Τα σφηνάκια του Απρίλη νωρίς (για τρία βιβλία)

“Εντός του προβλεπόμενου χώρου” της Τζένης Παυλίδου (ISBN: 9786185769611)

Ήδη από την παιδική μας ηλικία οριοθετούμε και οριοθετούμαστε μέχρι να βρούμε αυτό το «κάτι» και να προσαρμοστούμε σε αυτό· αυτό το «κάτι» καθώς μεγαλώνουμε το ονομάζουμε «καθημερινότητα». Μια «καθημερινότητα» πλασμένη από τον πόνο του συμβιβασμού σε μια ζωή που πλάστηκε για εμάς χωρίς εμάς.

Πάνω σε αυτό το πλαίσιο κινείται η πρώτη ποιητική συλλογή της Τζένης Παυλίδου με τον χαρακτηριστικό τίτλο, Εντός του προβλεπόμενου χώρου (εκδ. Ενύπνιο, Αθήνα 2024). Μια χαμηλόφωνη ποίηση, δουλεμένη, λιτή, εκφρασμένη με μια τρυφερή εσωστρέφεια, η οποία όμως αγκαλιάζει κάτι βαθύτατα πανανθρώπινο, υπαρξιακό, όπως είναι το ζήτημα της ενηλικίωσης και μάλιστα εντός ενός συγκεκριμένου χωροχρονικού πλαισίου, όπως ορίζεται για εμάς, χωρίς εμάς και μάλλον χωρίς κάποιου είδους «άλλο» πέρα από το «οριζόμενο».

Πιο συγκεκριμένα, όμως, και ήδη από το πρώτο ποίημα της συλλογής με τον τίτλο «Διάπλαση» η ποιήτρια οριοθετεί τις σκέψεις της για την ευθραυστότητα του εαυτού από τον ετεροκαθορισμό που υφίσταται. Ο εαυτός μας, λοιπόν, χαράσσεται από τους όποιους άλλους, σαν πρωτόλειος χάρτης φτιαγμένος πάνω σε δέρμα, και έτσι περνάει στον ιστορικό «καθορισμένο» χρόνο.

Μια εξωτερική βιασύνη υπάρχει για μια συνεχή επένδυση στα ήδη υπάρχοντα αντανακλαστικά μας, από την κοινωνία ως σύνολο αλλά και από τους οικείους μας και δη τους γονείς. Οι πόθοι, εξάλλου, των γονιών είναι σαν αυτά τα «βαριά βραχιόλια» και τα παλιά «κειμήλια» που περνάνε από γενιά σε γενιά σαν συνεχές, κληρονομούμενο τραύμα (βλ. ποίημα «Οικογενειακά κειμήλια»).

Λόγω όλων αυτών, η ζωή μας φαντάζει σαν ένα ατέρμονο πέρασμα ανθρώπων. Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν αφήνοντας, όμως, πίσω τους ψιθύρους εντός του «προβλεπόμενου χώρου» που μας έχει οριστεί (βλ. ποίημα «Παραμένοντας»). Η μόνη διέξοδος σε αυτή την κατάσταση η αποδοχή των πιο ιδιαίτερων φόβων και των πιο ενδόμυχων σκέψεων, αυτά τα ιδιαίτερα παιδιά του καθενός μας που φωλιάζουν μέσα στην καρδιά και στο μυαλό μας. Μόνο, έτσι, η φαντασία μπορεί να βρει διέξοδο, ασχέτως αν στο τέλος μάς πνίγει και αυτή. Εξάλλου η δημιουργία, ως απότοκό της, είναι και αυτή μια προέκταση ενός χρόνιου αυτοτραυματισμού (βλ. ποίημα «Φαντασία»).

Κλείνοντας, όπως προείδαμε, έχουμε να κάνουμε με μια συλλογή βαθύτατα φιλοσοφημένη, με έντονες κοινωνικές και υπαρξιακές προεκτάσεις που δεν αναλώνονται σε μια επιφανειακή κριτική του τώρα – ούτε εξάλλου θα το ήθελε αυτό η ποιήτρια όπως διαφαίνεται. Μια ποιητική γραφή που πρόκειται ή καλύτερα θα πρέπει να συζητηθεί στο μέλλον διεξοδικότερα.

 

Γιώργος Δρίτσας

 

«Δεκαννιά βινιέτες για τη γλώσσα και τη σιωπή» του Κ. Χ. Λουκόπουλου (ISBN: 9786185845254)

Πεζοποιήματα διαρθρωμένα σε παραγράφους είναι οι όμορφες βινιέτες του Κωνσταντίνου σε αυτή τη συλλογή (ΑΩ εκδόσεις, 2024) και συγχρόνως δεκαεννιά στοχασμοί που περιγράφουν τα καθημερινά και τα στοχαστικά υπό το πρίσμα φυσικών δυνάμεων, γεννώντας διαφορετικές οπτικές και τρόπους θέασης, σαν πολλαπλές, συχνά αιφνίδιες, διαθλάσεις:

Καλλιγραφία ενός καμινέτου υγραερίουˑ οι φλόγες του που γίνονταν φορείς των άστρων, παιδικές ζωγραφιές κι ανθρώπινη σάρκα που παραδίνεταιˑ κάθε του φλόγα που καλλιγραφούσε στα γαλλικά τα subjonctif ενώ συνέλεγε δεδομένα από ένα πείραμα του Ρεωμύρ για τα θερμόμετρα οινοπνεύματος (τμήμα μιας μελέτης για τη θερμοκρασία κενού, τμήμα μιας μελέτης για τις συνήθεις των αποδημητικών πουλιών κατά το ζευγάρωμα). («Καλλιγραφία»)

Οι βινιέτες δεν αργούν έτσι να μεταβληθούν σε υποβλητικό ψίθυρο που σχεδόν κατανυκτικά, παρά τις αιχμές που δεν λείπουν, τοποθετεί τον κόσμο σε διαφορετική διάσταση.

Έτσι βλέπουμε σκηνές πολέμου να διαδέχονται σκηνές καθημερινής βίας σε μια κινηματογραφική ταινία χωρίς τέλος και αρχή («Το ηλεκτρικό τρένο που, οδυνηρό, τρέχει στις ράγες του μα τη σκηνή φυλακίζειˑ χιλιάδες καρέ σταματημένα ως τον επόμενο σταθμό», «Σκηνή»), ενώ τα ίχνη των τόπων χαράζονται στη μνήμη, ριζώνουν στην επιθυμία για να καταλήξουν με μαθηματική ακρίβεια – πού αλλού; – στον θάνατο. Χέουσες πληγές τυλίγονται με επιδέσμους και απορροφώνται από τα σώματα που διατρέχουν τον κίνδυνο σηψαιμίας. Άμμος γεμίζει τα πάντα και τα μετατρέπει στον εαυτό της. Μαραμένα κορμιά επιθυμούν τη νεότητα, την υγεία, την επιστροφή του χαμένου χρόνου. Στιγμές κυλούν μαζί με άλλους, για τους άλλους, γίνονται σχέδια πτήσης που πέφτουν στο κενό. Διαθλάσεις, στροφές, τομές, τόξα, όλα σε παράθεση. Οι τεθλασμένες μιας πορείας ζωής.

Από τέτοια υλικά είναι φτιαγμένες οι βινιέτες του Κωνσταντίνου. Με λέξεις: «Οι λέξεις που ορίζουν, οι ίδιες λέξεις αναιρούνˑ κι είναι το νόημα μια μεταβατική διάσταση που περιέχει το ένα και το τρία ακέραια και συμμιγή. Κι είναι το νόημα μια σπουδή από τουλίπες σε κρυσταλλικό ανθόχωμα.// Οι λέξεις όταν σχίζονται γεννούν τσουκνίδες, υδράγκαθα και ρόζους χιονιού. Κι από τις γέννες αυτές όλα τα δάκρυα διηθούνται στη λέμφο ενός ποιήματος και στους νεφρούς του» («Λεξικό»).

Και, όπου οι λέξεις και η γλώσσα δεν φτάνουν για να περιγράψουν αυτό που είναι να ειπωθεί, γίνεται εύγλωττη η σιωπή: «Έπειτα όλοι οι ήχοι καταπίνονται κι ακούγεται ένα αυτονόητο κενό. Όμως, όπως ακριβώς αρνείται ο απλός νους την ισχύ και την αυθεντία της μελαγχολίας ως ένα εξευγενισμένο έκδοχο της απώλειας, έτσι και το κενό εξηγείται ορθολογικά μέσα σε τούτη τη σιωπήˑ ως εκείνο το στερνό πέταγμα του αγγέλου μας λίγο πριν τον αιώνιο πάγο» («Η γλώσσα»).

Ο στοχασμός για τη γλώσσα και τη σιωπή, ολοένα επανερχόμενος στο έργο του Κωνσταντίνου, περιγράφει τελικά αυτό που πραγματικά συμβαίνει και με τις δύο: τη ζωή.

 

«Όμως η σάρκα ακόμα απαλή» της Ευανθίας Χαριτοπούλου (ISBN: 9786185769260)

Η συλλογή διηγημάτων της Χαριτοπούλου (εκδόσεις Ενύπνιο, 2023) έχει τούτο τον αινιγματικό τίτλο που μιλά για σάρκα και απαλότητα, δύο έννοιες που συνήθως πάνε ούτως ή άλλως μαζί. Να όμως που των δύο παρεμβάλλεται μια άλλη λέξη, το «ακόμα», υπονοώντας πως έχουν προηγηθεί γεγονότα που θα μπορούσαν να είχαν σκληρύνει τη σάρκα, να την είχαν μετατρέψει σε κάτι ενδεχομένως μη ανθρώπινο ή σε κάτι πονεμένο. Η σάρκα, το χοϊκότερο από τα στοιχεία που μας απαρτίζουν, είναι το δοχείο που περιέχει την ψυχή, είναι ένα περίβλημα που πάσχει μαζί με το περιεχόμενό του. Και όχι μόνο αυτό: που νοσεί όταν η ψυχή αρρωσταίνει ή που πληγώνεται όταν εκείνη πληγώνεται. Κι αν παραμένει ακόμα απαλό, είναι επειδή επιμένει να μη σκληραίνει, όπως η ψυχή που περιέχει. Γιατί το να παραμένεις ευαίσθητος και ανοιχτός είναι επιλογή, ενάντια στην ανθρώπινη θέση άμυνας στην οποία οι καταστάσεις μας αναγκάζουν να ολισθαίνουμε.

Κάθε διήγημα είναι πάνω-κάτω η ανάπτυξη διαδοχικών στιγμιότυπων, όχι σαν ταινίες, αλλά μάλλον κάτι σαν τα reels των μέσων κοινωνικής δικτύωσης που δίνουν τον υπαινιγμό από μία ιστορία δίχως να την αναπτύσσουν. Και αυτό συμβαίνει επειδή η κάθε ιστορία απλώς δεν μπορεί να αναπτυχθεί. Οδηγείται διαρκώς σε ματαιώσεις και αδιέξοδα, φραγμούς και εμπόδια, τοίχους και κοφτερά βράχια.

Μέσα και έξω από τις ιστορίες συναντάμε σώματα, σώματα που επιθυμούν το άγγιγμα άλλων σωμάτων, σαν υποκατάστατο της ψυχικής επαφής που ποτέ δεν πραγματώνεται, αφού λείπουν οι αναγκαίες προϋποθέσεις, παρά τις επιθυμίες που είναι σφοδρές: «…δεν μπορείς να μάθεις τίποτα από τις ερωτήσεις. Πιο πολλά μπορείς να μάθεις από το φιλί κάποιου, από το χάδι του, από τη μυρωδιά του», σελ. 51). Και γίνεται αυτός ο σωματικός τρόπος μια άλλη γλώσσα επικοινωνίας για να καταντήσει ένα στοίχειωμα του εαυτού και του άλλου.

Το υποκείμενο, συναισθηματικά και ψυχικά ανάπηρο, βάζει μόνο του εμπόδια στον εαυτό του: «…αποφάσισε να δημιουργήσει έναν ετερώνυμο εαυτό για να μπορέσει να συνεχίσει να ζει, ένιωσε την ανάγκη για κάτι που θα την ξεπερνά, που δε θα της θυμίζει τον εαυτό της» (σελ. 55). Με τόσο σαθρή βάση, η σχέση με τον άλλον εξαρχής ξεκινά από μια εξιδανίκευση της πραγματικότητας ένεκα της απελπισίας, παραβλέποντας το ότι η πραγματικότητα είναι ανάξια και ζοφερή.

Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές των ιστοριών απαντούνται και σε άλλες ιστορίες, δίνοντας την εντύπωση ενός κόσμου που περιέχεται ενώ περιέχει, κάπως σαν τις μπάμπουσκες που χωρούν η μία μέσα στην άλλη. Μόνο που η χαρά δεν χωράει πουθενά. Προσπαθεί να συμβεί, αλλά ξεγλιστρά όπως η άμμος ανάμεσα στα δάχτυλα. Και η γυναίκα, που είναι το υποκείμενο, στροβιλίζεται και χάνεται μέσα στην αμμοθύελλα που η ίδια σηκώνει.

Μέσα από πολλές περιγραφές, όχι μόνο τόπων, αλλά και συναισθημάτων και συμπεριφορών, μιλώντας σε δεύτερο πρόσωπο σαν να απευθύνεται στον εαυτό, η Ευανθία Χαριτοπούλου στήνει ιστορίες που διέπονται από σκληρότητα, απαλότητα και προσδοκίες πολλές. Προσδοκίες που διαψεύδονται συστηματικά, χωρίς εξαίρεση: «Όταν πεθάνω θέλω το σώμα μου να ανήκει σε εκείνον που το τραυμάτισε περισσότερο. Όταν πεθάνω θέλω ο λαιμός μου να είναι τεντωμένος προς εκείνον που τον έσφιξε με τα χέρια του πιο δυνατά από όλους».

 

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα