Είκοσι δύο ολιγόστιχες ποιητικές καταγραφές αποτελούν την πρώτη τυπωμένη εμφάνιση του Γιάννη Κοτζαμπάση στη σύγχρονη ελληνική ποίηση, ο οποίος επιλέγει να επιγράψει τούτη τη συλλογή με τον τίτλο Περιγραφές (εκδόσεις Βακχικόν, 2024), ώστε ήδη από τον τίτλο να δώσει προβάδισμα στο ουσιαστικό. Και τούτο το σημειώνουμε, καθώς τα περισσότερα ποιήματα είναι άτιτλα, ενώ τα υπόλοιπα έχουν κατά κύριο λόγο ως τίτλο τους ένα ουσιαστικό. Τα ονοματικά σύνολα κυριαρχούν στη συλλογή, για να αποδώσουν την ψυχοσυναισθηματική κατάσταση του ποιητικού υποκειμένου ή του προσώπου στο οποίο απευθύνεται η ποιητική φωνή, ενώ τα ρηματικά διαδραματίζουν έναν ξεχωριστό ρόλο που περιστρέφεται γύρω από τον χώρο και τον χρόνο, έννοιες κομβικές στην προσέγγιση της ποίησης του Κοτζαμπάση. Αλλά ας φωτίσουμε κάποια ποιήματα περισσότερο, ώστε να παρατηρήσουμε καλύτερα τα συστατικά υλικά της ποίησής του και τα θέματα που θίγει.
Στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής ο αναγνώστης θα βρεθεί αντιμέτωπος με το δίπολο «είναι» και «φαίνεσθαι», καθώς το θέμα του ποιήματος δεν είναι άλλο από τη διαπραγμάτευση της πραγματικότητας μέσω του ειδώλου. Πώς το ποιητικό εγώ βλέπει, δηλαδή, το είδωλό του. Ο εγωτισμός και η αντανάκλαση αυτού στον καθρέφτη ενδέχεται να σοκάρει, να τρομάξει και να καταπιεί το ανακλώμενο πρόσωπο, ωστόσο υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που καταφέρνουν και σώζονται από τη μάσκα που τους στενεύει και τους περιορίζει. Ο τρόπος με τον οποίο το καταφέρνουν αυτό μάς παρουσιάζεται, ενδεχομένως, στα επόμενα ποιήματα της συλλογής, τα οποία σχοινοβατούν μεταξύ του τώρα και του άλλοτε. Ως προς αυτή την κατεύθυνση συνδράμει η μνήμη. Εκεί που ο χώρος μικραίνει και εγκλωβίζει την ποιητική φωνή, εκείνη βρίσκει διέξοδο στη μνήμη μιας χαμένης πλέον παιδικότητας. Με εικόνες ανοίκειες και λεκτικές συνάψεις σιβυλλικές ο ποιητής αποδίδει τη δική του αλήθεια, η οποία ακολουθεί μια πορεία εσωτερική, από τον μέσα προς τον έξω κόσμο. Το ποίημα «Ηλικία» (σ. 10), το οποίο εύστοχα επιλέγεται και για το οπισθόφυλλο του βιβλίου, αναφέρεται σε αυτήν ακριβώς την πορεία, σε αυτήν την ένδον στροφή και καταλήγει με την αναφορά στον σημαίνοντα ρόλο του χρόνου: «Ο χρόνος μονίμως χαλάει, πισωγυρίζει, ίσως να ʼναι αναπηρία/ ίσως μια γνώση/ ίσως μέρος για να σταθείς και να φτιάξεις». Τη δημιουργική διάθεση του τελευταίου στίχου επιτείνει η έμφαση του ποιητή στην ορατότητα. Τα μάτια και το βλέμμα πρωταγωνιστούν και επί της ουσίας κουμαντάρουν τη ζωή σε σχέση με τις υπόλοιπες αισθήσεις. Ο ποιητής παρατηρεί προσεκτικά ό,τι συμβαίνει γύρω του και μεταιχμιακά τοποθετεί εαυτόν ανάμεσα σε ανθρώπους – οθόνες και ανθρώπους – σάρκες, θέλοντας να αποδώσει τη μάταιη αντίσταση στη φθαρτότητα, στον χρόνο, αλλά και να καυτηριάσει το ξόδεμα των ανθρώπων στην παροδικότητα, στο στιγμιαίο συμβάν που εκπίπτει στη λήθη.
Προχωρώντας ο αναγνώστης θα εντοπίσει τον υπερρεαλιστικό τόνο που διατρέχει ορισμένα από τα ποιήματα της συλλογής και χρησιμοποιείται ως κάλυμμα, ως περιτύλιγμα, που προετοιμάζει την απογύμνωση. Και ως απογύμνωση νοείται η μοναξιά του ποιητή στο βάθος του χρόνου. Παράλληλα, το ποιητικό υποκείμενο τραμπαλίζεται μεταξύ αδράνειας και τόλμης, παθητικότητας και οργής με όχημα τις ανθρώπινες σχέσεις και, κυρίως, τον έρωτα. Ο ποιητής εξακολουθεί να περπατά στην εσωτερική πορεία που έχει χαράξει, διστακτικά, άλλοτε κάνοντας κάποια βήματα μπροστά και άλλοτε μένοντας στάσιμος και αμφίθυμος. Ανάμεσα σε μολυβένιες σκιές, οι κλειδώσεις του εαυτού και η σπονδυλική στήλη της φαντασίας αντικατοπτρίζουν και νοηματοδοτούν τη ματαιοδοξία της αυγής, με το διακύβευμα να επανέρχεται σταθερά: «Τα παιδιά που κάποτε αναγνωρίζαμε τους εαυτούς μας, είναι πλέον κούφια/ Έρεισμα της καμπυλότητας που μας αφήνει να υπάρχουμε ανεπαίσθητα/ Καίγονται κι οι αναθυμιάσεις φτάνουν να γεννούν χώρους και χρόνους/ ασταμάτητα που όλοι τους καταλήγουν στον δείκτη μας/ Δείχνουμε για να μη δεχθούμε/ Μνήμη που βιαιοπραγεί αφήνοντας τα ίχνη τυλιγμένα, μπερδεμένα στους άλλους […]» (σ. 17). Ο δείκτης, το δεύτερο δάχτυλο του χεριού μας, επανέρχεται στην ποίηση του Κοτζαμπάση, αποκτώντας συμβολική χροιά γύρω από την ενοχή και την αντιμετώπισή της, όπως ο αναγνώστης θα εντοπίσει και στο ομώνυμο ποίημα «Ενοχές» (σ. 26), όπου οι ενοχές ενδεδυμένες αθωότητα ποτίζουν το βλέμμα του ποιητικού υποκειμένου, το οποίο τώρα μάς απευθύνεται και μιλά σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, και προσμένουν χαιρέκακα την πτώση μας. Να σημειωθεί εδώ ότι ακόμα κι όταν ο ποιητής χρησιμοποιεί το τρίτο πρόσωπο μοιάζει να μιλά στον εαυτό του κλείνοντας το μάτι στον αναγνώστη, σε εμάς.
Ο δείκτης, το δάχτυλο που δείχνει, που στήνει στον τοίχο τους άλλους αλλά προπάντων το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, σαν να το κατηγορεί για κάτι και να του θυμίζει ότι θα έρθει η ώρα της πληρωμής για το φταίξιμό του. Γι’ αυτό και ο ποιητής τεχνουργεί στίχους που δείχνουν την πίεση που ασκείται στην ποιητική φωνή. Τη νύχτα το ταβάνι χαμηλώνει, οι τοίχοι πλακώνουν τις ελπίδες, τα όνειρα μπουκώνουν, οι ενοχές βυσσοδομούν, μέχρι το πρώτο φως του ήλιου, οπότε η ανάσα ξαναβρίσκει τον κανονικό της ρυθμό και η ταλαιπωρημένη από την ολονυκτία ψυχή ηρεμεί. Το ποιητικό υποκείμενο ξαναβρίσκει τη μιλιά του και η φωνή του μαλώνει τις σκιές του μυαλού, που για άλλη μια φορά πήραν το προβάδισμα. Το φως λειτουργεί ιαματικά.
Πάντα απομακρύνεται από το φως.
Αδύνατος στο σώμα και γυάλινος, νιώθει καλύτερα στη σκιά.
Κάθε πρωί προσπαθεί να ξεπλύνει με εξηγήσεις τα όνειρά του.
Άλλοτε πάλι στρέφεται στα ρούχα του και τους μιλάει σαν πατέρας.
Θέλει να τους διδάξει να μην τον αφήσουν ποτέ γυμνό.
Φτιάχνει πηγάδια με τα λόγια των άλλων.
Να πιεί, μα όχι να ξεδιψάσει. (σ. 24)
Ο αέρας φυσά προς τα μέσα, η φωτιά καίει προς τα μέσα, η νύχτα προχωρεί προς τα μέσα, για να συναντήσουν την ψυχή και ό,τι εκείνη κουβαλά μαζί της με την προτροπή να μην πάψει ποτέ να χαράζει δρόμους, να μην πάψει να ψιθυρίζει τη δική της μικρή ιστορία. Να πάψει να φοβάται σκέψεις που τρίζουν και να κοιτάξει κατάματα αλήθειες που καίνε.