το γεύμα όπου το φως, όπως γράφει ο ποιητής, συνομιλεί με τον δυτικό τοίχο, συνεχίζει με την εσπέρα και το δείλι, και ολοκληρώνεται με το βράδυ, το χρονικό διάστημα μετά τη δύση ως τα μεσάνυχτα. Η αρχική αίσθηση που αφήνει το βιβλίο όταν διαβάζεται πρώτη φορά είναι ότι ακόμη και τα ίδια τα ποιήματα σπεύδουν, και φυσικά δεν εννοώ ότι είναι γραμμένα βιαστικά, αλλά ότι αποπνέουν μια κινητικότητα, ότι σπεύδουν να προλάβουν, λες κι ο χρόνος που απομένει είναι λιγοστός, όπου να ’ναι θα τελειώσει. Θα λέγαμε πως τα ποιήματα της συλλογής διακατέχονται από διάχυτη υπαρξιακή αγωνία, ενώ συγχρόνως καταπιάνονται με τα συνήθη θέματα της ποίησης, όπως ο θάνατος, η απώλεια, ο αποχωρισμός. Ο λόγος έκφρασης είναι κατεξοχήν μινιμαλιστικός, ενίοτε δε και υπαινικτικός, με συχνούς συμβολισμούς και κάπου κάπου τον διακρίνει ένας θραυμαστικός τρόπος σύνθεσης. Αυτά όσον αφορά την πρώτη ανάγνωση.
Διαβάζοντας το βιβλίο δεύτερη φορά, με σταμάτησε ο τίτλος του δεύτερου ποιήματος. Το ποίημα λέγεται Νηπτικό, η λέξη παραπέμπει σε κάτι ασκητικό, οπότε το διάβασα με προσοχή ψάχνοντας να το εντοπίσω. Διαπίστωσα πως στο ποίημα τίθεται το εξής φιλοσοφικό ερώτημα: πού ήμουν πριν γεννηθώ; Πώς θα το απαντούσαμε, άραγε, αυτό σ’ ένα παιδί; Η κόρη μου, όταν επρόκειτο να κλείσει τα πέντε, λίγες μέρες πριν γιορτάσουμε τα γενέθλιά της, διατύπωσε αυτή τη φοβερή ερώτηση. Της απαντήσαμε πως ήταν στη σκέψη μας. Πως την σκεφτόμασταν διαρκώς, την θέλαμε πολύ και επιδιώξαμε να γεννηθεί. Δεν είναι σίγουρο ότι η απάντηση την ικανοποίησε. Κατάλαβα τότε πόσο ασκητικά μόνη και ανυπεράσπιστη ένιωθε εφόσον ερχόταν αντιμέτωπη με αυτό το ερώτημα.
Νηπτικό
Γεννήθηκα πριν από χιλιάδες χρόνια
Δεν θυμάμαι τίποτα
Ήταν ένα ηλιόλουστο δευτερόλεπτο
πριν την ύπαρξη
Άκτιστο εννοώ.
Το φως πάντα
αποκαλύπτει τον χρόνο
ανακαλύπτει την ύπαρξη.
Το φως, ο τόπος, το σώμα
Δεν θυμάμαι τίποτα
Ο πατέρας μου φυσικά υπήρχε
Έτσι γεννήθηκα.
Στη δεύτερη ενότητα της συλλογής βλέπουμε τη φύση να κυριαρχεί. Συναντάμε πλούσια εικονοποιία και συμβολισμούς. Η ροδιά, οι φυστικιές, τα κοτσύφια, τ’ αηδόνια, η φύση που ετοιμάζεται για το δειλινό. Αναφορές και τρόποι που προσδίδουν λυρισμό. Η θάλασσα κατέχει ξεχωριστή θέση στα ποιήματα του Σπανού. Πότε με την έννοια της απεραντοσύνης, πότε λειτουργώντας τρυφερά με το απαλό χαϊδευτικό κύμα, πότε εκδικητικά με το λυσσασμένο. Τα λουλούδια, τα δέντρα, τα πουλιά, το χώμα λειτουργούν σαν όχημα για να μας μεταφέρουν συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις, αλλά και ερωτήματα για τον άνθρωπο, την έννοια της μνήμης ή και όχι. Όλες αυτές οι αναφορές δύνανται να λειτουργήσουν αυτόνομα, χωρίς να επιθυμούν απαραιτήτως να κομίσουν νόημα, να μετονομάσουν ή να μεταφέρουν. Μερικές φορές η φύση απλώς υπάρχει καταδεικνύοντας το μεγαλείο, αλλά και τη μελαγχολία της. Όπως ακριβώς στην ποίηση των Ρομαντικών. Στο ποίημα «Η χρυσή ροδιά» ο Σπανός γράφει: Σε λίγο θα γυμνωθεί / απ’ το ακριβό της ρούχο / περιμένοντας τα μπουμπούκια της Άνοιξης. / Κάτω από το φως του φεγγαριού / με τα νέφη τώρα θα συνομιλεί / και τον γλυκό αντίλαλο των κοτσυφών το ξημέρωμα. Αυτό από μόνο του αρκεί.
Στην τρίτη ενότητα, διακρίνω περισσότερο τη μορφή του πατέρα, παρά της μητέρας. Οι ηλικιωμένοι γονείς είτε ζουν με άνοια χωρίς μετάνοια, όπως γράφει ο ποιητής, αναγκάζοντας το υποκείμενο να αντιμετωπίσει το αμετάκλητο του χρόνου, είτε έχουν ήδη παγώσει μέσα σε αυτόν. Στο ποίημα «Ασπασμός» ο Σπανός καταφέρνει να δημιουργήσει μια εικόνα ανατριχιαστικά ζωντανή, αλλά και μια μεταφορά εκπληκτικά επιτυχημένη.
Ασπασμός
Κυριακή μεσημέρι
ανεβαίνοντας τη Μαυρομιχάλη
για το πατρικό του Πειραιά
θυμίαμα στον άδειο δρόμο.
Όρθιος ο Ταξιάρχης
πάνω στο σώμα
με την ψυχή στο αριστερό του χέρι
και τη ρομφαία στο δεξί.
Κι εσύ στάρι μού δίνεις στις χούφτες
όπως τότε στο Χατζηκυριάκειο
και την Αγιά Σοφιά
Το σώμα σου και το αίμα σου με κερνάς.
Είναι πήλινα τα χέρια, πατέρα
γι’ αυτό είναι παγωμένα
Το μέτωπό σου έσπασε στα χείλη μου.
Ο Μπένγιαμιν στον Μονόδρομο γράφει: «όταν ένας πολύ κοντινός μας άνθρωπος πεθαίνει, υπάρχει κάτι στις εξελίξεις των επόμενων μηνών για το οποίο θαρρούμε πως διακρίνουμε ότι – όσο κι αν θα θέλαμε να το είχαμε μοιραστεί μαζί του – δεν μπόρεσε ν’ αναπτυχθεί παρά μόνο χάρη στην απομάκρυνσή του. Τον χαιρετούμε εντέλει σε μια γλώσσα που πια δεν την καταλαβαίνει».
Από την τρίτη ενότητα επιλέγω να αναφερθώ στο ποίημα με τον τίτλο «Κλίμακα»
Στη συννεφιά
-κάτω-
το χώμα ικέτης.
Στη βροχή
– ήχος πλάγιος-
το δέντρο στιλπνό σώμα.
Στον ήλιο
– πάνω-
τα άλλα στοιχεία και οι αρετές.
Το ποίημα, παρότι ολιγόστιχο, αποτελείται από τρεις μικρές ενότητες, καθεμία από τις οποίες αναφέρεται σε διαφορετικό φυσικό φαινόμενο (συννεφιά, βροχή, ήλιος). Η δομή είναι λιτή, και κάθε στίχος συνοδεύεται από σχόλια μέσα σε παύλες που κατευθύνουν την ανάγνωση και ενισχύουν τη δραματικότητα. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε πως η συννεφιά αντιπροσωπεύει την εσωτερική αμφιβολία και πως το επίρρημα «κάτω» δημιουργεί μια αίσθηση εσωστρέφειας. Το χώμα ικέτης, μια πολύ δυνατή μεταφορά, με παραπέμπει στο χώμα σαν βάση της ζωής που μοιάζει να εκλιπαρεί. Η βροχή φέρνει κάθαρση, αλλά συνοδεύεται από τον ήχο πλάγιο υποδηλώνοντας μια μη γραμμική πορεία αλλαγής. Η βροχή δίνει στο δέντρο νέα λάμψη. Το δέντρο είναι το σημείο σύνδεσης ανάμεσα στο έδαφος και τον ουρανό. Ο ήλιος συμβολίζει την πληρότητα, το φως (το φως απαντάται συχνά στα ποιήματα της συλλογής) τη χαρά και την τελείωση. Το επίρρημα «πάνω» δείχνει μια ανύψωση, φυσική ή πνευματική. Τέλος, με το στίχο «τα άλλα στοιχεία και οι αρετές» το ποίημα ανοίγει την προοπτική του. Όταν εμφανίζεται ο ήλιος, όλα τα στοιχεία και οι αρετές (οι θετικές ποιότητες της ζωής) έρχονται στο προσκήνιο. Το φως αποκαλύπτει το σύνολο, την ισορροπία και τη δύναμη που ενυπάρχουν στον κόσμο.
Η συλλογή μοιάζει να διαγράφει έναν υπαρξιακό κύκλο ξεκινώντας από το πού ερχόμαστε για να καταλήξει στο πού πηγαίνουμε. Ίσως ερχόμαστε απ’ το φως, ίσως πηγαίνουμε πάλι εκεί. Ποιος ξέρει;