Ποίηση από αίμα και χώμα (για το βιβλίο “Ο Ιονέσκο παραφυλάει στην πόρτα Ιανουάλις” του Παναγιώτη Καλυβίτη ISBN: 9786185463960)
Δημήτρης Μπαλτάς

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Παναγιώτη Καλυβίτη επιγράφεται Ο Ιονέσκο παραφυλάει στην πόρτα Ιανουάλις (εκδόσεις Θράκα, 2025, ISBN: 9786185463960) με ευθεία αναφορά στο θέατρο του παραλόγου, του οποίου ο Ευγένιος Ιονέσκο υπήρξε από τους επιφανέστερους εκπροσώπους του. Τον τίτλο νομιμοποιούν τα ποιητικά κείμενα της έκδοσης, καθώς χαρακτηρίζονται από γλώσσα κοφτή, ελλειπτική, με απουσία συστηματικής στίξης και λόγο ορμητικό και βίαιο. Ο ποιητής μετέρχεται των δυνατοτήτων του μεταφορικού λόγου κατασκευάζοντας ετερόκλητες και ανατρεπτικές εικόνες που τεμαχίζουν την ποιητική σύνθεση. Με ενδιαφέρουσες γλωσσικές και αισθητικές ανατροπές και με μια υποδόρια ρυθμικότητα τεχνουργεί μια ποιητική ιστορία που ο αναγνώστης την προσεγγίζει περισσότερο με τις αισθήσεις παρά με τον νου. Δημιουργεί δηλαδή τις προϋποθέσεις για μια χειροπιαστή ποίηση που μπορεί κανείς να την αγγίξει.

Τον ποιητικό του λόγο καθορίζουν η έντονη σωματοποίηση και η συνέργεια του μνημονικού με τα αισθητηριακά όργανα. Ο μηχανισμός εν ολίγοις με τον οποίο πρόσωπα, αντικείμενα ή το φυσικό περιβάλλον ξυπνούν τη μνήμη απ’ τον λήθαργό της. Η γύμνια του σώματος – και κατ’ επέκταση η αλήθεια του – λειτουργεί αντιφατικά απέναντι σε μια εποχή που προβάλλει υποκριτική αιδώ και προτάσσει την αποσυναισθηματοποίηση. Το γλωσσικό πλαίσιο συνεπικουρεί την ποιητική πρόθεση, καθώς παραμένει μεταμοντέρνο και κατά τόπους υπερρεαλιστικό.

Με εικόνες αιχμηρές και σαρκικές ο ποιητής συζητά τις μικρές καθημερινές ήττες που βιώνει το ποιητικό υποκείμενο και τον τρόπο που εκείνο μοναχικά προσπαθεί να επουλώσει τις ολοένα αυξανόμενες ρωγμές του. Γράφει στο ποίημα «Το σοκάκι που είχε» (σ. 19-20) εν είδει διαπίστωσης-σημείωσης στο περιθώριο: [η ιστορία της χειρονομίας θα γραφτεί από τη μοναξιά των ματιών και τις μορφές απουσίας]. Η μοναξιά και η απουσία – απώλεια συνιστούν θεμελιακά στοιχεία στην ποίηση του Καλυβίτη, γι’ αυτό στο ποίημα «Οδηγίες επιβίωσης» (σ. 24) προκρίνει τη συσσωμάτωση των δύο αγαπημένων προσώπων σε ένα πρόσωπο που θα τα εμπεριέχει.

Στο ποίημα «Μα γιατί» (σ. 26-28) διαβάζουμε: με βασανίζουν οι σπονδές/ δε χαρίζομαι στην αγάπη και λίγο παρακάτω σκοντάφτουμε σε ένα εντός παρενθέσεως πικρό σχόλιο: (αποσυνάγωγη η ελπίδα διαπρέπει) κατανοώντας αφενός την εξομολογητική διάθεση και αφετέρου τη διάψευση των αγνών προσδοκιών της ποιητικής φωνής και μια αίσθηση διασάλευσης ή και αποσύνθεσης της μέχρι τώρα εικόνας της για τον εαυτό της, το έτερο αγαπημένο πρόσωπο αλλά και τον κόσμο. Η αίσθηση αυτή κορυφώνεται στο ποίημα «Πόρτα Ιανουάλις, περάστε» (σ. 31-34) με τους στίχους: στο κρανίο υπάρχει μια αποικία από/ αγριολούλουδα μέλισσες και θυμάρι. Στο ίδιο ποίημα η ποιητική φωνή συζητά, απευθυνόμενη σε ευήκοα ώτα, αν αξίζουμε ή όχι την ελπίδα, αν φτάσαμε εκεί που θέλαμε ή όχι, αν παλεύουμε για το άπιαστο ή συμβιβαζόμαστε με το ευκόλως εννοούμενο, με το τετριμμένα αναμενόμενο, καταλήγοντας σε μια ενοχική διαπίστωση: ίσως τελικά/ να μην αξίζουμε τόση ελπίδα.

Στο «Σκα ντάλια» (σ. 42-43) παρατηρούμε ότι οι υπαρξιακές ανησυχίες, οι αγωνίες και οι συγκινήσεις της ποιητικής φωνής διαπερνούν το σώμα σε μια βιο-πάλη του δέρματος, για να μεταφερθούμε στο ποίημα «Με τον πρώτο τυχαίο» (σ. 45) στη διαλεκτική της αμαρτίας και της ενοχής, που συναντήσαμε και παραπάνω, με τους αφοπλιστικούς στίχους: το ολοκαύτωμα είναι σκοπός της ζωής/ έστω κι αν σε περιστάσεις/ είμαστε υγροί. Γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η ποιητική αφήγηση ακροβατεί μεταξύ ενός άκρατου και χειμαρρώδους ερωτισμού, που ραγίζει σώματα και ψυχές, και μιας πορείας – μοναχικής και πένθιμης – με προορισμό την προσωπική Ανάσταση του εαυτού που αγωνίζεται σε μια εσωτερική υπαρξιακή και συναισθηματική δίνη. Στο ποίημα «Juno» (σ. 51-53) διαβάζουμε: Ο δρόμος γεμάτος από ιτιές πλατάνια κυπαρίσσια/ κάποια ανάποδα και κάποια/ σκυφτά/ στο πιο ψηλό ανάποδα/ ο κρεμασμένος// αναρωτιέται// κι αν τα ποιήματα ήταν/ φτιαγμένα μονάχα/ από το απλανές σμίξιμο ή/ από τη βία μονάχα// των ρημάτων/ τότε πώς […]

Ο χλωρός έρωτας μιλά σε γλώσσες απελπισίας με τη δαγκωματιά του να πληγώνει το κατ’ επίφαση ανυποψίαστο ποιητικό εγώ και να τού υπενθυμίζει ότι πριν την επίκληση/ αίματος όλες οι εντυπώσεις/ διπλώνουν («Υπόγειο κάγκελο», σ. 57-58). Ο ξιφομάχος έρωτας στην ποίηση του Καλυβίτη άμεσα συσχετίζεται με τη νομοτελειακή επερχόμενη εγκατάλειψη και απομάγευση, ενώ η ορμητικότητά του στο πέρασμά της κουρσεύει την ψυχή του ποιητικού υποκειμένου αναγκάζοντάς το να μαθητεύσει ξανά στη λύπη και το πένθος. Στο ποίημα «Οι καμπύλες δεν αντιστέκονται» (σ. 66-70) διαβάζουμε: τα κοχύλια έχουνε όμορφο στήθος/ και εγκατάλειψη, ενώ λίγο παρακάτω στο ποίημα «Ναι, θέλω» (σ. 72-74) διαβάζουμε: […] ξυπνούσε ο εαυτός/ πεθαμένος// κι έπρεπε να του μάθω ξανά […]. Κι αν ο έρωτας μοιάζει με σφαγείο («Λίγο έρωτα», σ. 89-91), εκεί είναι που συναντώνται η θνητότητα με την αθανασία, εκεί είναι που αξίζει κανείς να θυσιαστεί, εκεί που αίφνης/ μια δίνη/ όπως αναρωτιέται// η καμπύλη της γης αποκρίνεται. («Μια δίνη», σ. 93-95)

Θα κλείσω αυτή τη σύντομη περιδιάβαση στο ποιητικό βιβλίο του Παναγιώτη Καλυβίτη με αναφορά στο ποίημα «Λίγο ακόμη» (σ. 87-88), το οποίο εκκινεί με την ωραία παρήχηση: Ήμερες// ημέρες/ έρημες, και ενέχει κατά τη γνώμη μου θέση μανιφέστου σε ό,τι έχει να κάνει με τον τρόπο που ο ίδιος ο ποιητής βλέπει την ποίηση και την υπηρετεί, όπως εμμέσως περιγράφουν οι στίχοι: κάποιοι προτείνουν να ζήσουμε στη γλώσσα/ ο Ιονέσκο χτενίζει κάτι/ μισάνοιχτες πόρτες. Έτσι, ο ποιητής εκμεταλλεύεται τεχνικά τις ποικίλες και απειράριθμες δυνατότητες της γλώσσας γεμίζοντας υπαρξιακά κενά με ποίηση που ανατρέπει το αναμενόμενο και λογικό, αλλά χαράσσει οδούς, όπου το παράλογο προσλαμβάνει μια απαράμιλλη συναισθηματική ένταση.

Περισσοτερα αρθρα