«Τη γλώσσα της την πέταξαν στη γάτα» της Αντωνίας Μποτονάκη
Ο εγκλωβισμός ενός κοριτσιού στην ασφυκτική ελληνική επαρχία μιας παλιότερης δεκαετίας και ο στραγγαλισμός του από τις αναχρονιστικές της πεποιθήσεις περί κατωτερότητας του γυναικείου φύλου, την ανισότητας και την έλλειψης ευκαιριών για οποιαδήποτε προσωπική, επαγγελματική ή άλλη ανάπτυξη των παιδιών θηλυκού φύλου, είναι το θέμα της συλλογής της Μποτονάκη που κυκλοφόρησε νωρίτερα φέτος από τις εκδόσεις Θράκα:
Να ‘μια λοιπόν.
Μια ακόμα θηλυκιά.
Ίδια όπως οι προβατίνες, οι αγελάδες, οι σκύλες.
Κι ολόιδια όπως αυτές,
δεν επιτρέπεται να τρώω τσάμπα το ψωμί μου.
Ξανθιά.
Πάει να πει: τα θέλει ο κώλος μου
Κακότροπη κι αυθάδης
Γι’ αυτό.
Γι’ αυτό από νωρίς
τη γλώσσα μου
την πέταξαν
στη γάτα.
(από το ποίημα «Άτροπος»)
Η προκατάληψη ενάντια στις γυναίκες δεν αγγίζει μόνο τη γυναίκα που συγκροτεί το ποιητικό υποκείμενο. Είναι μια περιρρέουσα κατάσταση που ακουμπά όλες τις γυναίκες γύρω. Στο ποίημα «Πρόσφορο» συναντάμε τη μητέρα της που «είχε ανορεξία νευρική. Από παιδί./ Μεγάλωσε σε πλήρη ένδεια/ Το φαγητό ήτανε σπάνιο αγαθό/ Θαρρώ, το μίσησε από περηφάνια». Αργότερα, σαν παντρεύτηκε, ο άντρας της την πήγαινε συχνά σε πανηγύρια με άφθονο φαγητό. Εκείνη γυρνούσε σπίτι χωρίς να έχει «βάλει στο στόμα της μπουκιά./ Ύστερα, έκοβε με το χέρι της ένα κομμάτι χθεσινό ψωμί./ Έτσι έμαθα πώς γράφεται η ποίηση», λέει.
Σε εξομολογητικό τόνο και με τη δύναμη της (ωσεί) προσωπικής μαρτυρίας, η γυναίκα-ποιητικό υποκείμενο φέρνει στο φως τη σκοτεινιά διαφόρων πτυχών της ζωής σε συνθήκες καθολικής στέρησης όπου η δουλεία-δουλειά είναι η μοναδική διαθέσιμη επιλογή. Τα κορίτσια μάθαιναν από νωρίς να είναι ανύπαρκτα μέσα στο σπίτι και να ζωντανεύουν μόνο για να φτιάξουν το κέφι του μπαμπά τους: η ίδια η μάνα τους τα έστελνε, γιατί «’Ηξερε πρώτη αυτή/ Το είχε μάθει απ’ τη δική της μητέρα/ Γι’ αυτό τους γυάλιζε τις μπούκλες/ Τους είχε κόψει τις δαγκάνες/ Τις αντιστάσεις είχε κάμψει, ολωσδιόλου/ Για να περνούν στο αγκίστρι ολοζώντανα» (ποίημα «Ζωντανά δολώματα»). Των ποιημάτων παρεμβάλλονται μικρά πεζά που διαχωρίζουν άτυπα τη συλλογή σε ενότητες – πάντως και ορισμένα ποιήματα, όπως η «Πατριδογνωσία», έχουν την ποιότητα του πεζού που μόνο στην εκπνοή του θυμίζει ποίημα.
Το κορίτσι μεγαλώνει και παντρεύεται. Η κακοτυχία του φύλου του το ακολουθεί και στον γάμο του. Το σκληρότερο όμως γεγονός στη συλλογή κατά τη γνώμη μου είναι ότι η γυναίκα που είναι το ποιητικό υποκείμενο θυμάται στιγμές από τη ζωή της με νοσταλγία – στο ποίημα απαριθμεί όλα όσα της λείπουν: μυρωδιές, φωνές και εικόνες. Η νοσταλγία είναι δεμένη και με τον θάνατο – τους νεκρούς της τους θυμάται τη μέρα, αλλά και καθώς έρχονται να τη στοιχειώσουν τη νύχτα, κυρίως τότε. Κι εκείνη βρίσκει τρόπο να τους συγχωρήσει, ακόμα και να τους εξιδανικεύσει. Η απαρηγόρητη αυτή νοσταλγία, μαζί με τα κάθε είδους δεινά του ποιητικού υποκειμένου, κάνουν τη συλλογή αμιγώς ανθρώπινη, αμιγώς πονετική, αμιγώς θρηνητική – έναν λυγμό που συνοδεύει τον αναγνώστη μέχρι το τελευταίο ποίημα:
ΚΑΤΑΜΕΣΗΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ
Και τίποτα πια δεν φαίνεται σπουδαίο.
Τώρα μπορείς να καθίσεις στο σκοτάδι
ήσυχη
καταμεσής της σιωπής.
Όχι πια εσύ ένα θαυμαστικό, ένα ερωτηματικό
ή έστω ένα κόμμα.
Μονάχα μια τελεία εσύ.
Μια τόση δα, μαύρη τελεία.
Σε μια σκοτεινή γωνιά, στο παλιό σπίτι.
Τώρα που το λευκό, σιδερωμένο ανδρικό πουκάμισο
κρεμασμένο στο πόμολο της πόρτας μοιάζει
πιο ιδανικό κι απ’ το ίδιο το σώμα.
Τα παπούτσια βαλμένα στη σειρά στο ράφι της ντουλάπας
πιο ιδανικά απ’ τα ίδια τα βήματα.
Το ανεπαίσθητο λίκνισμα της κουρτίνας στο πίσω δωμάτιο
πιο ιδανικό απ’ τον άνεμο.
Είναι η απουσία που θα μας περιγράψει.
«ήδη προς εξαφάνιση» της Νάντης Χατζηγεωργίου
Ένα είναι βέβαιο: η Νάντη Χατζηγεωργίου έχει έναν δικό της, απολύτως προσωπικό, τρόπο να γράφει και αυτή η συλλογή της (εκδόσεις Θίνες, 2022) το διαλαλεί. Διάβασα με έκπληξη ένα σημείωμα του επιμελητή Δημήτρη Γκιούλου που μιλούσε για τρυφερότητα στη συλλογή – και λέω με έκπληξη επειδή η συλλογή, τουλάχιστον στη δική μου αντίληψη, ναι μεν περιέχει την τρυφερότητα αλλά σαν επίφαση και σαν μέσο για να διαψεύσει την ελπίδα, να χώσει τη λεπίδα, να στηλιτεύσει. Πολλά ποιήματα μοιάζουν με αφηγήσεις παραμυθιού που όμως ξεστρατίζει και, με μια αναπάντεχη συστροφή, καταλήγει εντελώς αλλού, συνήθως σε μια πικρή διαπίστωση ή ένα σκληρό συμπέρασμα για το αναπόφευκτο της μοίρας, το αναπόδραστο του θανάτου, την ακυρωμένη προσδοκία, τη ματαίωση γενικά, ακόμη και τον θάνατο:
στο μπάνιο
Πρώτα χτένισμα
και λούσιμο
και χάδια
Έπειτα
Μες στους αφρούς
και τα νερά
πνίξου κουκλάκι
παρακαλά
Η αμφισημία είναι βασικό χαρακτηριστικό της συλλογής: πολλές φορές τα ποιήματα μπορεί να ερμηνευθούν και έτσι και αλλιώς, χωρίς να υπάρχει καμία βεβαιότητα ως προς το ποια κατεύθυνση είναι η σωστή. Με αυτό βέβαια τον τρόπο ο αναγνώστης γίνεται ενεργητικός συνδημιουργός του εκάστοτε ποιήματος, αφού σε εκείνον τελικά απόκειται η ερμηνεία του.
Την αμφισημία εντείνει πολλές φορές η αλληγορία, την οποία χρησιμοποιεί η ποιήτρια για να πει άλλα από εκείνα που γράφει. Το ποίημα «θα τα φοράμε μαζί» μιλά αλληγορικά για τη φιλία ανάμεσα σε δυο γυναίκες που μοιράστηκαν, σε διαφορετικές χρονικές στιγμές, τον ίδιο άντρα – ανταλλάσσοντας χρυσά κειμήλια, δηλαδή προσωπικά μυστικά που υπό άλλες συνθήκες θα κρατούσαν για τον εαυτό τους. Αλλά και το ποίημα «η νηστεία της σιωπής» είναι αλληγορικό μιας προβληματικής σχέσης όπου ένας άντρας κρατά δεμένη μια γυναίκα, ενώ δεν αισθάνεται τίποτα για κείνη («ξάπλωσε στο χώμα/ κάνοντας το χώμα/ με την ευχή να φυτρώσει/ στο άδειο του στέρνο κάτι»).
Τα ποιητικά υποκείμενα (οι δρώντες στα ποιήματα, όλοι διαφορετικοί) ενίοτε βρίσκονται ανυπεράσπιστα μπροστά σε ματαιώσεις που τα υπερβαίνουν, όπως στο ποίημα «η διανομή του άρτου»:
Άραγε
πόσο θα κρατήσει
η ξηρασία
πάω κι έρχομαι
κάτι ν’ ακούσω
κι έχω στο χέρι
που είναι απ’ το μάτι
πιο αξιόπιστο
την τσακισμένη
ομπρέλα μου
Άλλοτε πάλι, οι συνθήκες ευνοούν την αποφασιστική δράση τους, όπως στο ποίημα «το καινούργιο δάσος», που κάνει λόγο για την πιθανότητα μιας διαφορετικής πραγματικότητας, αναφερόμενο ευθέως στην εικόνα του εξωφύλλου όπου μια γυναίκα ιθαγενής θηλάζει έναν μικρό λύκο, κρατώντας παράλληλα στην αγκαλιά το μωρό της:
Ο νέος τόπος
θα προσφέρει το χώμα του
[…]
Εκεί τίποτα δεν θα εμποδίσει
αυτό το κορίτσι
να θηλάσει έναν μικρό λύκο
Θα ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ στην έντονη οικολογική συνείδηση που διαπερνά τη συλλογή: στοιχεία της χλωρίδας και της πανίδας όχι μόνο είναι πανταχού παρόντα αλλά και ανατάσσονται συστηματικά, ενώ ο άνθρωπος-ψαράς, ο άνθρωπος-κυνηγός, ο άνθρωπος-ασυνείδητος της δημιουργίας στηλιτεύεται επίσης συστηματικά. Στο ενδεικτικό ποίημα «το κυνήγι», οι καταληκτικοί στίχοι αποτελούν μια απεύθυνση προς αυτόν: «όσα αστέρια [δλδ. πουλιά]/ κι αν ρημάξεις/ δεν θα πετάξεις».
Το ποίημα που κλείνει τη συλλογή είναι χαρακτηριστικό του ύφους της και μιλά για μια: «διαφεύγουσα ζωντανή αρτηρία/ χωρίς την οποία/ η ψαριά που μένει/ είναι πάντα λειψή». Πάντα λειψή η ψαριά ή βέβαιο και προδικασμένο το τέλος: οδεύουμε ήδη προς εξαφάνιση γιατί έχουμε αποτύχει ως είδος.