“Πριν αποκαλυφθεί η αλήθεια” του Τοσικάζου Καβαγκούτσι
Ήλια Λούτα

Ο Τοσικάζου Καβαγκούτσι γεννήθηκε στην Οσάκα της Ιαπωνίας το 1971.  Το  μυθιστόρημα Πριν αποκαλυφθεί η αλήθεια (στα ελληνικά κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος φέτος) αποτελεί το δεύτερο  βιβλίο της σειράς «Πριν κρυώσει ο καφές», το οποίο ήταν προσαρμογή ενός  θεατρικού έργου του συγγραφέα που διασκευάστηκε για τη μικρή οθόνη στην Ιαπωνία.

Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι μια νουβέλα που έρχεται ως  συνέχεια της αρχικής ιδέας και περιγράφει τέσσερις  ιστορίες διαφορετικών ανθρώπων που επιθυμούν -όπως και στο πρώτο βιβλίο- να ταξιδέψουν στο χρόνο, οδηγημένοι από τη λαχτάρα τους να συναντήσουν κάποιο αγαπημένο τους πρόσωπο.

Μέσα από αυτές τις μικρές ιστορίες, ο συγγραφέας συγκεφαλαιώνει τη σύνδεση που έχουν οι άνθρωποι με το παρελθόν τους. Τι θα άλλαζε  άραγε κανείς αν μπορούσε να γυρίσει πίσω το χρόνο; Ενα ενδιαφέρον  λογοτεχνικό τέχνασμα προσκαλεί  ουσιαστικά τον αναγνώστη να αναμετρηθεί με το δικό του κόσμο και το δικό του παρελθόν.

Η αρχική σύλληψη του θέματος φαντάζει πολύ ευρηματική και  δημιουργεί μια αίσθηση μυστηρίου και αναμονής. Ας μην ξεχνάμε πως γενικότερα η  σύγχρονη ιαπωνική μυθοπλασία είναι πολύ πρωτότυπη ως προς την επιλογή των θεμάτων και το χειρισμό τους. Ιάπωνες συγγραφείς, πολύ γνωστοί και δημοφιλείς στη χώρα μας, όπως ο Καζούο Ισιγκούρο ή ο Χαρούκι Μουρακάμι μας βάζουν εύκολα  σε έναν κόσμο υπερβατικό, όπου  συγκεκριμένες συμβάσεις ή δεδομένα της  απτής πραγματικότητας ανατρέπονται μπροστά σε μια νέα, πιο ισχυρή και δυναμική μυθοπλαστική υπερπραγματικότητα. Στο ίδιο μήκος κύματος μοιάζει να κινείται και ο Τοσικάζου Καβαγκούτσι.

Το αλλόκοτο που αιφνιδιάζει τον αναγνώστη παίρνει και εδώ το δικό του σχήμα και τη δική του μορφή μέσα από το ταξίδι στο χρόνο που σκαρφίζεται ο συγγραφέας.

Σε ένα μικρό στενάκι, σε μια περιοχή γεμάτη κτίρια στο κεντρικό Τόκιο, υπάρχει ένα υπόγειο καφέ όπου οι επισκέπτες του μπορούν να επιστρέψουν για λίγο στο παρελθόν, ακόμη και στο μέλλον αν αυτό επιθυμούν, ακολουθώντας αυστηρά τους κανόνες που έχουν τεθεί ως προϋπόθεση γι΄αυτό το ταξίδι. Η παραμονή στο παρελθόν ξεκινά όταν σερβίρεται ο καφές και πρέπει να ολοκληρωθεί πριν αυτός κρυώσει. Επίσης, αυτοί που επιστρέφουν δεν έχουν τη δυνατότητα να  αναστρέψουν τα ήδη πεπραγμένα, μπορούν μονάχα να δουν και πάλι τον άνθρωπο που έχουν χάσει και πρέπει να προλάβουν να ολοκληρώσουν αυτό που έχουν να του πουν και να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στην επίλυση των υποθέσεων που τους απασχολούν ακόμη τόσο έντονα.

Ο συγγραφέας δημιουργεί με ευκολία μια συνθήκη όπου η ψευδαίσθηση παντρεύεται με την αίσθηση  σε έναν κόσμο που κινείται με φυσικότητα  πέρα από τον πραγματικό: «Η θερμοκρασία στο καφέ ξαφνικά έπεσε κατά έναν βαθμό και η ατμόσφαιρα ήταν τόσο πηχτή, που μπορούσες να την κόψεις με το μαχαίρι».

Επηρεασμένος από τη λογοτεχνία του φανταστικού, ο συγγραφέας  κάνει το χρόνο ρευστό και έτσι οι ήρωές του διασπούν εύκολα τα όριά του για να  συναντήσουν  τους ανθρώπους που αγάπησαν και εξακολουθούν να αγαπούν. Πρόκειται για  ιστορίες  απλών ανθρώπων που αντιμετώπισαν δύσκολες, μα όχι  ιδιαίτερα παράξενες καταστάσεις. Δεν υπάρχει καμιά εξωφρενική περίπτωση, αντίθετα μοιάζουν να είναι βγαλμένες μέσα από την καθημερινότητα. Ένας άντρας αναζητά τον καλύτερό του φίλο, του οποίου την κόρη μεγάλωσε ως δική του, ένας γιος θέλει να συναντήσει τη μάνα του που δεν είδε στην κηδεία της, ο εραστής ψάχνει την κοπέλα που δεν παντρεύτηκε ποτέ, και ο ηλικιωμένος ντετέκτιβ αναζητά τη σύζυγό του που δεν κατάφερε να σώσει.

Η ερώτηση, όμως, έχει ως εξής: «Αν με ό,τι κι αν κάνεις όσο είσαι στο παρελθόν, δεν μπορείς να αλλάξεις το παρόν, τότε γιατί να μπεις στον κόπο;». Η απάντηση μάλλον έχει να κάνει με τη σχέση που έχουν οι άνθρωποι με το παρελθόν τους, καθώς απ΄ό,τι φαίνεται πολλοί εξακολουθούν για χρόνια να βασανίζονται από κρυφά τραύματα που δεν μπορούν να επουλωθούν  και να σβήσουν με το πέρασμα του χρόνου. Πάνω σε αυτή την ψυχικά συμπαγή, σχεδόν εμμονική, σύνδεση που ενδεχομένως κάποιοι  άνθρωποι μπορεί να έχουν με το παρελθόν τους, ο συγγραφέας χτίζει τις σπονδυλωτές ιστορίες του, στον ίδιο χώρο, δίνοντας στους πελάτες αυτού του ιδιαίτερου καφέ τη δυνατότητα να γαληνέψουν για λίγο την ψυχή τους, προσφέροντάς  τους μια σύντομη συνάντηση με τον αγαπημένο τους. Κι όμως αυτό το τόσο λίγο, το ελάχιστο, διάστημα μέχρι να κρυώσει ο καφές φαίνεται πως είναι αρκετό για να προλάβουν να ζήσουν μαζί τους αυτό που δεν έζησαν.

Αναμονές, ενοχές, πληγές, ανομολόγητες λέξεις, κρυμμένα συναισθήματα, αλήθειες που δεν πρόλαβαν να βγούν στο φως  ή αγάπες ανολοκλήρωτες μοιάζουν να είναι  οι εκκρεμότητες που  συχνά οι άνθρωποι  έχουν μεταξύ τους, οι κυριότεροι λογαριασμοί που φαίνεται πως για καιρό μπορεί να παραμένουν ανοιχτοί…

Ωστόσο, η γραφή του συγγραφέα είναι κάπως απλoϊκή και οι συναντήσεις των ηρώων δεν διαθέτουν καμιάς μορφής συναισθηματική έξαρση. Η όλη ιδέα, ευρηματική στη σύλληψη, φειδωλή στην ανάπτυξη και την εμβάθυνση, εξελίσσεται μάλλον σαν ένα ψυχοθεραπευτικό παιχνίδι του φανταστικού, όπου οι ήρωες ανατρέπουν τους κανόνες της πραγματικότητας. Γίνονται ρευστοί  και διατρέχουν το χρόνο για να συναντήσουν αυτούς που αγαπούν έστω και για μια στιγμή,  με ένα τρόπο πολύ μοντέρνο βέβαια, και γνώριμο σε μας  κατά κάποιο τρόπο  από τα δημοτικά μας τραγούδια.

Η αφηγηματική εξέλιξη, παρά την πολλά υποσχόμενη αφετηρία, δεν φτάνει σε κάποια κορύφωση. Παραμένει κατά κάποιο τρόπο επίπεδη, καθώς απουσιάζει όλη η εσωτερική βαρύτητα των σχέσεων ή ο γνήσιος πόνος της τραυματικής εμπειρίας και όλα αφήνονται στη δίνη μιας απίθανης συναρπαστικής εμπειρίας που βιώνουν οι πελάτες του καφέ. Όλα λειτουργούν, θαρρείς, μέσα σε συνθήκες παραμυθιού, ενώ  καταλήγουν εντέλει και σε ένα είδος  ψυχικής ολοκλήρωσης, σε ένα είδος  αίσιου τέλους.

Βέβαια, αζίζει να αναφερθεί πως μέσα από τις ιστορίες  των ηρώων αναδύεται η δύναμη της αγάπης, η αξία των ανθρώπινων σχέσεων, η φιλία, ο έρωτας και εντέλει ο ίδιος ο άνθρωπος ως μοναδική οντότητα. Με δεδομένο μάλιστα το έντονο πρόβλημα της  αποξένωσης και της μοναξιάς που υπάρχει στην Ιαπωνία, μια πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν βέβαια λίγο ή πολύ όλες οι κοινωνίες της εποχής μας, οι ιστορίες που πλάθει ο συγγραφέας αποκτούν άλλη διάσταση, καθώς τοποθετούν τα συναισθήματα και τον ίδιο τον άνθρωπο ως ύπαρξη στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.

Για το τέλος, ο συγγραφέας κλείνει τις ιστορίες του με μια νότα αισιοδοξίας, δίνοντας και  το τελικό στίγμα της γραφής του:

«Οι εποχές κάνουν κύκλους.
Και η ζωή περνάει δύσκολους χειμώνες.

Αλλά μετά από κάθε χειμώνα, έρχεται η άνοιξη».

 

Περισσοτερα αρθρα