Το πολυεπίπεδο αφηγηματικά, αλλά και ειδολογικά μυθιστόρημα Οδός Ευτυχίδου (εκδόσεις Σμίλη, 2023) αποτελεί την πέμπτη λογοτεχνική κατάθεση της πεζογράφου και κριτικού Χρύσας Φάντη, το οποίο δικαίως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, έχει προσεχθεί από την κριτική και έχει διακριθεί.[1] Κι αυτό γιατί με κέντρο τη συγκεκριμένη ιστορική οδό του Παγκρατίου, που αποτελεί και το πατρικό του Πέτρου, του κυρίαρχου αφηγητή του βιβλίου, η Χρύσα Φάντη κατορθώνει να υφάνει μαστορικά αφενός το ατομικό με το συλλογικό-εθνικό βίωμα, διαπερνώντας αφηγηματικά μέσα από τα συγκλονιστικά και τραυματικά ιστορικά γεγονότα του προηγούμενου αιώνα (Μικρασιατική Καταστροφή, Κατοχή, Εμφύλιος, εξορίες, δηλώσεις φρονημάτων, βασανιστήρια, δολοφονίες, διχασμένη μετεμφυλιακή πραγματικότητα, μεταπολίτευση κ.ά.) και αφετέρου να αποτυπώσει πολύτροπα τον ταραγμένο εσωτερικό κόσμο των ηρώων της.
Πιο συγκεκριμένα, η κυρίαρχη δευτεροπρόσωπη αφήγηση στο πρώτο και τρίτο μέρος του βιβλίου ξεδιπλώνει με εκφραστική δεινότητα το υπαρξιακό αδιέξοδο και την οντολογική αγωνία του εβδομηντάχρονου Πέτρου Χρήστου, που επιστρέφει συνεχώς στο οικογενειακό του παρελθόν αναζητώντας ένα συνεκτικό νόημα στην ίδια του τη ζωή και την ύπαρξη. Tο πατρικό σπίτι στην Οδό Ευτυχίδου, λοιπόν, αλλά και ένα πακέτο επιστολών του εξόριστου πατέρα προς τη μάνα του Πέτρου (Αγγελική) την εποχή του εμφυλίου, αποτελούν τους βασικούς καταλύτες που ενεργοποιούν και οξύνουν την έντονη υπαρξιακή αγωνία του αφηγητή, αλλά και ταυτόχρονα επαναφέρουν τις θαμμένες παιδικές και εφηβικές του μνήμες, ως μια αδήριτη ανάγκη συμφιλίωσης με τα βαθιά οικογενειακά τραύματα, κι εδώ αναφέρομαι, κυρίως, στην προβληματική του σχέση με τη μητέρα του και τον πατέρα του. Μέσα από την εναγώνια προσπάθεια αποτίμησης του οικογενειακού τραύματος και ιδιαίτερα μέσα από την ανάγνωση και μελέτη των επιστολών του εξόριστου αριστερού πατέρα, κυρίως στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, όπου η συγγραφέας διαλέγεται δημιουργικά με το επιστολικό μυθιστόρημα, σκιαγραφείται χωρίς υπέρμετρο συναισθηματισμό ή επιτήδευση, η φοβερή περίοδος της κατοχής και ιδιαίτερα του εμφυλίου, που αποτέλεσαν το πιο σκοτεινό, ίσως, κομμάτι της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Δεν είναι τυχαίο, επομένως, ότι και στα τρία πρώτα μέρη του βιβλίου το συλλογικό-ιστορικό συμπλέκεται αξεδιάλυτα με το προσωπικό-υποκειμενικό, καθώς από τη μια η δευτεροπρόσωπη αφήγηση του πρωταγωνιστή (υποκειμενικός άξονας) πατά γερά σε ένα ιστορικό και τοπικό πλαίσιο, ενώ από την άλλη στις επιστολές του πατέρα, αλλά και στις εκτενείς περιγραφές του σπιτιού και του τόπου (ιστορικός-συλλογικός άξονας) παρεμβάλλονται συνεχώς προσωπικά σχόλια, φανταστικά γεγονότα, οράματα και αφηγήσεις του Πέτρου. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, το σημαντικό θέμα της επώδυνης μνήμης και το πώς αυτή εισβάλλει βίαια και διαταράσσει ή φωτίζει το παρόν των ηρώων, η υφέρπουσα φθορά, η απώλεια και η ομορφιά, η ματαίωση και η ανθρωπιά, η ασθένεια και ο έρωτας, η ενοχή και η αθωότητα, η ελπίδα και η ματαίωση, η αγάπη και το μίσος αποτελούν τους κεντρικούς άξονες μιας εκπληκτικής αφήγησης όπου το ατομικό συνδέεται συνεχώς με το συλλογικό με ποικίλες συνταυτίσεις και αναιρέσεις, με ευφυείς αλληγορίες και μεταφορές (π.χ. το όραμα του κάβουρα).
Με κέντρο, λοιπόν, το Παγκράτι και συγκεκριμένα το γενέθλιο διαμέρισμα στην Οδό Ευτυχίδου της δεκαετίας του 1960 με την επιβλητική σκάλα που δεσπόζει στο καλαίσθητο εξώφυλλο του βιβλίου, ο αφηγητής γυρίζει συνέχεια πίσω στον χρόνο, στη γέννηση και την τραυματική ενηλικίωσή του και προσπαθεί εναγώνια με βάση έναν ασυνείδητο υπαρξιακό κώδικα να συγκροτήσει τη θρυμματισμένη του οντολογική ταυτότητα και να υπερβεί τον φόβο του αναπόφευκτου τέλους που πλησιάζει. Η ικανότητα, πάντως, της Φάντη να φωτίζει ψυχογραφικά τον ταραγμένο και τραυματισμένο ψυχολογικό κόσμο του ήρωά της είναι αξιοθαύμαστη και αποτελεί μία από τις πολλές αρετές του βιβλίου. Κι αυτό γιατί ο οξύς ψυχογραφικός πυρήνας του μυθιστορήματος, η συνεχής διαπλοκή φαντασίας και πραγματικότητας, μνήμης και λήθης, η δραστική παρουσία των αρχετύπων και η πολυσημία και, τέλος, ο αισθητικά επιτυχημένος συγκερασμός μιας λεπτότητας και καθαρότητας στην αφήγηση μαζί με μια γόνιμη απροσδιοριστία και μια ροπή στο απροσδόκητο, καθιστούν, κατά την άποψή μου, την ανάγνωση απολαυστική. Την ίδια στιγμή, η δεσπόζουσα παρουσία της περιγραφής δεν αποκαλύπτει μόνο το καλά ασκημένο μάτι της συγγραφέως που μπορεί να αποτυπώσει το ορατό και το αόρατο, αλλά ταυτόχρονα και την εκφραστική της δύναμη και ακρίβεια, που αγγίζει ενίοτε το φωτεινό πέπλο της ποίησης. Το διακύβευμα, ωστόσο, του βιβλίου είναι, κατά την άποψή μου, η μαεστρία με την οποία η συγγραφέας οργανώνει το πληθωρικό και πολυεπίπεδο υλικό της (αφήγηση, επιστολές, μαρτυρίες, αρχειακό υλικό, βιβλιογραφικά στοιχεία κ.ά.), αφήνοντας τον αναγνώστη της αφηγηματικά μετέωρο και ανοικτό χωρίς οριστικές απαντήσεις. Κι αυτό γιατί οι συνεχείς εναλλαγές επιστολών, συναισθημάτων, αναμνήσεων, οραμάτων, εμπειριών, μαρτυριών, αρχειακού υλικού και σε πολλές περιπτώσεις αυτοαναφορικών σχολίων που βρίσκονται πάντα σε αντιστοιχία με την ιστορική πραγματικότητα αποκαλύπτουν, εντέλει, ένα τραυματισμένο και αντιφατικό οντολογικό σύμπαν με κέντρο πάντα τον τόπο και τον άνθρωπο.
Πιο συγκεκριμένα, ενώ στο πρώτο και τρίτο μέρος του βιβλίου δεσπόζει η αφήγηση του πρωταγωνιστή Πέτρου Χρήστου σε δεύτερο ενικό πρόσωπο, στο δεύτερο μέρος παρουσιάζονται οι επιστολές του πατέρα του Σταμάτη Χρήστου και στο τέλος του βιβλίου παρατίθεται το πλούσιο ιστορικό ντοκουμέντο. Μέσα σε αυτό το τρισδιάστατο και πολυφωνικό αφηγηματικά πλαίσιο, η εξέλιξη της ανάγνωσης και της ιστορίας σε όλα τα μέρη του βιβλίου, βασίζεται περισσότερο στην εσωτερική παρά στην εξωτερική δράση. Δεν είναι τυχαίο, πάντως, ότι όλο το πιο πάνω αφηγηματικό υλικό που συνυφαίνεται αξεδιάλυτα ωσάν αποσπασματικές ψηφίδες που ολοκληρώνουν, ωστόσο, ένα μωσαϊκό, έχει ουσιαστικά ως κύριο θέμα του τον ανθρώπινο χρόνο και φωτίζει ποικιλότροπα και από πολλές οπτικές γωνίες τις τρεις διαστάσεις του (παρελθόν, παρόν και μέλλον). Έχουμε, επομένως, τρεις διαφορετικές όψεις του χρόνου, αλλά και τρεις διαφορετικές λειτουργίες του μύθου και της ιστορίας, όλες καταδικασμένες, εντέλει, στη διάψευση και τη ματαίωση. Παρόλα αυτά οι τρεις δεσπόζουσες χρονικές όψεις που αναφέραμε δεν φωτίζουν μόνο την αναπόφευκτη διαλεκτική ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, τη φαντασία και την πραγματικότητα, την ιστορική αλήθεια και το ψέμα, αλλά υπενθυμίζουν συνεχώς σε αφηγητή-αναγνώστη, αλλά και συγγραφέα ότι η αφήγηση δεν δύναται να υπερβεί το πραγματικό και να το αντικαταστήσει, χωρίς να συντριβεί, ταυτόχρονα, όμως, η ίδια η ιστορία που επικαλείται δεν είναι δυνατόν να λειτουργήσει χωρίς τον μύθο της αφήγησης.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η αποσπασματική θέαση και αντίληψη του χρόνου, της ανθρώπινης ζωής και της ιστορίας αποτελεί επαναλαμβανόμενο μοτίβο του βιβλίου, που καθιστά πολλές φορές την ίδια την αφήγηση υποκειμενική, τρύπια και μάταιη. Και στο σημείο αυτό η Φάντη εγείρει πολλές φορές το εναγώνιο ερώτημα αν ο διάλογος ιστορίας και λογοτεχνίας είναι στην πραγματικότητα έγκυρος ή αξιόπιστος. Αυτό που φαίνεται, πάντως, να εκθέτει η συγγραφέας είναι ότι η δυναμική σύνδεση ιστορίας και λογοτεχνίας δεν μπορεί να οδηγήσει κανέναν στην πραγματική γνώση του παρελθόντος και στην αυτογνωσία, αλλά αποτελεί μια φωτεινή οδό μέσα από την οποία ο άνθρωπος μπορεί να αναζητήσει τον εαυτό του και να διαπραγματευτεί τη φθορά, τη θνητότητα και τον χρόνο. Και το ταξίδι αυτό παρά το γεγονός ότι είναι τελικά αδιέξοδο, είναι για όλους μας αναγκαίο και ουσιαστικό.
Παναγιώτης Νικολαΐδης
Κρατικό βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου ποιητή 2009 (Κύπρος)
[1] Έχει συμπεριληφθεί στον κατάλογο του περιοδικού Χάρτης με τα καλύτερα μυθιστορήματα του 2023 και έχει βραβευθεί στην κατηγορία της πεζογραφίας 2024 ως το καλύτερο μυθιστόρημα του 2023 από το λογοτεχνικό περιοδικό Κλεψύδρα και τον Όμιλο Λογοτεχνίας και Κριτικής (ΟΛΚ) της Κύπρου.