Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα, τρία ξεχωριστά ποιητικά βιβλία στα τελευταία σφηνάκια της φετινής χρονιάς!
«Και ο κόσμος τι θα πει;» της Σταυρούλας Παπαδάκη
Δεν είναι ότι ο τίτλος της συλλογής (Κάπα εκδοτική, 2023) είναι προβοκατόρικος ή ότι αφορά τη σύγκρουση του ποιητικού υποκειμένου με τον κόσμο, είναι ότι μάλλον συνιστά μια επωδό που το στοίχειωσε, ένα μόνιμο σχόλιο που ακολούθησε συστηματικά τη συμπεριφορά του αγωνιώντας να την καθορίσει – άρα είναι ό,τι εκείνο αντιμαχόταν σε όλη του τη ζωή. Αποτινάσσοντας τον φόβο της απόκλισης από ό,τι μπορεί να θεωρηθεί μικροαστική κανονικότητα («φαγάκι, δουλίτσα, μπαλκονάκι/ αγκαλίτσα, φιλάκι, βολτούλα/ σαλονάκι, παιδάκι, διακοπούλες», από το ποίημα «Εξάσκηση») το ποιητικό υποκείμενο βιώνει εσωτερικές συγκρούσεις και αντιφάσεις – ιδίως όσον αφορά το πρόσωπο της μητέρας:
μας θυμώνει εξίσου
που τόσο μοιάζουμε
και που το αίμα ρέει κοινό
σε ποταμό και ρυάκι
βουρκώνω
και ύστερα θρηνώ
που λέω μαμά
και κάνω εικόνα
σπασμένο τσόφλι
(από το ποίημα «Το τσόφλι»)
Η ταλάντωση του ποιητικού υποκειμένου ανάμεσα στον πόνο και τη χαρά είναι παραδειγματική και αφήνει να ξεδιπλωθούν οι ποιητικοί μηχανισμοί της Παπαδάκη που βασίζονται κατά κύριο λόγο σε δυνατά σχήματα λόγου και σε ανατροπές:
μικροί μου πόνοι
δίπλα-δίπλα σταθείτε
να σας χτενίσω
(από το ποίημα «Έλα να παίξουμε»)
η χαρά είναι σαν ματωμένο γόνατο
που τσούζει και το φυσάς
(από το ποίημα «Ματωμένο γόνατο»)
Το βάρος του να είσαι γυναίκα είναι επίσης εμφανές στη συλλογή: «Όταν γεννήθηκα, δεν ήξερα ότι το φύλο μου/ μπορεί να ζει μόνο με βέρα» (από το ποίημα «Βιάζομαι», αλλά και ολόκληρο το ποίημα «Προσοχή κίνδυνος»), όπως επίσης και το τραύμα του να σε μεγαλώνει μια μη εκδηλωτική μάνα που δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στις πραγματικές σου ανάγκες («Όποτε ψάχνω/ να βρω/ τη θηλή σου/ για να χορτάσω γάλα/ μου δίνεις ένα δοχείο οικογενειακού παγωτού/ με γεμιστά», από το ποίημα «Όποτε ψάχνω»). Μια μάνα για την οποία ωστόσο θρηνείς – και πώς αλλιώς; – όταν πια ο θάνατος την παίρνει μακριά σου:
Μου είπαν να αδειάσω το σπίτι της
μα ό,τι μετακινώ
σβήνει την ύπαρξή της
τι σημαίνει πέθανε
να ζήσω να θυμάμαι
εγώ ακούω βήματα
που σέρνουν τις παντόφλες
(από το ποίημα «Ακόμα»)
Η συλλογή αυτή της Σταυρούλας Παπαδάκη είναι πλήρης αμεσότητας, την οποία εντείνει ο καθημερινός λόγος που υιοθετεί. Και είναι ο συνδυασμός αμεσότητας και αίσθησης ειλικρίνειας που εξασφαλίζει βαθιά ποιητικότητα σε ένα αποτέλεσμα το οποίο μοιάζει με πραγματική κατάθεση ψυχής.
«Ό,τι λύπει συναρμολογείται: τοπιο_ραφίες» της Αναστασίας Γκίτση
Με πρόδηλη διάθεση πειραματισμού και εξερεύνησης των ορίων της γλώσσας γράφει η Αναστασία Γκίτση αυτή τη συλλογή της (εκδόσεις Σαιξπηρικόν, 2023), παράγοντας αναπάντεχα και ενδιαφέροντα αποτελέσματα:
σήμερα
να μιλάς για λύ
κους
μίλα αν θες
και για μαύρες γά
τες
σε φόντο αυγουστιάτικου
φεγγαριού
σήμερα
να μιλάς για νύ
χια
(από το ποίημα «Κανιβαλισμός ή αλλιώς είμαστε ό,τι τρώμε»)
έχει ο κό
τσυφας
το χρώμ
κι ο
δρόμ
τα παλιά λημέρια
μια πόλη
άνω κάτ
(από το ποίημα «confidential απούσα»)
πρώτα
θα φύγουν τα δάχτυλα
εγκαταλελειμμένος μί
μη μη μη μη σχος
(από το ποιήμα «άσωμη»)
Ένας τρόπος εξερεύνησης των γλωσσικών ορίων είναι και η συστηματική ένθεση λέξεων από άλλες γλώσσες (αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, ιταλικά) που γίνεται χωρίς διάθεση ελιτισμού. Το ποίημα «[pause]» πάλι, είναι γραμμένο με βάση τον κανόνα της χιονοστιβάδας που συναντήσαμε στο λογοτεχνικό ρεύμα OuLiPo.
Ασχέτως του στιλιστικού εξπεριμενταλισμού που στα σημεία είναι καθοριστικός του περιεχομένου, τα επιμέρους θέματα που πραγματεύεται η συλλογή είναι πολλά: το φύλο, «ο η το/ le la/ der die das/ ωστόσο/ στο τρέμουλο του ενστίκτου/ το ίδιο στήθος ανασαίνει/ στου ματιού το μαυράδι/ σκοντάφτει το μπροστά και το πίσω/ και ο άνθρωπος στο λίγο» (από το ποίημα «univer_gender 01.01.01») ή «με όρισαν γυναίκα/ με ορίζω θηρίο» (από το ποίημα «Ich bin I») ή «την ώρα που η μάνα μου τανυόταν/ σκίστηκε το φύλο μου/ και/ πήρα άλλη σάρκα» (από το ποίημα «μικροπροφητείαες της Ιουδίθ»), η απουσία («η απουσία γίνεται ρίζα και/ όταν δεν καρφώνει/ αρκείται να ρουφάει αδυσώπητα// κανείς κανείς/ δεν αφουγκράστηκε/ εκείνο το θλιμμένο/ -κοίτα με-», από το ποίημα «altera pars»), η ροή του χρόνου και η διάρκειά του («θα γεράσουμε πεταμένα μωρά/ στα σπάργανα του πριν», από το ποίημα «eva humanicus II»), η ζωή στην πόλη («πόλη παρατηρητής/ πίσω από παράθυρα// _κάπως έτσι γνωρίζονται οι άνθρωποι_/ και οι ουρανοί τους», από το ποίημα «έχουν κι οι πόλεις να πουν ιστορίες»), ο έρωτας («το τικ τακ της ανάσας σου ξεσηκώνει το σοκάκι κάτω/ απ’ το μαξιλάρι μου», από το ποίημα «μετε_ώρες»), η μνήμη και το πώς καθορίζει το παρόν («η στιγμή στοχεύει κατευθείαν/ στο στόμα της μνήμης», ποίημα «ωρο_λόγια»), και άλλα, όπως η φιλία, οι διαδικτυακές γνωριμίες κ.λπ., με εντονότερο το θέμα του πατέρα που πεθαίνει ή πέθανε, όπως στο ποίημα της Δευτέρας που είχαμε δημοσιεύσει στις αρχές του τρέχοντος έτους.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα συλλογή, όχι μόνο για τους γλωσσικούς πειραματισμούς στους οποίους επιδίδεται, αλλά και για τη σύνοψη που κάνει της προσπάθειας του ανθρώπου να συγκροτεί τον εαυτό του με βάση τις μνήμες και τις λύπες του, τις πεποιθήσεις που απορρίπτει και που υιοθετεί, καθώς και τα τοπία του νου του.
«Αστερισμοί – Χαϊκού και άλλα» της Αργυρώς Ψώρα-Θεοδωράτου
Τις τέσσερις εποχές του έτους παρακολουθεί η ευαίσθητη πένα της Αργυρώς Ψώρα-Θεοδωράτου που αγκαλιάζει δεξιοτεχνικά τη συνοπτική, πυκνή φόρμα του χαϊκού και σε αυτή τη συλλογή (εκδόσεις Όστρια, 2024). Κατά το παράδειγμα των αυθεντικών χαϊκού, η Αργυρώ χτίζει τη συλλογή της με βάση τη χρονικότητα του έτους και χρησιμοποιώντας, εκτός από τα κίγκο (χαρακτηριστικές λέξεις που σηματοδοτούν τις εποχές του έτους) και τους αστερισμούς (έναν για κάθε εποχή, τον πιο διακριτό της στον νυχτερινό ουρανό) σαν άλλα κιρέτζι (ειδικές λέξεις που δίνουν δομή και στήριξη στον στίχο – αλλά σε επίπεδο ενότητας).
Η συλλογή ξεκινάει από την άνοιξη και τον αστερισμό της Παρθένου. Την ενότητα ανοίγει ένα εξάστιχο ποίημα σε 15σύλλαβο, όπως κάθε ενότητα της συλλογής. Ακολουθούν 20 χαϊκού, όπως σε κάθε ενότητα (μαζί με το αρχικό ποίημα, 21 σε κάθε εποχή), που μεταφέρουν απαράμιλλες εικόνες της άνοιξης:
Φουσκώνει η γη.
Αναριγούν οι φλέβες
μέσα στην πέτρα.
Σαν την αστραπή
μια λευκή πεταλούδα
πάνω στο κρίνο.
Ακολουθεί το καλοκαίρι με τον αστερισμό του Κύκνου και με περισσότερες εικόνες της φύσης και του ανθρώπου μέσα σε αυτήν:
Φλόγα τ’ αγέρι
στην ολόγυμνη σάρκα
του καλοκαιριού.
Από αλάτι
μονοπάτια του θέρους
πάνω στο σώμα.
Σε αυτή την ενότητα, εκτός από τις εικόνες, προβάλλει ξαφνικά ένα χαϊκού με ερωτική συστροφή:
Αύγουστος θάλλει
στην ξεραμένη πέτρα
και στα χείλη σου.
Την πλούσια εικονοποιΐα της άνοιξης και του καλοκαιριού διαδέχεται η εσωστρέφεια του φθινοπώρου και του χειμώνα που επιβάλλει το κοίταγμα εντός. Σημειώνεται έτσι μια μετατόπιση προς χαϊκού που είναι ενδεικτικά της εσωτερικής μάλλον παρά της εξωτερικής κατάστασης, χωρίς ωστόσο η τελευταία να εγκαταλείπεται, πάντα σε περιβάλλοντα αντίστοιχα της κάθε εποχής. Έτσι, στο φθινόπωρο και τον αστερισμό της Κασσιόπης, διαβάζουμε:
Βροχή κι απόψε
παρασέρνει τα φύλλα
και την καρδιά μου.
Πάλι πικρίζουν
στα χείλη σου οι λέξεις.
Γεύομαι πόνο.
Η ενδοσκοπική διάθεση που φέρνει η κακοκαιρία και η αναγκαστική παραμονή σε κλειστούς χώρους για προστασία εντείνεται τον χειμώνα, όπου μεγάλο μέρος του νυχτερινού ουρανού καταλαμβάνει ο αστερισμός του Ωρίωνα:
Στις καμινάδες
καπνοί ανωθρώσκοντες
οι απουσίες.
Μικρές νιφάδες
ίχνη του χειμώνα σου
πάνω στο σώμα.
Το τελευταίο όμως χαϊκού στην ενότητα του χειμώνα και καταληκτικό της συλλογής μιλά πάλι για την ελπίδα της άνοιξης, καταδεικνύοντας την κυκλικότητα της χρονικής συνθήκης, αλλά και της ίδιας της ζωής:
Αμυγδαλιά μου
του μοχθηρού χειμώνα
λύνεις τα μάγια.
Και έτσι η συλλογή κλείνει με τον πιο ενδεδειγμένο τρόπο: ουσιαστικά με μία υπόσχεση. Δυστυχώς, η συλλογή αδικείται όταν παρουσιάζεται με τα χαϊκού κατακερματισμένα όπως εδώ, γιατί αναιρούνται έτσι η ατμόσφαιρα, η ονειρικότητα και ο δυνατός παλμός που αυτά δημιουργούν σαν ενότητα.
Καλά Χριστούγεννα!