“Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός” της Χλόης Κουτσουμπέλη (ISBN: 9786185521141)
Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη

«Η αγάπη όμως./Δεν γερνά ποτέ.»[1]

 

Η ποιήτρια και πεζογράφος Χλόη Κουτσουμπέλη στη νουβέλα με τίτλο: «Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός» (εκδόσεις Θίνες, 2025), αξιοποιεί τον βιβλικό μύθο της Κιβωτού του Νώε για να καταθέσει τον προβληματισμό της για τη γυναικεία συνθήκη και να προτάξει τη γυναικεία αυτογνωσία και αλληλεγγύη.

Ο τίτλος μαζί με την εντυπωσιακή εικονογράφηση της Ντανιέλας Σταματιάδη που κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου προϊδεάζουν για το περιεχόμενό του.

Η νουβέλα «Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός» βασίζεται στην ιδέα του θεατρικού μονολόγου «Το ιερό δοχείο» (εκδόσεις Θίνες 2015). Η Κουτσουμπέλη, δέκα χρόνια μετά, πιο ώριμη και πιο ευαισθητοποιημένη στο γυναίκειο ζήτημα, με τη βασική προσθήκη των επιστολών της γυναίκας του Νώε, επιχειρεί τη διεύρυνση και εμβάθυνση του θεατρικού μονόλογου στοχεύοντας στη δικαίωση της νεαρής γυναίκας, η οποία στο «Το ιερό δοχείο» παρέμενε θυματοποιημένη και υποταγμένη.

Η ρέουσα και πάλλουσα αφηγηματική γλώσσα εκφέρεται μέσα από την καταγραφή ανεπίδοτων επιστολών με λόγο εξομολογητικό, καθαρό, δυναμικό, ευθύβολο και ονειρικό συνάμα με το χαρακτηριστικό ύφος της Κουτσουμπέλη και στοιχεία της ποιητικής γραφής της.

Η αφήγηση αναφέρεται στη μυθοπλασία της ιστορίας δυο γυναικών και περιγράφεται η παράλληλη πορεία τους, η οποία εκτυλίσσεται μέσα από μια σειρά ανεπίδοτων επιστολών και περγαμηνών από και προς την Κιβωτό του Νώε. Σκιαγραφείται κυρίως η γυναικεία χειραγώγηση και υποτέλεια, ο αγώνας διάσωσης και αυτογνωσίας, αλλά και η ανάγκη για αναδόμηση και αναμόρφωση του κόσμου προσβλέποντας στην αμοιβαία κατανόηση και αποδοχή, την αλληλεγγύη και την εγγύτητα. Η μία είναι η ιστορία της Σιγκάλ, μιας νεαρής γυναίκας σε ηλικία αναπαραγωγής που διασώθηκε από τον Κατακλυσμό, επειδή επιλέχτηκε από τον Νώε για να συλλάβει το γιο του, ώστε το σπέρμα του να διαιωνίσει τον πατριαρχικό κόσμο. Η άλλη είναι της γηραιάς Εμζάρα, της συζύγου και μητέρας των παιδιών του Νώε, που την άφησε εγκαταλειμμένη πάνω σε ένα δέντρο. Ωστόσο η Εμζάρα παλεύει μαζί με τέσσερις ιέρειες της Μεγάλης Μητέρας και λες και ξαναγεννιέται καθώς διανύουν μια υπόγεια πορεία διάσωσης, αλλά και συνειδητότητας, πρεσβεύοντας έναν διαφορετικό κόσμο, ισοτιμίας, δύναμης και γυναικείας αλληλεγγύης. Στον Δεύτερο πάπυρο, μια από τις επιστολές της Εμζάρα προς τον αγαπημένο της γιο, γράφει αναφερόμενη σε διεργασίες αυτογνωσίας και αισθήματα εγγύτητας μεταξύ των γυναικών: «Βαδίζουμε η μια πίσω από την άλλη. Με τον αόρατο μανδύα της Θεάς να μας προστατεύει. Και είναι σαν να βαδίζουμε στα σπηλαιώδη ερέβη του ίδιου του κορμιού μας. Είναι σαν να είναι μια πορεία μέσα στην ίδια τη θηλυκή μας φύση. Σαν οι πέντε να αποτελούμε μία οντότητα, σαν τα κορμιά μας να έχουν συγχωνευτεί σε ένα κορμί.» (σελ. 44).

Η γυναικεία συνθήκη και η έμφυλη ταυτότητα αποτελούν βασικό άξονα σε όλη την ποιητική και συγγραφική διαδρομή της Κουτσουμπέλη. Το όραμα και η θεϊκή φύση της γυναίκας, τα πάθη και τα παθήματά της λόγω φύλου, απασχολούν την ποιήτρια από την αρχή. Είναι πολυάριθμα τα γυναικεία πρόσωπα και αρχετυπικές μορφές που ανασύρει από τη βιβλική εποχή, τη μυθολογία ή τη λογοτεχνία, τα οποία αναπλάθει και αναπροσαρμόζει στο δικό της ποιητικό σύμπαν για να μιλήσει για τις θεάσεις και τις ιδέες της για το γυναικείο τραύμα και θαύμα.

Σ’ αυτό το βιβλίο μέσα από τις επιστολές των δυο γυναικών, η Κουτσουμπέλη αποδημεί την αγαθή και μεγαλόπρεπη βιβλική εικόνα του Νώε ως εκλεκτό του Θεού και σωτήρα του κόσμου, προσδίδοντάς του χαρακτηριστικά της πατριαρχίας και του ανδρικού σοβινισμού, όπως η ερωτική επιβολή και σεξουαλική βία προς τη δεκαεξάχρονη Σιγκάλ, σκιαγραφώντας την ποταπότητά του. Αντίθετα στο πρόσωπο του Ιάφεθ, του αγαπημένου γιου της Εμζάρα, στον οποίον απευθύνει τις περγαμηνές της και τον οποίον ερωτεύεται η νεαρή Σιγκάλ ενώ τελικά περιμένει το δικό του παιδί, σκιαγραφείται το νέο πρότυπο του άνδρα που θα σταθεί τρυφερά στο πλευρό της γυναίκας για να χτίσουν μαζί έναν κόσμο βασισμένο στην ισοτιμία, τον αμοιβαίο έρωτα και την αμοιβαία αγάπη.

Η γραφή αποτελεί έναν άλλο σημαντικό τομέα που απασχολεί την Κουτσουμπέλη. Πολλά είναι τα ποιήματα ποιητικής που επανέρχονται στα βιβλία της, ενώ σε συνεντεύξεις της μιλάει για τις διεργασίες γραφής ή τις θεωρήσεις της για τη γραφή. «Όταν γράφω στέκομαι μπροστά σ’ έναν καθρέφτη. Όταν γράφω ονειρεύομαι. Όταν γράφω δεν είμαι εγώ, δεν είμαι εδώ, δεν είμαι μόνη, είμαι εμείς, εσείς, αυτοί, δεν υπάρχει χρόνος και τόπος και πραγματικότητα, υπάρχει μόνο η χώρα με τους επτά καθρέφτες και οι κυνηγοί των ονείρων που ξεπηδούν από τους εφιάλτες και είναι ο θάνατος.[2]» λέει σε συνέντευξή της, περιγράφοντας τη βιωματική συνθήκη της ποιητικής δημιουργίας της και παράλληλα σκιαγραφώντας την ονειρική και φαντασιακή συνθήκη κατάδυσης στην πρωτόγονη αθωότητα της απαρχής που φέρουμε στο συλλογικό ασυνείδητο.

Σ’ αυτό το βιβλίο η Κουτσουμπέλη αναφέρεται έμμεσα στη λειτουργικότητα της γραφής με την επιστολή της Σιγκάλ κατά την Τριακοστή ημέρα, αμφισβητώντας τον λυτρωτικό της ρόλο, μάλλον επειδή πέρα και πάνω από όλα το ζητούμενο είναι η πραγμάτωση μέσα από την εγγύτητα και το αμοιβαίο άγγιγμα: «Και νόμιζα πως αν γράψω, θα λυτρωθώ, μεγάλη ψευδαίσθηση, η γραφή πια δεν λυτρώνει και αυτές οι επιστολές δεν έχουν πλέον καμιά σημασία, γιατί έσπασα το συμβόλαιο και με τον Νώε και με τον Θεό, και το χειρότερο, ακύρωσα τη θυσία σου, Εμζάρα, και δεν θα τολμήσω να σου στείλω αυτό τον πάπυρο, μόνη μου θα κουβαλήσω την ντροπή της πράξης μου. Η ανάξια αδελφή σου, Σιγκάλ» (σ. 49).

Η καταξιωμένη ποιήτρια και πεζογράφος Χλόη Κουτσουμπέλη με τη νουβέλα της «Ταχυδρομική θυρίδα: Κιβωτός», που επικεντρώνεται στην βαθύτερη κατανόηση της γυναικείας συνθήκης, την γυναικεία αφύπνιση και αυτογνωσία, ορθώνει και πάλι το συγγραφικό της ανάστημα απέναντι στην πατριαρχεία και τον ανδρικό σοβινισμό προτάσσοντας τα μηνύματα ελευθερίας, δικαίου και αγάπης που εκφράζει η αρχετυπική μορφή της Αντιγόνης και αναδεικνύοντας τη σημαντικότητα της αλληλεγγύης και αγαπητικής συνύπαρξης μεταξύ των γυναικών, όπως και μεταξύ όλων των ανθρώπων.

 

 

 

[1] «Η Αντιγόνη γερνάει, X.»: Χλόη Κουτσουμπαλη, Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ, εκδόσεις Πόλις, σελ. 45, Αθήνα 2018.

[2]  Χλόη Κουτσουμπέλη, περιοδικό Νέο Επίπεδο, τεύχος 33/5, Μάιος 2009. https://scholeio.blogspot.com/2014/11/blog-post_1.html

 

 

 

  • Η Δέσποινα Καίτατζή-Χουλιούμη είναι κλινική ψυχολόγος, γράφει ποίηση και πεζογραφία και μεταφράζει από τα σουηδικά. «Με λένε Εύα» (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2023) είναι το τελευταίο της ποιητικό βιβλίο, το τελευταίο μετάφρασης είναι η ποιητική συλλογή της Γιλά Μοσάεντ «Αργοπορούν οι λέξεις» (εκδόσεις Μανδραγόρας, 2024), ενώ πρόσφατα κυκλοφόρησε η νουβέλα της «Σφιχταγκαλιάσματα και φτερουγίσματα – Ο χορός της ζωής» (ΑΩ Εκδόσεις, 2025).

Περισσοτερα αρθρα