«Παγωμένα πέλματα» του Βαγγέλη Μπέκα

Ο Βαγγέλης Μπέκας είναι μετρ του σασπένς, πλέκοντας ιστορίες με ροή που κόβει την ανάσα. Το είδα αυτό και στο προηγούμενο βιβλίο του, που – όπως και στα Παγωμένα πέλματα – ξέπλεκε την ιστορία με κινηματογραφική ροή. Όμως στα Πέλματα έχουμε μια αμιγώς αστυνομική ιστορία και μάλιστα νουάρ, όπου συντελείται και μια αισθητική μετατόπιση: ο συγγραφέας δεν επιλέγει απλά να εξιστορήσει τα γεγονότα, αλλά ουσιαστικά διαπραγματεύεται το θέμα του σεξισμού σε ένα παραδοσιακά ανδροκρατούμενο επάγγελμα, εκείνο του αστυνομικού – το οποίο σε μεγάλο βαθμό αποδομείται. Θα πω βέβαια ότι η επιλογή του αστυνομικού μυθιστορήματος δείχνει και μια άλλου είδους μετατόπιση του συγγραφέα, αυτή τη φορά σε ένα πιο εμπορικό είδος, μια και το αστυνομικό μυθιστόρημα συνήθως παραπέμπει στη μαζική κουλτούρα.

Πέρα από το θέμα του σεξισμού, στο στόχαστρο της ανάλυσης του Μπέκα μπαίνει και ο κόσμος των μήντια, ο κόσμος της νύχτας, αλλά και η πολιτική εξουσία που χρησιμοποιεί τους κόσμους αυτούς σαν βραχίονές της. Και, κάπου στη μέση, η αστυνομία που δεν μπορεί παρά να είναι βυθισμένη στη διαφθορά. Σκιαγραφώντας όλα αυτά, ο Μπέκας ουσιαστικά κάνει ένα κοινωνικό σχόλιο για τα δομικά υλικά της σύγχρονης πραγματικότητας με πολιτική χροιά. Το αν η ιστορία του ολισθαίνει στο κλισέ (κυρίαρχο στοιχείο της μαζικής κουλτούρας), δεδομένων και των διαστάσεων που έχουν πάρει τα συναφή θέματα στις μέρες μας, είναι ίσως ένα δόκιμο ερώτημα.

Όσο για την πλοκή, στο επίκεντρο βρίσκεται μια υπαστυνόμος που παίρνει τη μετάθεση των ονείρων της, στο Ανθρωποκτονιών. Δεν φαντάζεται όμως το συνεχές bullying που τις επιφυλάσσει ο γλοιώδης προϊστάμενός της Ζηκάκης, ο οποίος θα προτιμούσε να έχει να κάνει με ένα… κομοδίνο ή οποιοδήποτε άλλου είδους διακοσμητικό έπιπλο παρά με μια άξια γυναίκα, καθώς εκ πεποιθήσεως δεν μπορεί να δεχτεί καν πως μια γυναίκα μπορεί να είναι άξια. «Δε μιλάς, δε ρωτάς, ακούς και μαθαίνεις» λέει συνέχεια στην υπαστυνόμο Μήτση, η οποία όμως βλέπει τα κενά στην έρευνα και κατατρώγεται με τις πιθανότητες που μένουν ανερεύνητες – οπότε αναλαμβάνει δράση.

Δεν είναι κάτι που γίνεται ανώδυνα ή ακίνδυνα. Ο εξευτελισμός που της επιφυλάσσει ο Ζηκάκης είναι πολύπλευρος: όχι μόνο τη στριμώχνει στο κουζινάκι του Τμήματος, απειλώντας την, αλλά τη σύρει και στον προϊστάμενό τους για να αποδείξει την ασχετοσύνη της. Όμως η Μήτση όσο απειλείται, τόσο πεισμώνει – ώσπου βρίσκει επιτέλους τον τρόπο να αναγκάσει τους εμπλεκομένους να λάβουν υπόψη τη γνώμη της για την πορεία και την εξέλιξη της έρευνας. Έτσι όπως το περιγράφω, φαίνεται κι αυτό κάπως κλισέ, όμως η υπαστυνόμος δεν είναι μονοδιάστατη: παρακολουθούμε σε όλη τη διάρκεια τις αμφιβολίες της, τα τρωτά της σημεία, τις δυνάμεις και τις αδυναμίες της. Και, εντέλει, yes to girl power! Γιατί δηλαδή μια γυναίκα αστυνομικός να μη βάλει τα γυαλιά στα βαριά πεπόνια, τους (ανάξιους άλλωστε και διεφθαρμένους) προϊσταμένους της;

Παράλληλα με την ιστορία της υπαστυνόμου, διαβάζουμε και την ιστορία ενός απολυμένου δημοσιογράφου που αναγκάζεται να εργαστεί ως ιδιωτικός ερευνητής, του Θωμά Δήμου. Η πορεία του διασταυρώνεται με εκείνη της Μήτση, καθώς οι έρευνες και των δύο αφορούν τελικά τις ίδιες υποθέσεις. Εκείνος καλείται να αντιμετωπίσει περισσότερα υπαρξιακά διλήμματα από ό,τι η Μήτση, η οποία αναλώνεται σε μεγάλο βαθμό στη διαλεύκανση των εγκλημάτων που έχει αναλάβει (τα παγωμένα πέλματα για παράδειγμα ανήκουν σε μια κοπέλα που βρέθηκε κρεμασμένη). Ωστόσο και ο Δήμου δοκιμάζεται εξίσου σφοδρά.

Και, όπως άλλωστε συμβαίνει στην πραγματική ζωή, η απελπισία και η μοναξιά του ενός έλκονται από τα αντίστοιχα του άλλου. Ψάχνοντας ένα σταθερό σημείο, την ανθρώπινη επαφή, τη βρίσκουν τελικά μεταξύ τους – αν και το λαβ στόρι που πλέκεται παραμένει ανοικτή υπόθεση μέχρι τέλους.

Εντέλει, οι ανεξάρτητες έρευνες των δύο πρωταγωνιστών προσφέρουν τα στοιχεία που επιτρέπουν να λυθεί ο γρίφος περί της φύσης των δολοφονιών. Όμως η αποκάλυψη δεν γίνεται παρά μόνο στις τελευταίες σελίδες. Είναι τότε που η τάξη μοιάζει επιτέλους να επανέρχεται στον τρωτό και πληγωμένο κόσμο που περιέγραψε νωρίτερα ο Βαγγέλης Μπέκας.

Αυτό που αγαπώ ιδιαίτερα στο στιλ του Βαγγέλη είναι ότι δεν προσφέρει ένα εύκολο ή μονοδιάστατο τέλος – κάποια παράμετρος ή και περισσότερες μένουν πάντα ανοικτές, προσκαλώντας τη φαντασία του αναγνώστη να γράψει τον επίλογο όπως εκείνη θέλει. Το ίδιο συμβαίνει και με τούτη την ιστορία, που κλείνει όπως αξίζει σε ένα καλό αστυνομικό μυθιστόρημα: με την υπόσχεση της ευρύτερης δικαιοσύνης.

Χριστίνα Λιναρδάκη

Περισσοτερα αρθρα