Σε ένα σημείο μηδέν (για το βιβλίο «Νώε» του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη)
Χριστίνα Λιναρδάκη
Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης

Ο Νώε του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη (εκδόσεις Κίχλη, 2024) είναι μια πραγματικά αξιοπρόσεκτη δυστοπική νουβέλα που εκτυλίσσεται σε κάποιον άγνωστο τόπο της Ελλάδας – ή κάποιας άλλης χώρας: ο χώρος σε αυτό το βιβλίο δεν έχει καμία σημασία, εκμηδενίζεται κάτω από τη συνθήκη ενός σύγχρονου κατακλυσμού που άφησε μόνο κάποιες βουνοκορφές να εξέχουν σαν νησίδες (θα μπορούσαν να βρίσκονται οπουδήποτε). Το ίδιο και ο χρόνος· μέσα στη συνθήκη της διαρκούς, αδιατάρακτης υγρής επιφάνειας που συνιστά το μόνο που υπάρχει, ο χρόνος εκμηδενίζεται επίσης. Η εναλλαγή ημέρας/νύχτας, καθώς και κρύου/ζέστης είναι απλά ενδείξεις χρονικότητας και όχι χρονισμού: «Ο χρόνος εδώ είναι διαφορετικός. Εδώ δεν υπάρχουν ημερομηνίες, λεπτοδείκτες, χρονόμετρα και ξυπνητήρια, ο χρόνος ακολουθεί ευθύγραμμη πορεία, σαν τα καρδιογραφήματα του θανάτου, είναι κενός από έγνοιες, βιασύνες, προγραμματισμένα ραντεβού, θρησκευτικές γιορτές και εθνικές επετείους. Ξημερώνει, μεσημεριάζει, βραδιάζει κι έρχεται πάλι το ξημέρωμα δίχως να συμβαίνει τίποτα το αξιομνημόνευτο. Ο χρόνος εδώ δεν έχει χρόνο».

Βρισκόμαστε λοιπόν σε έναν μη-τόπο και έναν μη-χρόνο, άρα σε ένα σημείο μηδέν. Ο πρωταγωνιστής της ιστορίας και αφηγητής του μονολόγου που απαρτίζει το βιβλίο είναι ο μοναδικός που βρίσκεται να επιπλέει, σαν τον Νώε της Παλαιάς Διαθήκης, όχι με κιβωτό αλλά με μια βάρκα στην επιφάνεια των νερών τα οποία έπνιξαν την πολύβουη πόλη όπου κατοικούσε πριν, μαζί με όλους σχεδόν τους κατοίκους της: «Κάτω απ’ το νερό ήταν ο προηγούμενος κόσμος, η προηγούμενη ζωή μου». Έτσι όπως πλέει ολομόναχος στην ακύμαντη επιφάνεια, μοιάζει πιο πολύ με τον Ροβινσώνα Κρούσο – δεν είναι άλλωστε τυχαίο που ονομάζει τον σκύλο που βρίσκεται μαζί του μέσα στη βάρκα Παρασκευά, κάνοντας συγχρόνως ευθείες αναφορές στον πολυθρύλητο ναυαγό μέσα στη νουβέλα.

Ωστόσο, δεν είναι ο μοναδικός επιζών. Υπάρχουν και άλλοι διασωθέντες, οι οποίοι πρόλαβαν και κατέφυγαν σε κάποιες από τις κορυφές-νησίδες, ορισμένοι σε μια πολύ ψηλή κεραία κινητής τηλεφωνίας· άλλοι που κολύμπησαν προς τη βάρκα αλλά δεν τους επέτρεψε να επιβιβαστούν γιατί θα βούλιαζε: «…άρχισα να κωπηλατώ προς την αντίθετη κατεύθυνση, ακούγοντας τις φωνές και τα παρακάλια τους να χαμηλώνουνε σιγά σιγά και ύστερα να σβήνουνε τελείως. Έχει περάσει πολύς καιρός από τότε, αλλά ακόμα μιλάω μαζί τους. Τους ακούω μέσα στην ησυχία του σύμπαντος να με επικρίνουν που τους εγκατέλειψα αβοήθητους. Επικαλούμαι τη χωρητικότητα της βάρκας, τα τρόφιμα που δεν αρκούν […] το δικαίωμά μου, εν πάση περιπτώσει, να επιβιώσω».

Ο σκύλος που τον συνοδεύει απλά χώθηκε κάποια στιγμή μέσα στη βάρκα, ενώ ο πρωταγωνιστής περιμάζεψε κάποια άλλη στιγμή και μια γυναίκα με ένα μωρό: δυστυχώς το μωρό πέθανε μετά από λίγο και η μητέρα του το ακολούθησε, πηδώντας από τη βάρκα. Στο λίγο διάστημα που έμειναν μαζί του ήταν σαν «μια άλλη οικουμένη. Πιο δίκαιη, ανθρώπινη και αγαπητική», σχεδόν μια συνθήκη κανονικότητας μέσα στην παραφροσύνη του κατακλυσμού.

Οι άλλοι επιζώντες δυστυχώς επαναλαμβάνουν την ιστορία της ανθρώπινης φυλής με όλα τα μελανά της σημεία: σε ένα από τα υψώματα δεν αργεί να ξεσπάσει πόλεμος, ενώ οι διασωθέντες στην κεραία κινητής τηλεφωνίας επιδίδονται σε ανθρωποφαγία για να πεθάνουν τελικά και οι ίδιοι. Ένα αεροπλάνο που εμφανίζεται κάποια στιγμή εξαφανίζεται αμέσως μετά, χωρίς να ρίξει κανένα διασωστικό μέσο, παρ’ ότι χαμηλώνει για να μπορέσουν οι επιβάτες του να τραβήξουν φωτογραφίες από την καταστροφή και τον επιζώντα στη βάρκα. Η ανθρώπινη φύση μετατρέπει για άλλη μια φορά την πραγματικότητα σε καθοδική σπείρα που οδηγεί στον όλεθρο: «Δεν αρκούν οι σεισμοί, οι λιμοί και οι καταποντισμοί για να αλλάξει κάτι. Θα πέφτουμε, θα γλείφουμε τις πληγές μας, θα σηκωνόμαστε και θα ξανακάνουμε τα ίδια λάθη. Τελικά το πιο μεγάλο λάθος είναι ίσως ο ίδιος ο άνθρωπος». Είναι σαφής η στοχαστική και φιλοσοφική διάθεση με την οποία αντιμετωπίζει την ακραία συνθήκη που επινόησε ο συγγραφέας. Οι ακραίες συνθήκες εξωθούν τους ανθρώπους στην εκδήλωση της αλήθειας, δρουν τρόπον τινά σαν ένα μικροσκόπιο που επιτρέπει την καλύτερη παρατήρησή τους. Το γνωρίζει καλά αυτό ο Χατζημωυσιάδης.

Οι δίκαιοι υπαρξιακοί προβληματισμοί που βάζει στον νου του ναυαγού του βρίσκουν άλλωστε κι άλλη χρήση στη νουβέλα: δρουν σαν σανίδες που τον κρατούν στη ζωή, παρ’ ότι τον απελπίζουν, ενώ δεν λείπουν και τα όνειρα που συχνά μετατρέπονται σε εφιάλτες, προσπαθεί πάντως να τα ερμηνεύσει. Ο κύριος μηχανισμός όμως που τον κρατά στη ζωή είναι η αφήγηση ιστοριών. Όπως έκανε και πριν από τον κατακλυσμό προς τους άλλους, αφηγείται πια στον εαυτό του ιστορίες από τη μυθολογία και την παράδοση: παραμύθια και λαϊκές δοξασίες ζωντανεύουν στη φαντασία του την επιφάνεια της θάλασσας, κατοικώντας την. Οι αναμνήσεις παίζουν επίσης σημαντικό ρόλο, ενώ μια-δυο φορές τον επισκέπτονται και οράματα. Και βέβαια, όπως όλοι οι ναυαγοί, γράφει μηνύματα. Προς άγνωστο παραλήπτη, τα οποία ρίχνει στη θάλασσα μέσα σε μπουκάλια.

Στο μεταξύ, η επιφάνεια του νερού, που είναι όλο ό,τι υπάρχει, είναι γεμάτη από σκουπίδια και πτώματα («Αυτά τα επιπλέοντα σκουπίδια είναι τα τελευταία ίχνη ενός πολιτισμού που καταποντίζεται για να παραδοθεί στη λήθη του νερού»). Ανάμεσά τους ψάχνει ο βαρκάρης για οτιδήποτε χρήσιμο, τρόφιμα που δεν έχουν λήξει, ρούχα, καθετί που μπορεί να τον βοηθήσει να επιβιώσει. Στο τέλος τού σώνονται τα σπίρτα. Ο θάνατος είναι πια προ των πυλών. «Δεν ξέρω αν θέλω να σωθώ», μονολογεί. Στον νου του βαραίνουν «όλα τα δεινά που προκάλεσε το γένος των ανθρώπων στη ροή του χρόνου».

Για μια στιγμή, ο πρωταγωνιστής της νουβέλας αγγίζει την πλήρη απελπισία: «Πήρα το πιστόλι με τις φωτοβολίδες και το ‘ριξα στη θάλασσα. Ύστερα τον ασύρματο και το ραδιόφωνο, το παλτό και τα μικρά κοντάρια που ‘χα για την πρόχειρη τέντα. Πέταξα τις τελευταίες κονσέρβες. Ένα πιρούνι, ένα κουτάλι, δυο πιάτα […] Έμεινα εντελώς γυμνός. Νερό δεν έχω πιει από χτες τη νύχτα. Κανονικό φαΐ δεν έχω φάει δυο μέρες τώρα. Δεν ξέρω αν πρόκειται για ευθανασία ή για αυτοκτονία».

Μια τελευταία ελπίδα, που έρχεται με τη μορφή μιας βροχής, είναι αρκετή για να πείσει τον ναυαγό να παλέψει για τη ζωή του («Ο θάνατος κάνει πάντα μεγαλύτερη την ευεργεσία της ζωής») και μαζί να παλέψει για το μέλλον της ανθρωπότητας: είναι πια πρόθυμος να ζήσει, εκεί στο ύστατο άκρο, εκεί που λίγο έλειψε να τον καταπιεί η ανυπαρξία.  Είναι πρόθυμος να ζήσει για να συστήσει «έναν άλλο ρεαλισμό δίχως στυγνούς ορθολογισμούς και μια άλλη ανθρωπότητα δίχως βαρβαρότητες, μεσαίωνες και κρεματόρια». Μια ουτοπική ευτυχία μέσα στην πλήρη δυστυχία του καταποντισμού.

Ο τρόπος γραφής του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη είναι πραγματικά εξαιρετικός: μεγάλης ευαισθησίας στον χειρισμό των συναισθημάτων και μεγάλης λεπτότητας στον χειρισμό της γλώσσας. Σε χαμηλούς τόνους, χωρίς υστερικές κορώνες, με γλώσσα που φλερτάρει την ποιητικότητα, αγκαλιάζει το αναπόφευκτο της μοναχικότητας, τον τρόμο της απουσίας προοπτικών, την ελπίδα και την έλλειψή της, την υπαρξιακή αγωνία, τον στοχασμό, την ονειροπόληση, την πραγματικότητα – μια πραγματικότητα ζοφερή και ακραία που όμως επιτρέπει όλα τα παραπάνω. Στις λίγες, σχετικά, σελίδες μιας νουβέλας, ο Χατζημωυσιάδης κάνει κάτι πολύ πιο ουσιαστικό από το να αφηγηθεί άλλη μια ιστορία: κατεδαφίζει και ξαναχτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, διδάσκοντας ήθος στην πορεία.

Περισσοτερα αρθρα