Τα σφηνάκια του Ιούλη νωρίτερα (για τέσσερα βιβλία)

Αρμονίας παιάνισμα του Σταύρου Χρ. Αναστασόπουλου

Μόλις ολοκλήρωσα την ανάγνωση του βιβλίου Αρμονίας Παιάνισμα από τις Εκδόσεις των Φίλων (2025, ISBN: 9789602892299) που έγινε πολλές φορές και από διαφορετικές οπτικές. Αρχικά, θα ήθελα να συγχαρώ τον Σταύρο Χρ. Αναστασόπουλο για την εξαιρετική του δουλειά, που πραγματικά είναι πολύ εμπνευσμένη και γεμάτη ποιητική ομορφιά. Αισθάνθηκα επιπλέον, όμως, την ανάγκη να γράψω και μια μικρή κριτική που την παραθέτω. Εύχομαι στον συγγραφέα να είναι πάντα εμπνευσμένος και δημιουργικός και να μας χαρίζει αναγνώσματα που μας ταξιδεύουν και μας ανεβάζουν λίγο ψηλότερα.

Το ποιητικό έργο Αρμονίας Παιάνισμα συνιστά μια τολμηρή και συνάμα στοχαστική σύνθεση, γραμμένη σε τροχαϊκό μέτρο – μια συνειδητή επιλογή που συνδέει το παρόν με την ένδοξη ποιητική μας παράδοση, ανακαλώντας τη μετρική του Ύμνου εις την Ελευθερίαν του Σολωμού. Η επιλογή αυτή λειτουργεί όχι μόνο ως φόρος τιμής, αλλά και ως τεχνική γείωση του λόγου στη ρυθμική δύναμη της ελευθερίας και της εθνικής μνήμης.

Ο ποιητής κινείται ευέλικτα ανάμεσα σε μεγάλες θεματικές ενότητες: από τη δίψα για δικαιοσύνη και την αναζήτηση ενός καλύτερου μέλλοντος για τον άνθρωπο, μέχρι την αντίσταση στο κατεστημένο, χωρίς να λείπει η προσωπική ευγνωμοσύνη προς δασκάλους, ποιητές και πνευματικά πρότυπα. Ο Σολωμός, ο Δροσίνης, ο Ελύτης, ο Πολέμης και ο Μαρτζώκης λειτουργούν όχι μόνο ως επιρροές, αλλά ως ζωντανές παρουσίες στη ροή της έμπνευσης, με τον ποιητή να αναγνωρίζει την οφειλή του απέναντι στους πνευματικούς του πατέρες.

Η συνεχής μετατόπιση των θεμάτων – από τον αγώνα και τη στοχαστική απορία έως τη δοξολογία της αγάπης και της καθημερινότητας – προσδίδει στο έργο μια πολυεπίπεδη, σχεδόν μουσική δομή. Το τελικό καταστάλαγμα στο λυτρωτικό μήνυμα της αγάπης και της ποίησης αποδίδει μια καθολική αίσθηση συμφιλίωσης και νοήματος.

Ο τροχαϊκός ρυθμός, με την εναλλαγή τονισμένων και άτονων συλλαβών, προσδίδει ένταση, σταθερότητα και εσωτερική μουσικότητα στον λόγο. Η μετρική αυτή επιλογή ενισχύει την προφορικότητα και την επικότητα των στίχων, κάνοντάς τους εύληπτους και μελωδικούς, δίχως να χάνουν τη στοχαστική τους βαρύτητα. Επέλεξα να παραθέσω ενδεικτικά τον σχολιασμό λίγων στίχων από το προοίμιο της ποιητικής σύνθεσης, όχι γιατί είναι οι πιο αντιπροσωπευτικοί, αλλά γιατί θα μπορούσα να σχολιάζω ώρες ατελείωτες τα τετράστιχα που ξεδιπλώνονται με μαεστρία.

Απ’ το μέσα αναρριχάται
ό,τι τώρα θα ακουστεί.
Εις τον μύθο θα στεριώσει,

υψηλό θε να εκληφθεί.

Το τετράστιχο αυτό αποτελεί έναν ποιητικό πρόλογο: η εσωτερική παρόρμηση του ποιητή αναδύεται και ζητά να καταγραφεί ως μύθος, ως μια ανώτερη αλήθεια. Ο υπερβατικός τόνος μαρτυρά τη φιλοδοξία της ποίησης να αγγίξει το καθολικό.

Ένα άγαλμα λαξεύω·
είναι ποίημα αισθαντικό,
απ’ αυτά που μόνο δίνουν

όσοι έχουνε καημό.

Εδώ ο ποιητής προβάλλει την πράξη της ποίησης ως γλυπτική, ως μια πράξη που απαιτεί βαθύ βίωμα. Ο «καημός» παρουσιάζεται όχι ως αδυναμία, αλλά ως πηγή δημιουργίας.

Οι περσότεροι στην Μούσα
καταφεύγουνε· δεκτό.
Μα, Χριστέ μου, εγώ το όλον

από σένα προσδοκώ.

Το απόσπασμα κορυφώνεται υπαρξιακά· εδώ η ποίηση μετασχηματίζεται σε προσευχή. Ο ποιητής δεν επαφίεται μόνο στην έμπνευση, αλλά αναζητά το «όλον» στην πνευματική και θεϊκή πλήρωση, καταδεικνύοντας μια βαθιά μεταφυσική αγωνία.

Με λίγα λόγια, το Αρμονίας Παιάνισμα είναι ένα πολυεπίπεδο έργο, όπου η φόρμα και το περιεχόμενο συναντιούνται με σπάνια συνέπεια. Ο ποιητής αναζητά τη δικαιοσύνη, αποτίει φόρο τιμής, αντιστέκεται, αγαπά, στοχάζεται και τελικά λυτρώνεται μέσα από τη δυναμική της ποίησης και την πίστη στον άνθρωπο και τη ζωή. Δεν έχουμε εδώ ένα έργο στατικό ή διδακτικό, αλλά έναν ζωντανό οργανισμό που πάλλεται από ανησυχίες και αγάπη, και μας προσκαλεί να αφουγκραστούμε τη «μουσική» του εσωτερικού παιανίσματος.

Παντελής Ζούρας

Θεολόγος-Συγγραφέας

 

Το σκυλί μέσα στο κεφάλι μου της Ardita Jatru

Για τραύματα στο πλαίσιο της οικογενειακής ζωής, που συνθέτουν μια δύσκολη παιδική ηλικία σημαδεμένη από αίτια βαθιά κοινωνικά (μια πατριαρχική διαφέντευση της οικογένειας, στην οποία η μητέρα έπρεπε να γίνει θυσία και τα παιδιά να είναι αόρατα, σαν ανύπαρκτα) μιλά η συγκινητική αυτή συλλογή της Ardita Jatru (κοινωνία των δεκάτων, 2024, ISBN: 9786185179526), η οποία ζει στην Ελλάδα από το 1990 και γράφει σε άπταιστα ελληνικά.

Θα πω ότι η φτώχεια δυστυχώς μολύνει τις πληγές, έτσι όπως οδηγεί τους ανθρώπους στα όριά τους και στην αποθράσυνση, αλλά θα πω και ότι ευτυχώς δεν αφήνονται όλοι να φτάσουν μέχρι εκεί, κυρίως όχι οι μανάδες. Την πραγματικότητα αυτή μεταποιεί σε ποιητικό στίχο η Jatru που συγκλονίζει με την αλήθεια (ή την αληθοφάνεια) των ποιημάτων της:

Δημιουργήσαμε τον Θεό μας
ενώ η μάνα μου κάθε μήνα πουλούσε το αίμα της
τριακόσια γραμμάρια για τριακόσια λεκ
με τα πρωινά φιλιά της να μυρίζουν μπαρούτι
και ένα λίτρο γάλα,

μέσα στην τσάντα της.

(από το ποίημα «Ήρθε κάποτε μια μέρα»)

Ή αλλού:

Παιδί, έβλεπα τη μάνα μου τα πρωινά,
σαν τράβαγε απ’ το χέρι την ανυπότακτη
μικρή ζωή της
την έπαιρνε αγκαλιά
και έφευγε
σαν βουητό μιας επερχόμενης κακοκαιρίας.

Πίσω της κουνούσε την ουρά η μοναξιά.

(από το ποίημα «Έβλεπα τη μάνα μου τα πρωινά»)

Η ποίηση μπορεί να είναι ή να μοιάζει καταδηλωτική, χωρίς κανένα κόστος για την ποιητικότητά της. Μερικές φορές η υφή της προσωπικής μαρτυρίας δρα καταλυτικά: δίνοντας την αίσθηση του πραγματικού, ωθεί σε ακόμη μεγαλύτερη συγκινησιακή φόρτιση του αναγνώστη, ο οποίος αποκομίζει την αίσθηση της εκμυστήρευσης.

Τέτοιου είδους μαρτυρίες συναινούν σε μια ερμηνεία της τέχνης ως απεικόνιση της ζωής και αντικρούουν ένα πρόταγμα «της τέχνης για την τέχνη». Οι ποιητές που γράφουν κατ’ αυτόν τον τρόπο έχουν συντελέσει έργο διπλό: πέρα από την κατάδυση εντός και την αντιμετώπιση του τραύματος, αλλά και το ταξίδι μέχρι την αποδοχή του (και φυσικά μιλάμε για ιδιαίτερα χρονοβόρες διαδικασίες που συντελούνται στη διάρκεια ολόκληρου του βίου), βρίσκουν τον τρόπο να εμπλέξουν ενεργητικά τον αναγνώστη, πολλές φορές υιοθετώντας τεχνικές της αφήγησης. Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη ότι η Jatru μιλά, με τους ίδιους όρους, και για το παρόν της:

Είμαι σαράντα οκτώ χρόνων.
Είμαι ευτυχισμένη, αφού έχω οικογένεια.
Σύναψα συμφωνία με το υποσυνείδητο.

Γράφω αυθόρμητα ποιήματα.

[…]

Είμαι σαράντα οκτώ χρονών.
Δεν έχω ακαδημαϊκή μόρφωση.
Πάσχω από κοινωνική φοβία.
Αναλαμβάνω τις ευθύνες των άλλων.
Το βράδυ πέφτω στο κρεβάτι ξερή.
Είμαι τυχερή
που έχω έναν σύζυγο
ο οποίος δεν αποπειράθηκε ποτέ

να με δολοφονήσει.

(από το ποίημα «Υποχρεωτική αυτο-παρουσίαση»).

 

Γάμπαρη Αμβρακικού της Γεωργίας Τάτση

Σε τρία μέρη χωρίζεται το βιβλίο αυτό της Γεωργίας Τάτση (εκδόσεις Βακχικόν, 2025, ISBN: 9786182311783) , που αποτελεί επανέκδοση μιας νουβέλας που πρωτοεκδόθηκε το 2019. Το πρώτο μέρος καταλαμβάνει το μισό βιβλίο και, σε μια αντιστροφή του χρόνου, που ξεκινά από την παραλαβή του ιατρικού φακέλου του νεκρού πατέρα και φτάνει πίσω, στα παιδικά χρόνια της πρωταγωνίστριας Αλεξάνδρας, εκεί που – δίπλα στη μαμά και τη γιαγιά της – προσπαθούσε να κατανοήσει την απώλεια, απουσία μάλιστα και τάφου του πατέρα, ενώ το τραύμα μέσα της βάθαινε ολοένα.

Όσο καλογραμμένο όμως κι αν είναι το πρώτο μέρος, όσο εύστοχο και αποκαλυπτικό, δεν συγκρίνεται κατά τη γνώμη μου με τον καταιγισμό των δύο μερών που ακολουθούν, στα οποία οι αποκαλύψεις και οι συνειδητοποιήσεις είναι αδυσώπητες. Μέσα από αυτές είναι που ωριμάζει η Αλεξάνδρα, η οποία φτάνει σταδιακά μπροστά στην αλήθεια: Ο πατέρας της ήταν σχιζοφρενής. Η συνειδητοποίηση είναι συντριπτική:

«Βγαίνεις από το μετρό, ο συρμός δεν συνεχίζει προς το αεροδρόμιο […] ο κόσμος σου τελειώνει εδώ, λίγο πριν από την έξοδο τελειώνει ο κόσμος σου, μπροστά στα μάτια σου τα ερείπιά του, γυαλί και πέτρα, ομορφιά και καταστροφή, ουράνιος θόλος, γαλαξίας πάνω από το κεφάλι σου, σαν να έχει αναληφθεί το γυαλί και η πέτρα που πάνω τους στήριξες τη ζωή σου, ό,τι θρυμματίστηκε όχι με έναν πάταγο αλλά με έναν λυγμό βρίσκεται εδώ, όλα είναι εδώ, κομμάτια και θρύψαλα, θραύσματα και σπαράγματα…».

Οι σταθμοί του μετρό που τιτλοδοτούν τις επιμέρους ενότητες κάθε μέρους, οι ίδιοι από τους οποίους η πρωταγωνίστρια διέρχεται καθημερινά στη διαδρομή της από και προς τη δουλειά, δίνουν τον συμβολισμό της πορείας που διαγράφει η ίδια, με κατεύθυνση τη συμφιλίωση με την πραγματικότητα.

Εντέλει πεθαίνει και η μητέρα της. Στην ταφή της, η Αλεξάνδρα σκέφτεται πως μαζί της κηδεύεται και ο πατέρας της, ο σπαραγμένος απών: «Όπως το φέρετρο κατεβαίνει στη γη, βαθιά, κατεβάζοντας και τους δύο μαζί στον άλλο κόσμο, σκέφτεσαι πως μόλις τώρα ενώθηκαν, μόλις τώρα βγήκαν από την εκλησία ανδρόγυνο, φαντάζεσαι τη σύλληψή σου και τους βλέπεις: δύο χελώνες, η μίια ακίνητη, η άλλη προσπαθεί να ανέβει πάνω της, πέφτει και ξαναπροσπαθεί, προσπαθεί απελπισμένα να ανέβει πάνω της, χτυπιούνται τα καύκαλά τους…».

Στα 66 της, μετά από μια πορεία οδύνης και ερωτηματικών, βεβαιοτήτων που καταρρίπτονταν μία μία και άλλων τόσων – αν όχι περισσότερων – αβεβαιοτήτων, η Αλεξάνδρα καταφέρνει επιτέλους να θάψει τους νεκρούς της και να βρει την ειρήνη, συμβολίζοντας το ταξίδι ζωής του καθένα μας.

 

 

Δώσ’ μου μια στιγμή του Αλέξανδρου Βαλκανά

Στιγμές αραδιάζει, τη μία δίπλα στην άλλη, σαν τις χάντρες ενός κομπολογιού, ο Αλέξανδρος Βαλκανάς και σε αυτή τη συλλογή μικροδιηγημάτων του (εκδόσεις Ενύπνιο, 2025, ISBN: 9786185769925)), μόνο που τώρα ο λόγος του προσεγγίζει περισσότερο μια ποιητική μορφή από ό,τι στην προηγούμενή του αντίστοιχη συλλογή Μαντική μηχανή και άλλες συγκινήσεις, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Βακχικόν το 2022. Οι εν λόγω στιγμές όμως δεν παρουσιάζονται σαν γεγονότα, αλλά σαν ερμηνείες και συναισθηματικές αποτυπώσεις, συνθέτοντας έναν χώρο συγκινησιακό που έχει τον χαρακτήρα και την υφή κυρίως της ανάμνησης.

Με παντελή έλλειψη στίξης, αλλά και κεφαλαίων γραμμάτων, τα μικροδιηγήματα του Βαλκανά παραπέμπουν σε μια λιτότητα ερμηνευτικών σχημάτων τα οποία, αν υπήρχαν, θα συντελούσαν πιο αβίαστα στην κατανόηση του περιεχομένου. Με την επιλογή της απάλειψής τους, ο Βαλκανάς επιτάσσει την ενεργητική συμμετοχή του αναγνώστη στην κατανόηση των γραφομένων. Συγχρόνως όμως παραπέμπει και σε μια ροή σκέψεων, κυριότερο γνώρισμα της οποίας είναι η απρόσκοπτη συνέχειά της: θα μιλούσαμε σχεδόν για αυτόματη γραφή, αν δεν ήταν τόσο δομημένη και ο συγγραφέας δεν έδινε την εντύπωση ότι έχει σθεναρή έλεγχο του υλικού του.

Τα μικρά του κείμενα μοιάζουν να περνούν και να χάνονται, ίδια διαβατάρικα σύννεφα στον ουρανό, ίδια φευγαλέες εντυπώσεις που σύντομα εξαϋλώνονται, αφήνουν όμως πίσω τους ένα μελαγχολικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί από την απαρίθμηση των κάθε είδους ματαιώσεων και απορρίψεων, αλλά και από την περιγραφή της ομορφιάς της ζωής που επίσης γλιστρά μέσα από τα χέρια:

πρωί

ξυπνάω δίπλα σου πρωί κοιμάσαι ακόμα στα μαλλιά σου έχει πάρει ένα ψιλόβροχο να πέφτει     εδώ κι εκεί θα ‘ναι που γύριζες όλη νύχτα     στον ύπνο σου      χωρίς σκουφί

πόθοι στον ακάλυπτο

νοικοκυρές στα μπαλκόνια τους τα πρωινά [κούκοι ετερόχρονοι]     τινάζουν τα σεντόνια τους κατρακυλάει ο ύπνος στις κουβέρτες    χιονίζει τα όνειρά τους στον ακάλυπτο

Συμπυκνωμένη η φόρμα, πολλά τα νοήματα, συχνά αναπάντεχες οι καταλήξεις. Τα κείμενα του Βαλκανά συνθέτουν ένα εκτενές πεζοποίημα για το εφήμερο των πραγμάτων, την παροδικότητα της στιγμής, το προσωρινό της ύπαρξης. Ένα μικρό βιβλίο που δεν διαβάζεται χωρίς σκέψη και που ανταμείβει τον αναγνώστη με φιλαλήθεια.

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα