Μερικές φορές με ρωτούν τι προτείνω για να προετοιμαστούν οι νέοι και οι νέες που θέλουν να ασχοληθούν με τη φιλοσοφία.
Υπάρχουν φυσικά διάφοροι τρόποι να προτείνει κανείς σε νεαρά μυαλά που επιδιώκουν τη σοφία. Η παρατήρηση πουλιών είναι ένα από αυτά.
John Cuddback, Καθηγητής φιλοσοφίας

Ο Φρόυντ, το 1919, στο Ανοίκειο, υποστηρίζει ότι οι καλλιτέχνες, όπως οι ποιητές και οι ποιήτριες, έχουν την ικανότητα να γνωρίζουν ένα σωρό πράγματα ανάμεσα στον ουρανό και τη γη, τόσα, που η φιλοσοφία όπως λέει -και παρά την εκτίμηση που της είχε- δεν μας έχει επιτρέψει να γνωρίσουμε. Αυτή διαρκής η μετανάστευση από την γη στον ουρανό, κι όσα αυτά ενδέχεται να συμβολίζουν, αυτή η γύρα και το ενδιάμεσο της, βρίσκεται στον πυρήνα της νέας ποιητικής κατάθεσης της Ν. Κυριαζή (εκδόσεις Μετρονόμος, 2024). Αναζητώντας, όπως γράφει, Το ιλιγγιώδες ξάφνιασμα μιας νεαρής φτερούγας που διψά για φως (Πτήση Εθισμού, σελ. 27).
Ίσως γιατί τα πουλιά και η ελευθερία του πετάγματος, -η ώση και η άνωση έξω από τα ποικίλα μας κλουβιά που αποτελούν την πιο βαθιά φυλακή μας- στη λογοτεχνία, όπως και στη μυθολογία και στη φιλοσοφία, ανατρέπουν μια φύση ανθρώπινη με όνειρα από ουρανό και φτερά από χώμα. Ανατρέπουν, ή έστω το προσπαθούν αν σε συναντούν έκπληκτα ως άνθρωπο που δεν κρατά τουφέκι (για να θυμηθούμε την Χαρά Πρεβεδώρου), την λειτουργία των υπόλοιπων ζωντανών ως φορέων κοινωνικών και πολιτικών αξιών και ‘αρεστών’ ή ‘απαράδεκτων’ συμπεριφορών, ως εργαλείων με άλλα λόγια της «σωστής -σύμφωνα με τις χειριστικές και χειραγωγημένες κοινωνικοπολιτικές μας αφηγήσεις- εκδοχής της «κοινωνικοποίησης» που ορίζει σχεδόν τελεσίδικα το εύρος της εμπειρίας.
Αλλά τα πουλιά πετώντας, μυθικές θεότητες σε όλους τους πολιτισμούς και γλάροι Ιωνάθαν, με την δύναμη του εύθραυστου φτερού συντρίβουν κάθε στέρεη δομή …Πετάνε όσο εμείς ισορροπούμε πάνω στις τροχιές αυτοκινητόδρομων και διαδρομών που σχεδιάσαν, με την συμβολή μας, άλλοι. Το πρωί με καταδίωξε ένα θαλασσοπούλι, γράφει η Κυριαζή. Ανίδεη εγώ επάνω στο ποδήλατο Κι εκείνο ώρα πολύ να κρώζει Να με ακολουθεί πετώντας με ορμή. Φώναζε «Ελευθερία! Ελευθερία!» «Συγγνώμη», είπα, «κάποιο λάθος έγινε. Το όνομά μου δεν είναι αυτό. Άλλη ψάχνεις» (Πτήση Εθισμού, σελ. 15).
Τα πουλιά λοιπόν δεν είναι πλάσματα ακριβώς. Ή, τουλάχιστον, δεν είναι πλάσματα μόνον. Στοιχήματα είναι μιας φύσης που κρύψαμε πρόχειρα μέσα στις αλλοτριώσεις και στους συμβιβασμούς μιας ενηλικίωσης που δεν ολοκληρώνεται ποτέ ακριβώς γιατί αρνείται τον πυρήνα της παιδικότητας, δηλαδή της ελευθερίας να εξερευνάς το άγνωστο, με άλλα λόγια τον εαυτό σου. Εκείνον τον ‘άλλον’ εαυτό, που δεν έχει αλλοτριωθεί ακόμη από τις συμβάσεις και τις μωρόφιλοδοξίες, μισές από επιλογή, μισές από κοινωνικοπολιτική χειραγώγηση.
Ζούμε ανάμεσά μας χωρίς ανάσα με κομμένη πνοή κι ασύμβατη φύση, γράφει η ποιήτρια (Πτήση Εθισμού, σελ. 11).
Αναζητώντας υπόγεια εκείνον τον άλλον εαυτό που μπορεί δυνητικά να πετάξει σαν Ίκαρος, με άλλα λόγια σαν διαρκώς επανερχόμενος Μεσσίας, όχι επειδή κατακτά μα γιατί αψηφά τον μέγιστο θεό ήλιο και την ιεραρχία του, και ξαναγίνεται από τον πηλό τον πρώτο, από ξαρχής, αυτό το παθητικά έκθαμβο μπροστά στην δημιουργία του κόσμου πλάσμα που είναι ο άνθρωπος, σε ένα κινούμενο στοίχημα που αποπειράται να αλλάξει με νύχια και τριαντάφυλλα την δοσμένη γεωμετρία του κόσμου.
Διακριτικά αρπακτικά της σάρκας μου/Τη ζωή δεν φοβούνται, γράφεται στην Πτήση Εθισμού (σελ. 7).
Ίσως γιατί ο και η Άνθρωπος παραμένει ‘από την φύση του’ μυθοπλάστης και Μυθοαναζητητής. Ο Northrop Frye μάλιστα ταυτοποιεί ως τον κεντρικό μας μύθο τον μύθο της αναζήτησης. Είτε η αναζήτηση αφορά την ‘εύρεση’ ή την δημιουργία μιας δίκαιης κοινωνίας, ενός άλλου λιγότερο μάταιου κόσμου, ενός έρωτα δίχως πόνο, ή μιας προσωπικής ή επαγγελματικής Ιθάκης. Πάντως, σε κάθε περίπτωση, αφορά πέταγμα.
Προετοιμάζεται ήδη από τ’ αυγό, γράφει η Ναντίνα. Λες κι άνοιξε τα μάτια μονάχα γι’ αυτό. Εδώ οι λέξεις δεν βοηθάνε. Μόνο μια αρχέγονη κραυγή που διώχνει το φόβο της ανυπαρξίας. Αν κάποιος την ακούσει, τίποτα δεν είναι μάταιο (Πτήση Εθισμού, σελ. 29).
Τα πουλιά ως βοηθοί, ως σύμβολα ή ως φιγούρες μας συντροφεύουν σε αυτό το ταξίδι. Μπορεί στην δυτική παράδοση των πολλών τελευταίων αιώνων τα πουλιά, όμοια με όλες τις ‘αναξιοβίωτες’ μορφές ζωής να θεωρήθηκε ότι δεν έχουν ούτε βούληση ούτε ψυχή, αλλά ταυτόχρονα από την αρχαιότητα ακόμη, ήταν ένας θεμελιώδης τρόπος για ν’ αναδείξουν, να δημιουργήσουν ή να αποκαλύψουν, οι άνθρωποι την δική τους.
Τα μισώ για ό,τι ανέστειλαν μέσα μου, λέει η ποιήτρια, μιλώντας πολύ πέρα από τον εαυτό της και την ίδια στιγμή απόλυτα γι’ αυτόν.
Στηρίχτηκα στα φτερά τους και γκρεμίστηκα. Τώρα με πούπουλα αμερόληπτων αγγέλων χτίζω κάτω από το ανένδοτο. Με το νεαρό μου φτέρωμα φεύγω μακριά από ό,τι μίσησα. (Πτήση Εθισμού, σελ. 23).
Ωστόσο, αν η αγάπη και το μίσος είναι ενορμήσεις σε ένα αιώνιο κρυφτό από ξαρχής του κόσμου, ο Λάκαν, στην Ηθική της ψυχανάλυσης, υποστηρίζει ότι ο καλλιτέχνης προηγείται του ψυχαναλυτή και πως το έργο τέχνης αντιστέκεται στο κενό, το μη αναπαραστάσιμο. Αυτό το ανείπωτο που αιώνες αναζητούμε συμβολοποιημένο στο φτερό που μας σκάβει κι ανοίγεται η τρύπα, και η πληγή, του στοχασμού που πια δεν κλείνει, όπως γράφει στη Φαίδρα ο Ρίτσος. Το ‘κενό’, βέβαια, έχει να κάνει και με το αποτύπωμα που η γλώσσα αφήνει στον άνθρωπο και αυτό είναι θεμελιώδες. Έτσι είναι η γλώσσα της ποίησης που καθιστώντας τα πετούμενα ισχυρά τελετουργικά εργαλεία, τα χρησιμοποιεί για να εκφράσουν βαθιά οντολογικά ερωτήματα του και της ανθρώπου.
Κι αυτήν την παράδοση εκπροσωπεί με εξαιρετικά ποιητικό -κι άρα και βαθιά φιλοσοφικό- τρόπο η Κυριαζή. Θυμίζοντας, σ’ ένα μικρό αέρινο σώμα, πως ήταν λάθος στόχος η απολυτότητα του αποκαθαρμένου παραδείσου, περίκλειστος κήπος μιας υπακοής που απέτρεπε το μήλο και την ερώτηση του, θυμίζοντας πως μπορεί να χάνεις τα πάντα και να μένεις μονάχα με το πέταγμα μα απ’ αυτό το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε (Ελύτης). Θυμίζοντας πως ολόκληρο τον ωκεανό μπορείς να τον κρατήσεις στην παλάμη, αν αυτή φέρει το αρχαίο, ανεπίδοτο μήνυμα. Αν ήμουν θάλασσα, θα ήμουν μήνυμα σε μπουκάλι, γράφει σε έναν από τις μεστότερους στίχους της τόσο αξιόλογης συλλογής (Πτήση Εθισμού, σελ. 15).
Άλλωστε: Τελικά και το φεγγάρι δύει./ Η μάστιγα του παραδείσου απλώνεται ως τις γωνίες./ Μόνον έτσι θα ενωθούμε. Είναι έρμαιο η μοίρα στο τυχαίο. Και ο Άνθρωπος-Πουλί φθάνει πάνω στην ώρα. Μετάλλαξη του είδους με ουσία. Φαίνονται οι αλλαγές που θα οδηγήσουν στην απογείωση. (Πτήση Εθισμού, σελ. 19).
Δεν είναι ακριβώς αισιόδοξη η Κυριαζή. Στα ζωντανά πλάσματα, ιδιαίτερα στα πουλιά, ορισμένες βασικές αλήθειες είναι ιδιαίτερα εμφανείς: όπως η σημασία των φυσικών ειδών και η τάξη και η σκοπιμότητα του φυσικού κόσμου που στηρίζεται στην συνύπαρξη αλλιώς θα οδηγούνταν στη γενικευμένη σφαγή, όπως έθεσε ο Γ. Μόρρις, ένας από τους πρωτεργάτες ενός άλλου πετάγματος, που κυοφορούσε χώμα, στα Παρισινά οδοφράγματα της κομμούνας του 1789. Στην κοινωνία μας δεν είναι. Κι αυτό το ξέρει καλά. Και ειρωνεύεται τις βεβαιότητες της περίκλειστης μας ύλης.
Τα φορτηγά ηττώνται στις στιγμές, συγκρούονται με οδοστρώματα, τα κλουβιά ανοίγουν ως εκ θαύματος και τα πουλιά, ωδικά κι εξωτικά, σκορπίζονται, όχι άδικα, στον ουρανό. (Πτήση Εθισμού, σελ. 18).
Τελικά, Είναι αιώνες τώρα που έφυγες από τον παράδεισο και πια δεν σε γνωρίζουν./Εσύ τα βλέπεις./ Μ’ ονόματα τ’ αναγνωρίζεις. Ποιος είναι τώρα ο τυφλός; (Πτήση Εθισμού, σελ. 12).
Ο τυφλός δεν ξέρω ποιος είναι. Ξέρω όμως ποιος αποπειράθηκε να δει. Και\ οσφρίζομαι το κόστος της όρασης.
Ο Μύθος του φυλακισμένου πουλιού έχει παίξει έναν ιδιαίτερο ρόλο στη λογοτεχνία, όπως μου αρέσει συχνά να θυμίζω. Ο Ησίοδος χρησιμοποίησε το μύθο του φυλακισμένου από το γεράκι αηδονιού για να δείξει πόσο οι αδύναμοι πρέπει να υπακούουν στους δυνατούς, πόσο δίχως αντίκρισμα είναι κάθε πέταγμα προς τον ουρανό. Λέγεται ότι το κείμενο αυτό υπήρξε η αφορμή ώστε ο Σολωμός, έπειτα από αιώνες, να αποδώσει «διά της ποιήσεως» δικαιοσύνη. «Άκου, ω γεράκι, το φτωχό αηδόνι…» ξεκινά ο Επτανήσιος.
Το πέταγμα, η προσπάθεια για ό,τι αληθινά καλό, μπορεί να χλευάζεται από τους δυνατούς ή του κυνικούς κάθε χώρου, μα το αηδόνι τραγουδά. Ίσως αυτή να είναι η δυναμική μέσα στις αντιφάσεις μας, μα πάντοτε παρούσα «ανάπτυξις του στίλβοντος ποδηλάτου» ή αλλιώς η αγωνιώδης μας ισορροπία, που ύμνησε ο Εμπειρίκος. Γιατί, όπως έχει επισημανθεί, ο Οιδίποδας δε νικά τη σφίγγα και δε λύνει ποτέ το αίνιγμα (μας), ο Άμλετ δε βρίσκει την απάντηση ποτέ στην υπαρξιακή του (μας) αγωνία, οι Δαναΐδες, οι μικρές του Δαναού κόρες που ’βλεπαν το νερό να χύνεται από τα τρύπια τους πιθάρια, νικιούνται τελικά ως μετανάστριες στους Ικέτες και η Αντιγόνη θανατώνεται πάντοτε στη σπηλιά.
Αλλά απ’ όλους αυτούς τους ήρωες ανά τους αιώνες δεν έχει σημασία τι χάνεται (έτσι κι αλλιώς χαμένο μέσα στη βεβαιότητα του θανάτου μας), αλλά τι διασώζεται. Από την ανάστροφη λοιπόν: ο Οιδίποδας θα τολμά πάντα την κρίσιμη στιγμή να πει το «ακουστέον», ο Άμλετ θα τολμά να κρατήσει το κρανίο μας στα χέρια, οι κόρες του Δαναού θ’ ανακαλύπτουν ότι δεν ξεδίψασαν, μα φύτρωσαν στην έρημο λουλούδια ξερικά από τις στάλες του «χαμένου» τους φορτίου κι η Αντιγόνη θα στέκεται όρθια στους αιώνες μπροστά από την άδικη εξουσία του Κρέοντα, επιβιώνοντας όλοι αυτοί από τις δήθεν νεοτερικές αναγνώσεις. Και επιβιώνουν και έρχονται να μας φέρουν το μήνυμα μέσα από το λόγο, τη γραφή.
Γραφή όπως και της Ναντίνας Κυριαζή.