Στον κόσμο της τρέλας (για το βιβλίο “Αποστάτες άγγελοι” της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου)
Χρύσα Φάντη
Πωλλέτα Ψυχογυιοπούλου

Η ποιητική συλλογή της Πωλλέτας Ψυχογυιοπούλου, Αποστάτες Άγγελοι (εκδόσεις Κουκκίδα, 2024), θέτει στο επίκεντρο την πηγή της ψυχικής ασθένειας, αναδεικνύοντας σε βάθος τη σύνδεση της ποιητικής τέχνης με την ανθρώπινη ψυχοσύνθεση. Στα χνάρια του Σολωμού, του Βιζυηνού, αλλά και του Πρατικάκη, η ποιήτρια φέρνει στο προσκήνιο δύσκολα θέματα, όπως η σχιζοφρένεια, η κατάθλιψη και η άνοια, και μέσ’ από το αδιόρατο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου προσκαλεί τον αναγνώστη σε βαθιά ενδοσκόπηση. Με τον ποιητικό της λόγο, άλλοτε σε πρώτο πρόσωπο και με φωνή που πάλλεται από τον πόνο, κι άλλοτε σκιαγραφώντας και ανατέμνοντας αυτόν τον πόνο μέσα από θεατρογενείς διαλογικές απευθύνσεις, φωτίζει την πάλη του ανθρώπου με την ψυχική νόσο αλλά και τη δύναμη εκείνων που στέκονται στο πλευρό του.

Ένα σπίτι έφερα σ’ ένα άλλο σπίτι./ Δεν βολεύονται/ Αντιστέκονται/ […]Μαύρες κορδέλες βυθίζονται/ στην ολόφωτη σάλα./ Στο κέντρο ο πατέρας./ Μειδίαμα νεκρού. Κι άλλο κακό; […] Οι λάμπες έχουν θαμπώσει,/ ποτισμένες λιβανιού θυμίαμα./ Ο πολυέλαιος φωνάζει «αλλαγή»,/ έβγαλε υγρασία η οροφή,/ τρεμοπαίζοντας στην οθόνη/ το ποίημα μάχεται ν’ αρθρωθεί. […] («Ποίησης εστία», σ.σ. 11-12).

[…] Εσύ και εγώ/ στο όνομα της αδελφικής αγάπης/ χρέη πληρώνουμε ανεξόφλητα. («Αδελφική αγάπη», σ.σ. 55-56 )

[…] Μορφή υπερκόσμια η μάνα/ αντιβόησε:/ Τη συκιά την ξωτικιά/ πέτα την απ’ εδώ./ Κακιά η ρίζα, ο ίσκιος της βαρύς ∙/ τον θάνατο θέλγει. («Νυν και αεί», σελ. 57).

Στο βλέμμα του πάσχοντα και μέσ’ από μια δέσμη εμφανών ή υποδόριων συμβολισμών, ο δυσοίωνος παγανισμός υπερισχύει συχνά του καλότροπου ανιμισμού. Η συκιά στο ποίημα «Νυν και αεί», εν προκειμένω, δεν παραπέμπει μόνο στην αυτοχειρία του Ιούδα που λέγεται ότι κρεμάστηκε από τα κλαδιά μιας συκιάς αλλά και στη χριστιανική δοξασία σύμφωνα με την οποία ο Ιησούς την επομένη της θριαμβευτικής εισόδου του στα Ιεροσόλυμα, μάταια γύρεψε να γευτεί τους καρπούς της. Μιλάμε λοιπόν για μια δέσμη αλληγοριών, όπου η άκαρπη συκιά συμβολίζει την απογύμνωση, τη στέγνια και τη νέκρωση που φέρνει στη ζωή του ανθρώπου η παραφροσύνη, καθώς και την κατάσταση της ψυχικής και σωματικής παράλυσης στις οποίες συχνά πέφτει ο ασθενής κάτω από την επίδραση ισχυρών ψυχοτρόπων φαρμάκων, αφού και ο ύπνος κάτω από τη σκιά του συγκεκριμένου δέντρου λένε πως είναι τόσο βαρύς που μοιάζει με θανατηφόρο λήθαργο.

Με την απώλεια και τη μνήμη να αποτελούν κομβικά θέματα, η συλλογή δομεί ένα συμπαγές μυθιστορηματικό σύμπαν, με σαφή αφηγηματική πορεία. Το ποιητικό υποκείμενο, ξεκινώντας με προγραμματικά ποιήματα, ορίζει αυστηρά τη θεματική του, στα πλαίσια μιας οικογένειας. Το σπίτι, κεντρικός άξονας των ποιημάτων, συντίθεται από ζώντα και απόντα μέλη, ενώ κάθε νέα απουσία σηματοδοτεί μια διαφορετική ενότητα. Ο πατέρας και η μητέρα, που χάνονται, αφήνουν πίσω τους απογόνους που παλεύουν να διαχειριστούν την απώλεια. Ένα μέλος της οικογένειας βυθίζεται στην ασθένεια, ενώ το ποιητικό υποκείμενο αναλαμβάνοντας τον ρόλο του παρατηρητή και του συναισθηματικού στηρίγματος, λειτουργεί ως μέσο διάσωσης της μνήμης, όχι μόνο των νεκρών, αλλά και των μικρών στιγμών που σημαδεύουν την καθημερινότητα.

Αλλόκοτη φιγούρα/ αλαφροπάτητη/ με αγριάδα στα ματόφρυδα/ και μαξιλάρι αγκαλιά/ το πατρικό της εμμονικά ζητά/ χρόνια γκρεμισμένο.// Τρεμάμενη∙/ με μάγουλα φλογάτα,/ σκαλιά δρασκελά,/ βαδίζοντας στης φυλλωσιάς/ την αγκαλιά/ ασυγκράτητη. […] («Τρελοτεχνείον», σελ. 35).

Κεντρικό νήμα είναι αυτή καθαυτή η εμπειρία της νόσου. Το ποιητικό υποκείμενο παρακολουθεί με αγωνία ένα μέλος της οικογένειας που παλεύει με την παράνοια. Η ασθένεια εμφανίζεται ως ένας λαβύρινθος χωρίς διέξοδο, μια αέναη κατάσταση εκκρεμότητας. Οι στίχοι αποτυπώνουν τη διπλή εμπειρία: εκείνη του πάσχοντα που βυθίζεται στα σκοτάδια της ψυχής του και εκείνη του φροντιστή, που προσπαθεί να τον στηρίξει ενώ την ίδια στιγμή λυγίζει κάτω από το βάρος της ευθύνης. Μέσα σ’ αυτή τη δυστοπική ατμόσφαιρα, δύο στοιχεία αναδύονται ως αντίδοτα: ο έρωτας και η φύση. Ο έρωτας, αν και συχνά υπονομευμένος από τη φθορά και τον θάνατο, παρουσιάζεται δυναμικά. Η φύση, από την άλλη, λειτουργεί ως καταφύγιο και ως αναπόσπαστο μέρος της εμπειρίας της ζωής. Η παρατήρηση των φυσικών στοιχείων προσφέρει στην ποιητική φωνή μια νέα δυστοπία αλλά και μια αίσθηση αναγέννησης και υπέρβασης, ενώ και η ίδια η ποίηση παρουσιάζεται ως το απόλυτο μέσο λύτρωσης, ένας τρόπος να δαμαστεί η θλίψη και να ανυψωθεί η ανθρώπινη εμπειρία. Η ποιήτρια κλειδώνεται μέσα στην τέχνη της, βρίσκοντας καταφύγιο στη σιωπή και τη δημιουργία (το σκίτσο στο εξώφυλλο, με το παιδί κλεισμένο στον σκοτεινό θάλαμο, είναι χαρακτηριστικό).

[…] Σπάνια ομορφιά/ του φθαρτού κόσμου/ αποθέτω ευλαβικά./ Το σπίτι/ καταφύγιο φυσικής ιστορίας.// Φτερά σταχτιά πάνω/ σε πέτρα,/ φωλιά σε κοχύλι,/ καβούκι χελώνας/ με αυγά φιδιών/ ανεμώνες και κάκτοι,/ συμβιώνουμε ως ένα.// Επιβάλλουν στον χώρο/ τη δική τους σιωπή,/ αναμένοντας την Ανάσταση. («Εικονο-στάσεις», σελ. 15).

Με στίχους που θυμίζουν αρχαία επιτύμβια επιγράμματα, η Ψυχογυιοπούλου περιγράφει με τρυφερότητα αλλά και πικρή δόση αλήθειας τους πίπτοντες και τους έρποντες τούτου του κόσμου. Ο θάνατος και τα εν ζωή ίχνη τους, η βαριά κληρονομιά και το στοίχειωμα της παράνοιας, η απώλεια της προσωπικότητας, το ξεκλήρισμα, ο αφανισμός, η κοινωνική απόρριψη, ο παραλογισμός, η ζωή στο περιθώριο, οι παραισθήσεις και οι βαριές τους συνέπειες, ο θρυμματισμός του λόγου και η αλλοίωση της πραγματικότητας, οι εφιαλτικές εμμονές και η βάσανος της ευθύνης, η λήθη και η ένοχη, η μπερδεμένη μνήμη του πάσχοντα και αυτή με την οποία παλεύουν οι οικείοι του κι  εκείνοι που  είναι  επιφορτισμένοι με τη φροντίδα του,  αναδεικνύονται σε όλη τους τη διάσταση, μέσ’ από μια ενιαία, στιβαρή αλλά και εύθραυστη ποιητική ματιά∙μια ματιά στωική και την ίδια στιγμή βαθιά εξεγερμένη, που δεν μπορεί και δεν θέλει να υποταχτεί στην κόλαση της αρρώστιας.

[…] Δανείζομαι/ μορφές, κινήσεις, σκέψεις/ λέξεις και φράσεις./ Σιωπηλός θεατής/ για λόγους προφανείς.//Φλεγόμενες σκιές/ με ξύλινο πελεκητό Χριστό/ κρεμασμένο/ από χοντρό σκοινί./ Αποστεωμένα τα κορμιά/ κυρτώνουν από το βάρος του/ εγκλωβισμένα στης πίστης τον λαβύρινθο.// Άραγε τι λογιών είναι τα άστρα τους/ και ποια η δύναμή τους;// Η ζωή εδώ έχει μεταμορφωθεί/ σε αέναη καταδίωξη.

(«Επισκεπτήριο», σ.σ. 41-42).

Το έργο αναδύει μιαν μυστηριακή ατμόσφαιρα, με τη στιχουργία να ισορροπεί μεταξύ λυρισμού και ωμού ρεαλισμού. Συνδυάζοντας τη στιχουργική ωριμότητα και ακρίβεια με τη μεταφυσική και φιλοσοφική διάθεση,  αντλώντας από  τη νεοελληνική ποιητική παράδοση (με ορατές και υποδόριες επιρροές, συνομιλίες και  αναφορές σε Ελύτη, Καβάφη και Ρίτσο, Καρυωτάκη), με παρηχήσεις και ορατά τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία που ενσωματώνει εικαστικά και θεατρικά, τα ποιήματα που το απαρτίζουν λειτουργούν άλλοτε  ως μονολογικός διάλογος κι άλλοτε ως σκηνικό δρώμενο, καθιστώντας τη συλλογή ένα απαιτητικό αλλά εξαιρετικά ανταποδοτικό ανάγνωσμα και ταυτόχρονα, ένα σκοτεινό, έντονα συναισθηματικό και υπαρξιακό ταξίδι. Η μουσικότητα του στίχου και οι ψυχαναλυτικές όψεις αγγίζουν θεμελιώδη μοτίβα, όπως ο θάνατος και η ενόρμησή του, χρωματίζοντας τα πρόσωπα και τους χαρακτήρες και αντιφεγγίζοντας τα θεμελιώδη και αναπάντητα ερωτήματα που αναδύονται από τον πόνο και την ασθένεια.

Πρόκειται για μια πολυδιάστατη, στοχαστική σύνθεση, ένα ποιητικό σύμπαν όπου οι ψυχικά πάσχοντες ταυτίζονται με τους Αποστάτες Αγγέλους, και όπου οι μαύρες, υπερκόσμιες και εξόχως γοητευτικές φτερωτές μορφές των δαιμόνων επιμελώς τους σέρνουν στη σχιζοφρένεια και τους ταλαιπωρούν, ενώ και η ίδια η Φύση, στο σύνολό της, δίνοντας μια υπερκόσμια διάσταση στην πάλη τους με τη νόσο, άλλοτε τους αντιμάχεται κι άλλοτε έρχεται ως αρωγός και συμπάσχων.

Μαύρες φτερωτές μορφές/ εξόχως γοητευτικές/ μυριάδες μυριάδων/ δαίμονες/ από το παραπέτασμα/ και έξω δεξιά του εγκεφάλου,/ κοσμώντας το κεφάλι/ συνείδηση νεκρώνουν.// Επιμελώς πασχίζουν/ στη σχιζοφρένεια να συρθώ/ με πλήθος εγγενή συμπτώματα.// […]. («Εκ του τάγματος δαιμόνων», σ.σ. 33-34).

Η συλλογή Αποστάτες Άγγελοι δεν είναι απλώς μια ποιητική απόδοση της ζωής και της απώλειας. Είναι μια λεπτοδουλεμένη καταγραφή της ανθρώπινης εμπειρίας, με όλες τις αντιφάσεις και τις αντιξοότητες που τη συνοδεύουν. Μέσα από αυτήν, η ποιήτρια επιχειρεί να φωτίσει το σκοτάδι και να αποκαλύψει τα κρυμμένα μυστικά των οικογενειακών δεσμών, ομνύοντας στη δύναμη της μνήμης, της φύσης, και της τέχνης να αντιστέκονται στη φθορά. Με ρυθμικό και υπαινικτικό τρόπο, σε συνδυασμό με μια γραφή αμιγώς γλωσσοκεντρική, εστιάζει στους ηρωικούς «σαλούς» και τους ευγενείς θανατόφιλους, δημιουργώντας έναν ιδιότυπο ποιητικό καμβά, που μιλά με ευαισθησία για  την ελπίδα και την αναζήτηση της λύτρωσης.

Περισσοτερα αρθρα