Τα σφηνάκια του Μάη (για τρία βιβλία)
Χριστίνα Λιναρδάκη

«Χαρτογραφία» της Μαρίνας Μιχαήλ Χρηστάκη

Από το 2023 και τις εκδόσεις Μανδραγόρας μας έρχεται το ποιητικό αυτό βιβλίο (ISBN 9789605921767), τρίτο κατά σειρά, της Μαρίνας Χρηστάκη (κατόπιν εξέδωσε την Ανεράδα, από την οποία έχουμε δημοσιεύσει και ένα ποίημα της Δευτέρας).

Η Χαρτογραφία στην πραγματικότητα είναι ένα ενιαίο και αδιαίρετο, τρυφερό και εμψυχωτικό ποίημα για μια νεαρή γυναίκα που θα μπορούσε να είναι κάθε συνειδητοποιημένη και απελευθερωμένη γυναίκα. Περιγράφοντάς την, η Χρηστάκη αλλάζει τη στερεοτυπική εικόνα της γυναίκας που υποσκελίζετι συστηματικά, κακοποιείται σε έναν πατριαρχικό κόσμο, πασχίζει να βρει η φωνή της και μάχεται σε καθημερινή βάση. Όχι, η γυναίκα της Χρηστάκη είναι ελεύθερη,  αποδεσμευμένη και χειραφετημένη:

Ριζωμένη

αεικίνητη

σε ολάνοιχτο πεδίο
αργά

στροβιλίζεται

 ελευθερωμένη
ρέουσα

δροσιστική.

Πρόκειται για μια γυναίκα γεμάτη ικανότητες και αισιοδοξία που «δεν περπατά,/ μόνο χορεύει» και που «υμνεί όλες τις δυνατότητες./ Επειδή μπορούν να συμβούν». Έχει οξεία επίγνωση του κόσμου γύρω της και δημιουργεί μόνη της την πραγματικότητά της, με όπλο τα όνειρα αλλά και με «ορθολογικό σχεδιασμό/ και δράση». Την ίδια στιγμή, έχει «ενστικτώδη κλίση στην/ ευγένεια και τους αβρούς τρόπους», ενώ «με γνησιότητα εξασκεί τα δικαιώματά της/ να αναστοχάζεται, να επινοεί διαρκώς/ μέθοδο, αντικείμενο και προσανατολισμό».

Είναι μια γυναίκα υπαρκτή ή ιδεατή; Δεν θα το μάθουμε. Για μένα είναι πιο ξωτικό από την Ανεράδα που ήταν σαφώς πιο σάρκινη, πιο ευάλωτη, πιο σπαραγμένη. Η γυναίκα της Χαρτογραφίας είναι ένα αγγελικό ή νεραϊδένιο αρχέτυπο της γυναίκας, η Γυναίκα πριν από την πτώση, η παντοδύναμη μήτρα της δημιουργίας και της δημιουργικότητας.

Δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι  η γυναίκα της Χαρτογραφίας είναι ποιήτρια:

Άπλωσε
τα ύποπτα γράμματά της
επάνω στο χαρτί. Και κύλησαν
σταγόνες από το αίμα της.
Κανονικά, ακανόνιστα.

Πάνω στο λείο απαλό χαρτί.

Η αιθέρια αυτή, σχεδόν φασματική, γυναίκα με τις απέραντες δυνατότητες, τη σοφία και τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες, περπατά στον κόσμο: «τα βήματά της απαλά,/ σαν να βουτάει σε πηλό/ σφραγίδα». Δημιουργεί ποιήματα πολύτιμα, και γι’ αυτό εύθραυστα:

Κρύσταλλο το ποίημα.

Απαλά
Το κρατάς

Να μην σπάσει.

Η σημαντική συμβολή αυτής της συλλογής στο ποιητικό σώμα και την ποιητική παράδοση έγκειται στο γεγονός ότι παρουσιάζει τη γυναίκα σαν την τέλεια ύπαρξη που μπορεί να είναι. Τη δοξάζει και την αποκαθιστά. Μέσα από τους στίχους της Χρηστάκη, η γυναίκα αναδύεται αγέρωχη, ολόκληρη, υπέροχη, «ελευθερωμένη, ρέουσα, δροσιστική» (με αυτά τα λόγια κλείνει η συλλογή, όπως αρχίζει δηλαδή): μια πηγή ζωής και ενέργειας όπου, όποιος βυθιστεί, θα γεμίσει έμπνευση, δύναμη, ευγένεια και καλοσύνη. Δεν εμφανίζεται καθημαγμένη, αιμάσσουσα, μαρτυρική, ούτε καν αποφασισμένη – βρίσκεται ήδη πέρα από την απόφαση, στην ύπαρξη.

Και είναι μέσα από αυτή την άμετρη θετικότητα, την ξέχειλη φρεσκάδα και την απεριόριστη ελευθερία που οι γυναίκες μπορούμε να βρούμε μια παντοδύναμη εκδοχή του εαυτού μας και να ταυτιστούμε μαζί της: με ενεργητικότητα να γίνουμε όπως εκείνη, ενσωματώνοντάς την. Αυτό το πρότυπο της γυναίκας, το αναγεννημένο στην ποίηση της Χρηστάκη, έρχεται σε ρήξη με τα στερεότυπα και συνιστά μια τω όντι επαναστατική θεώρηση της γυναικείας δυνατότητας και φύσης.

 

«Περί ύψους» του Λογγίνου με εισαγωγή και σε μετάφραση της Ευσταθίας Δήμου

Ένα βιβλίο αναφοράς επέλεξε να μεταφράσει στα νέα ελληνικά η ακάματη Ευσταθία Δήμου, το Περί ύψους του Λογγίνου, το οποίο πραγματεύεται και αναλύει το υψηλό στη λογοτεχνία. Με αυτή της τη μετάφραση (εκδόσεις Κουκκίδα, 2024, ISBN 9786182081327), που αντικρίζεται με το πρωτότυπο κείμενο στο βιβλίο, η Δήμου εισηγείται την επικαιροποίηση ενός πολύ σημαντικού συγγράμματος, με την προσαρμογή του στα σημερινά γλωσσικά δεδομένα, και ταυτόχρονα την εκ νέου εισαγωγή του ως σημείου αναφοράς για τη σύγχρονη λογοτεχνική παραγωγή.

Το Περί ύψους, παρ’ ότι ελλιπές κατά το ένα τρίτο (δεν διασώθηκε), συνιστά έναν οδικό χάρτη για τους συγγραφείς/ποιητές, έτσι όπως περιγράφει τα πρότυπα, τους τρόπους, τις μεθόδους και τις τεχνικές που καθιστούν ένα έργο λογοτεχνικό. Ωστόσο, συνιστά στα σημεία λογοτεχνία και το ίδιο, αποτελώντας ένα κείμενο υβριδικό ή «ενδιάμεσο», όπως το χαρακτηρίζει η Δήμου στον πρόλογό της «ακριβώς επειδή αφήνει τη λογοτεχνία, για την οποία μιλά, να του δώσει κάτι από την πνοή, τη χάρη και τη δύναμή της».

Το κείμενο, «επιδραστικό και διαχρονικό», θεωρείται άξια συνέχεια της Ποιητικής του Αριστοτέλη, γραμμένο, το πιθανότερο, κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. Παρά την παλαιότητά του, «ανακαλύφθηκε» και άρχισε να μελετάται συστηματικά μόλις τον 17ο αιώνα του Διαφωτισμού, μετά τη  μετάφρασή του στα γαλλικά. Έκτοτε έχει μεταφραστεί πολλές φορές και σε διάφορες γλώσσες: μόνο στα ελληνικά υπάρχουν ήδη τέσσερις μεταφράσεις, πριν από εκείνη της Δήμου.

Το σύγγραμμα αποτελεί απάντηση σε ένα άλλο κείμενο για το Ύψος, εκείνο του Καικίλιου, δασκάλου ρητορικής από τη Σικελία. Για να τη δώσει, ο Λογγίνος καταφεύγει στους κλασικούς συγγραφείς: τον Όμηρο, τον Δημοσθένη, τον Πλάτωνα, τον Θουκυδίδη, αλλά και σε άλλους, μικρότερης αίγλης. Καταφεύγει, επίσης, στις φιλοσοφικές θεωρίες της εποχής του και τις οικείες σχολές: τους πλατωνικούς, τους στωικούς, τους επικούρειους, κ.ο.κ.

Το έργο ήρθε, όπως σημειώνει η Δήμου, σαν «μια ρήξη και μαζί μια υπόμνηση. Μια επισήμανση της αξίας που έχει η λογοτεχνία ως κιβωτός του υψηλού, ως εστία και κέντρο αναφοράς της ανθρώπινης συνθήκης που θέλει να διασώσει ένα ανώτερο φρόνημα, μια υψηλή ποιότητα σκέψης και έκφρασης, η οποία θα αποτελέσει ρυθμιστικό παράγοντα της ίδιας της ζωής». Το συναφές απόσπασμα από το κείμενο του Λογγίνου είναι χαρακτηριστικό: «Αν σε όλη τη διάρκεια της ζωής του σκέφτεται και πράττει κανείς με μικροψυχία και δουλοπρέπεια, δεν είναι δυνατό να δημιουργήσει κάτι θαυμαστό κι ανθεκτικό στον χρόνο».

Η μετάφραση της Δήμου, συμβαδίζοντας με την ερμηνεία του κειμένου και εμπνεόμενη στα σημεία από αυτήν, επιτυγχάνει να οδηγήσει τον αναγνώστη μέσα από το δύσκολο και δαιδαλώδες αυτό έργο, καθιστώντας το κατανοητό: «Πέντε είναι οι πηγές του υψηλού. […] Πρώτο και σημαντικότερο είναι η σύλληψη υψηλών διανοημάτων […] Δεύτερο, το ορμητικό και ενθουσιώδες πάθος […] Τρίτο, τα σχήματα λόγου, διανοητικά και λεκτικά. Τέταρτο, η δυνατή έκφραση, μέρος της οποίας είναι η επιλογή λέξεων και ο συνδυασμός τους. Πέμπτο και τελευταίο, το οποίο περιλαμβάνει όλα τα υπόλοιπα, είναι η άρτια και εξυψωμένη σύνθεση». Τέτοια νοήματος μας γνέφει μέσα από τα βάθη των αιώνων ο Λογγίνος, παραμένοντας και σήμερα το ίδιο επίκαιρος, όπως και τότε.

 

«Το διάσημο ποίημα» του Ντίνου Σιώτη

Χειμαρρώδης ο Ντίνος Σιώτης και σε αυτή τη συλλογή του (εκδόσεις Καστανιώτη, 2024, ISBN: 978960000373486), κοιτάζει τον κόσμο γύρω μας («…ένας/ κόσμος άρρωστος, αρρωστημένος, διχασμένος,/ κατάστικτος από τους λεκέδες ενός συμπαγούς/ ναρκισσισμού») με κριτικό βλέμμα και γράφει για να στηλιτεύσει τα κακώς κείμενα, να αναδείξει το ωραίο όπου το ανιχνεύει («..παρακολουθώ τα απαλά/ σύννεφα που έχουν βγει βόλτα στο στένεμα του/ ουρανού»), να σχολιάσει ό,τι βρίσκει στραβό και ενοχλητικό («Άραγε είναι αρραγές το μέτωπο κατά της λογοκρισίας,/ της λογοκλοπής και της λαθροχειρίας; Άραγε ήρθε ο/ καιρός ν’ αντιληφθούμε όλοι το πνεύμα των καιρών;»).

Από το ύψος της πείρας και του κοσμοπολιτισμού του, ατενίζει «έναν μεγάλο κόσμο, τόσο μεγάλο που καμιά/ ηλιαχτίδα δεν μπορεί να τον καλύψει ολόκληρο,/ καμιά ομορφιά δεν μπορεί να τον στραγγίξει» που ωστόσο δεν είναι δίκαιος, γι’ αυτό και το διάσημο ποίημα ρίχνει «το οξύ του βλέμμα πάνω στις κυβερνητικές/ αυθαιρεσίες, στις κοινωνικές αδικίες, στα ψεύτικα διλήμματα» και προσπαθεί να τα θεραπεύσει, προτάσσοντας την κοινή λογική, την καλοσύνη και την ελπίδα για μια κοινωνία που θα διέπεται από δικαιοσύνη. Προς ώρας βέβαια «υπάρχ[ει] σε έναν δημόσιο αιώνα που αναβοσβήνει/ δυσανάγνωστες ανταύγειες»

«Τώρα έχω χώρο για το απαρηγόρητο φως», γράφει εκεί, στη φωτεινή του Τήνο, απ’ όπου τον φαντάζομαι να ατενίζει τη θάλασσα «σαν ένα πούπουλο που ο μεσημεριανός/ αέρας το πάει και το φέρνει πάνω απ’ τις συνήθειες της/ ημέρας». Το φως είναι σημαντική υπόθεση, «παραμένει το μέγα ζητούμενο του/ ποιητή που μετρά τους γαντοφορεμένους στίχους/ του και τους βρίσκει λειψούς».

Πάντα λειψοί θα είναι οι στίχοι και οι λέξεις δεν θα είναι ποτέ αρκετές – παρ’ ότι σηματοδοτούν τον ορίζοντα του νοήματος, τον γνωστικό ορίζοντα του κόσμου μας. Ποιητής με βάθος, καίτοι μεγαλύτερης ηλικίας ή ίσως εξαιτίας της, σαν παιδί κοιτάζει συνέχεια γύρω του ο Ντίνος ανεξαρτήτως, με πνεύμα νεανικό και διψασμένο, ψηλαφώντας τις «ρωγμές [που] παρουσιάζουν/ τα δοκάρια που συγκρατούν τη στέγη τ’ ουρανού» και νουθετώντας: «μην αναρωτιέστε πού πηγαίνει βιαστική η/ ακρογιαλιά, γιατί δεν σταματά σαν της κάνουν νεύμα οι/ αστεφάνωτοι γλάροι, γιατί τόση κίνηση στην αμμουδιά». Η ζωή βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και αλλαγή, ένας ασταμάτητος χορός, ένα αέναο εκκρεμές ανάμεσα στο σπουδαίο και το ασήμαντο, το ωραίο και το άσχημο, τη διάρκεια και τη στιγμή. «Τι συμβαίνει κι όλα τα ασήμαντα γίνονται/ σημαντικά και στέλνουν σήματα στους πορτοκαλεώνες/ και στ’ αμπέλια να γρηγορούν, το θαλασσινό αεράκι έχει φτιάξει το δικό του δροσερό περιβόλι», αναρωτιέται.

Σε μια παρουσίαση άλλης συλλογής του, παλιότερα, στον κήπο του Νομισματικού Μουσείου, είχα – προς έκπληξή του – σταθεί στη λυρική συνιστώσα της ποίησής του. Μα, είναι εξίσου δυνατή με την κυνική. Εξακολουθώ να το πιστύεω. Γιατί, την ίδια στιγμή που γράφω αυτές τις γραμμές, παρακολουθώ στους στίχους του «μια μέλισσα [να] σέρνεται αλυσοδεμένη σε ένα τριαντάφυλλο». Κι αν αυτή δεν είναι μια από τις ωραιότερες εικόνες που έχω διαβάσει τελευταία, δεν ξέρω τι είναι…

 

Περισσοτερα αρθρα