«Ψίθυροι από Μελάνι» του Νίκου Αναγνωστάκη
Έρικα Αθανασίου
Νίκος Αναγνωστάκης

«Ψίθυροι από Μελάνι» λέγεται το βιβλίο του στιχουργού Νίκου Αναγνωστάκη που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Όγδοο, το οποίο θα μπορούσε και να έχει τίτλο «Ψίθυροι από Μελάνι σε πεντάγραμμο», αφού ουσιαστικά διατρέχει την ιστορία της Ελλάδας μέσα από στίχους, τραγούδια, δημιουργούς.

Ο στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος αναφέρεται σε πολλά σημεία του βιβλίου, αφού στίχους του έχουν σιγοτραγουδήσει όλοι οι Έλληνες και γράφει και σε εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου λέγοντας για τον συγγραφέα του: «Ο Αναγνωστάκης δεν σκέφτηκε ποτέ στη ζωή του να ασχοληθεί με κάτι άλλο από ό,τι αγαπάει. Κι αυτό που αγαπάει περισσότερο είναι το τραγούδι».

«Το τραγούδι για τον Νίκο ήταν και είναι τρόπος ζωής. Αγαπάει τους δημιουργούς, τους ερμηνευτές και τους μουσικούς, μα πάνω απ’ όλα λατρεύει τα έργα τους, όταν αυτά είναι πραγματικά ξεχωριστά», γράφει στο δικό του σημείωμα ο γνωστός συνθέτης, τραγουδιστής, Χρήστος Νικολόπουλος.

«Τα κείμενά του απ’ τη μια ανάβουν κεράκια σε -γνωστούς καθώς και άγνωστους- αγίους και παράλληλα συνδέουν το χθες με το σήμερα, δίνοντα αφορμές για το μετά», αναφέρει στο δικό του εισαγωγικό του σημείωμα ο  ερευνητής του ελληνικού τραγουδιού και στιχουργός Κώστας Μπαλαχούτης.

Ο συγγραφέας μέσα από μικρά κείμενα σαν χρονογραφήματα θυμάται, προβληματίζει, αναφέρεται σε διάφορα γεγονότα της ελληνικής και όχι μόνο ιστορίας, σχετίζοντάς τα με μουσικές στιγμές. Χωρίζει τα κείμενα σε ενότητες που αποτελούν όμως το ενιαίο σύνολο μιας ιστορίας που εξελίσσεται μέσα από γεγονότα, τραγούδια, καλλιτέχνες που μας στιγμάτισαν.
«Νοσταλγία είναι η πρώτη ενότητα, νοσταλγία όμως αποπνέουν όλα τα κείμενα, συγκρίνοντας συχνά καταστάσεις δεκαετίες πίσω με το σήμερα.

Με την Κυριακή που φόραγαν όλοι τα καλά τους και αποτελούσε τη μοναδική ανάσα μέσα στην εβδομάδα ξεκινάει ο συγγραφέας, καθώς θυμάται και τις κυριακάτικες ραδιοφωνικές εκπομπές. Περνάει στα κλασσικά εικονογραφημένα, τα οποία πολεμήθηκαν από το εκπαιδευτικό σύστημα και τους ανθρώπους της τέχνης, παρά την προσφορά τους στην καλλιέργεια της νεολαίας. Κάθεται στο αγαπημένο του καφέ στο Παρίσι αλλά και σε ελληνικά στέκια που δεν υπάρχουν πια και θυμάται το ψυχαγωγικό πρόγραμμα στα θρυλικά αναψυκτήρια. Ακολουθεί την ιστορία της δεκαετίας του ’60 παρέα με τα τραγούδια της εποχής καταλήγοντας ότι “Στο τέλος μένουν τα καλά…”.

«Θέσεις» τιτλοφορείται η δεύτερη ενότητα, με κείμενα που αναζητούν τον ρόλο των διανοούμενων στη σημερινή πολιτιστική πραγματικότητα, την εξέλιξη του στίχου μέσα από στιχουργούς και μουσικούς, συντελεστές της μουσικής παραγωγής. «Εάν ρωτήσουμε σήμερα μερικά άτομα ποιος είναι ο ρόλος του μουσικού παραγωγού, θα μας απαντούσαν ότι είναι αυτός που χρηματοδοτεί τη δημιουργία του κι αυτό επειδή απέχουμε πολλά χρόνια από την εποχή που ο παραγωγός έπαιζε κυρίαρχο και ουσιαστικό ρόλο στη δημιουργία ενός δίσκου», αναφέρει ο συγγραφέας, γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τον ρόλο του μουσικού παραγωγού.

«Πρόσωπα» λέει την επόμενη ενότητα, όμως τα σημαντικά πρόσωπα, κυρίως της μουσικής, αναφέρονται σε όλα τα κεφάλαια του βιβλίου, ξεχωρίζοντας στιγμές από την καριέρα τους, λόγια, στίχους, βλέποντάς τους με τη δική του ποιητική ματιά. «Ο Μάνος ήταν ένας γραφιάς που ανακάτωνε το μελάνι με το αίμα που κυλάει στις φλέβες, γι’ αυτό τα γραπτά του έχουν θερμοκρασία σώματος, συχνά πυρετική». Από τις σελίδες ενός τέτοιου βιβλίου δεν θα μπορούσε φυσικά να λείπει το θρυλικό πάρτι του Κηλαηδόνη στη Βουλιαγμένη.

Δεν περιορίζεται όμως μόνο στους Έλληνες αφού από την πένα του περνάει και ο Μπράιαν Επστάιν, ως ο άγνωστος που άλλαξες τους Beatles, αναφέροντας ότι αυτός ήταν που καλλιέργησε τη συμπεριφορά τους απέναντι στο κοινό, άλλαξε το ντύσιμό τους, τους οργάνωσε, τους συντόνισε, τους δημιούργησε στιλ και προσωπικότητα.

Μετά τα πρόσωπα ακολουθούν οι «Δίσκοι», όπου γίνεται αναφορά σε τραγούδια και δίσκους, ξεχωρίζοντας τους μύθους πίσω από τα τραγούδια κι έτσι μαθαίνουμε για την Αργυρώ της οδού Αριστοτέλους, ένα αγοροκόριτσο που ήταν αρχηγός της αλητοπαρέας τη σημερινής πλατείας Βικτωρίας ή για τον Γιάννη τον φονιά «που δεν σκότωσε ποτέ κανέναν» και παραθέτει τις δύο πιθανές εκδοχές, όπου στη μία ο Γιάννης ο φονιάς απλώς φορτώθηκε το έγκλημα ενός άλλου. Πιθανότατα όμως να μην ισχύει και καμία από τις εκδοχές και να πρόκειται απλώς για μυθοπλασία του Γκάτσου, όπου «στήνει ένα συγκλονιστικό τρίλεπτο μονόπρακτο που θα το ζήλευε ακόμη κι ο Μπέκετ».

Στέκεται στη μουσική συνάντηση Χατζή και Μαρινέλλας στον Σκορπιό το 1976, λέγοντας «Τι κρίμα να μην υπάρχει άπλετο οπτικό υλικό από εκείνη την παράσταση!» Για να προσθέσει λίγο πιο κάτω «όμως έτσι μπορεί να είναι καλύτερα γιατί οι μύθοι για να διατηρηθούν και να θεριεύουν χρειάζονται μια δόση μυστηρίου, αγνώστου, αντίφασης, απροόπτου και ίσως και κάποιας υπερβολής…».

«Ζωή» είναι η επόμενη ενότητα και ξεχωρίζει στιγμές από αυτά που αποτελούν τη ζωή. Από ελληνικά καλοκαίρια, από την αγάπη της βροχής, από το τι είναι δημοκρατία, τη διαφορά του καφενείου από το μαγαζί που σερβίρει καφέδες, τη σημασία του τσιγάρου. Το τσιγάρο στη μουσική όχι μόνο υμνήθηκε, αλλά τα πακέτα των τσιγάρων και ειδικά η κασετίνα Καρέλια, χρησιμοποιήθηκαν συχνά για να γραφτούν στίχοι τραγουδιών. «Ο Έλληνας έχει αναπτύξει μια ερωτική σχέση με το τσιγάρο αλλά δεν ξέρω τίποτα γνήσια ερωτικό που να μη σκοτώνει». Νοσταλγία υπάρχει και για το παλιό περίπτερο, αυτό που σβήνει σιγά σιγά μαζί με το επάγγελμα του περιπτερά που ήταν «ο Χρυσός Οδηγός της εποχής και το σημερινό Google Maps».

Με την ενότητα «Μαγική Οθόνη» τελειώνει το βιβλίο, κλείνοντας με τη μαγεία του κινηματογράφου, ιστορίες των παρασκηνίων και των τραγουδιών που ταυτίστηκαν με ταινίες. «Οι ταινίες αυτές και τα καταπληκτικά τραγούδια που περιείχαν δέχτηκαν δριμύτατες κριτικές από όψιμους κουλτουριάρηδες εκείνης της εποχής, οι οποίοι δεν μπορούσαν να αντιληφθούν τη διεισδυτικότητα που είχαν στον ψυχισμό του κόσμου».

Κλείνοντας το βιβλίο, νιώθεις σαν να ξεφύλλισες ένα άλμπουμ με παλιές φωτογραφίες, διότι εκτός από τις συλλεκτικές φωτογραφίες που διανθίζουν το κείμενο, κάθε ιστορία είναι γεμάτη εικόνες και ήχους από μια εποχή που πέρασε. Το βιβλίο δίνει τη δυνατότητα σε κάποιους να νοσταλγήσουν καθώς γυρίζουν τις σελίδες και σιγοψιθυρίζουν στίχους από τραγούδια διαχρονικά και σε κάποιους άλλους να γνωρίσουν καλύτερα μια εποχή που έχουν γνωρίσει μόνο μέσα από τον ασπρόμαυρο κινηματογράφο. Μια ιδιαίτερα καλαίσθητη κι επιμελημένη έκδοση, με έγχρωμο φωτογραφικό υλικό, για μια χρυσή εποχή, που άφησε στίχους ανεξίτηλα γραμμένους στις ψυχές των Ελλήνων.

 

Περισσοτερα αρθρα