Το φεγγάρι είναι το στολίδι της νύχτας. Έχει εμπνεύσει ζωγράφους. Έχει εμπνεύσει μουσικούς. Έχει εμπνεύσει ερωτευμένους. Και έχει εμπνεύσει και ποιητές. Τους έχει εμπνεύσει να γράψουν. Τους έχει εμπνεύσει να σκεφτούν. Τους έχει εμπνεύσει να τσακώνονται. Κι αν πρόκειται για ποιητική ομάδα, τότε τσακώνονται περισσότερο.
Τρεις φορές κι έξι καιρούς, μαζεύτηκαν τέσσερις ποιητές και δυο ποιήτριες και αποφάσισαν να φτιάξουν μια ποιητική ομάδα. Η θρυλική ποιήτρια Αφροξυλάνθη Μαραμένου έγινε η νονά της ομάδας και η ομάδα ονομάστηκε «Ποιητικό φεγγάρι». Τι ρομαντικό!
Στην αρχή, τα πάντα κυλούσαν αρμονικά. Τα έξι μέλη της ομάδας έγραφαν ποιήματα και οργάνωναν συζητήσεις και εκδηλώσεις. Οι συζητήσεις γίνονταν σε ένα ποιητικό τσιπουράδικο. Οι ποιητές έπιναν, φιλοσοφούσαν, ξαναέπιναν, ξαναφιλοσοφούσαν κι έφευγαν πάντα παραπατώντας. Οι εκδηλώσεις γίνονταν σε μεγάλους χώρους. Κάθε ποιητής ανέβαινε στο βάθρο και το κοινό ήταν οι άλλοι πέντε. Μετά από κάθε ποίημα δεν ακολουθούσε το καθιερωμένο χειροκρότημα γιατί είχε θεωρηθεί ξεπερασμένο. Οι θεατές έπρεπε να ποδοκροτούν. Κάνανε έτσι δυο-τρεις εξαντλητικούς γύρους με ποιήματα διάρκειας μισή ώρα έκαστο και μετά πήγαιναν πάλι για τσίπουρα.
Μέχρι που η νονά της ομάδας αποφάσισε να αποχωρήσει για σόλο καριέρα. Μα, έλα, που ήθελε και το φεγγάρι μαζί της. Δηλαδή, το όνομα της ομάδας έπρεπε να αλλάξει. Η Αφροξυλάνθη Μαραμένου σε μια συνάντηση της ομάδας, μεταξύ λουκάνικου και ούζου επέδωσε τελεσίγραφο. Έπρεπε να αλλάξει το όνομα της ομάδας μέχρι την δέκατη τρίτη αποφράδα μέρα του μήνα. Αν δεν άλλαζε μέχρι τότε, μπορούσε να κινηθεί νομικά. Ακολούθησε, λοιπόν, ο εξής διάλογος:
-Εγώ, παίρνω το φεγγάρι μου και φεύγω.
-Δικό μας είναι το φεγγάρι.
-Δώστε μου το φεγγάρι μου πίσω. Εγώ το σκέφτηκα. Άρα είναι δικό μου.
-Μα εγώ, το σχεδίασα.
-Κι εγώ το έβαψα.
-Κι εγώ το πέρασα στον υπολογιστή.
-Και πώς θα λεγόμαστε τώρα;
-Υπάρχουν τόσα άλλα. Ήλιος, θάλασσα.
-Θάλασσα μας τα ‘κανες.
-Το φεγγάρι είναι δικό μου.
-Και τι θα το κάνεις;
-Ό,τι θέλω.
Εκείνη την ώρα ακούστηκαν αστραπές και βροντές και το φεγγάρι κρύφτηκε από τον νυχτερινό ουρανό. Η νύχτα βάρυνε και χοντρές ψιχάλες άρχισαν να πέφτουν. Η Αφροξυλάνθη Μαραμένου σηκώθηκε αποφασιστικά κι έφυγε βροντώντας τις μπότες της στα λασπόνερα. Είχε πάρει το φεγγάρι της.
Και οι υπόλοιποι, τι απέγιναν; Άλλαξαν όνομα; Βρήκαν κάτι πιο ρομαντικό; Μήπως, ήταν καλύτερα, τώρα που έμειναν μια μούντζα ποιητές; Τίποτα, από αυτά. Οι πέντε σπουδαίοι καλλιτέχνες τσακώθηκαν για το καινούργιο όνομα και η ομάδα διαλύθηκε. Τότε διαλύθηκαν και τα σύννεφα στον νυχτερινό ορίζοντα και βγήκε το φεγγάρι. Κι ο τρελός της πόλης μας είπε πως είδε στο φεγγάρι ένα πρόσωπο να ξεκαρδίζεται στα γέλια.
Θεοχάρης Παπαδόπουλος