Μια ποιητική συλλογή είναι a priori μια περιπλάνηση σε έναν κόσμο που κάποιος ποιητής προτείνει στον αναγνώστη. Και εκείνος, αποδέχεται την πρόσκληση εν λευκώ και ταξιδεύει μαζί του, καταβυθίζεται στους στίχους, αφουγκράζεται τα μηνύματα, τα αποκωδικοποιεί, τα παραποιεί, τα προσαρμόζει στον δικό του κόσμο, στις δικές του ανάγκες, ανάλογα με τις εμπειρίες, τα βιώματα ή και τη συγκεκριμένη στιγμή της ανάγνωσης. Και κάπως έτσι, γράφει με τη σειρά του το δικό του ποίημα ως απάντηση, συμπλήρωση, αντίδραση, αντίσταση, διάσταση, απόσταση, έκσταση σε όσα διάβασε. Κι αυτή είναι η χαρά της ποιητικής δημιουργίας, ότι αποτελεί ανά πάσα στιγμή αφορμή για συνδημιουργία με ένα εσύ στο οποίο απευθύνεται. Πόσο μάλλον όταν η ποιητική συλλογή που διαβάζει κανείς τιτλοφορείται Πλάνης στην Πλάνη της (εκδόσεις Θίνες, 2024) κι από την αρχή καλεί τον αναγνώστη σε ένα ταξίδι διαπλανητικής περιπλάνησης, παραπλάνησης και αποπλάνησης. Σε ένα ταξίδι που στόχος είναι να μη βρεθεί διέξοδος από την περιπλάνηση, να μην προσπαθηθεί αποφυγή της παραπλάνησης, να μην επικρατήσουν οι περιορισμοί της μη αποπλάνησης. Γιατί τι άλλο είναι η ποίηση παρά η πορεία-περιπλάνηση στον λαβυρινθώδη κόσμο των ιδεών και των λέξεων, η ανάγκη της εσκεμμένης παραπλάνησης σε μια πορεία ζωής που επιβάλλει τον ορθό δρόμο την ίδια στιγμή που όλα γύρω τον υπονομεύουν, η χαρά της αποπλάνησης από έναν επιδέξιο εραστή που χαράζει στη μνήμη και στο σώμα μοναδικές ερωτικές εμπειρίες, αν και ασώματες, αν και πνευματικές. Αυτό το μοναδικό βίωμα μπορεί να ζήσει κανείς μέσα από τη συλλογή της Κατερίνας Γκιουλέκα, περιδιαβαίνοντας μαζί της τόσο τις μικρές ώρες της νύχτας όσο και τις μεγάλες ώρες της ημέρας, παρακολουθώντας τις μεγάλες ή τις μικρές στιγμές που κάθε χρονική στιγμή μπορεί να χαρίσει στον άνθρωπο. Άλλωστε η ζωή είναι ο χρόνος που επενδύουμε στα πράγματα ή στους ανθρώπους, ο τρόπος με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε κυριολεκτικά και μεταφορικά τα πρωινά και τα μεσημέρια μας, τις ανατολές και τις δύσεις μας, την αρχή και το τέλος μας.
Η ποίηση για τη Γκιουλέκα αποτελεί το μέσο. Τα μηνύματά της καλά σφραγισμένα μέσα στις λέξεις, αποτελούν μία δύσβατη περιοχή, που απαιτεί απερίσπαστη σκέψη, πολλαπλές και αργές αναγνώσεις. Με λίγα λόγια αντιστρατεύονται την εποχή της ταχύτητας. Μιλούν αργά, όχι καθαρά αλλά συμβολικά, αλληγορικά, αναγκάζοντας τη σκέψη σε προσεκτικές διατάσεις, ώστε να επιτραπούν ευλύγιστες κινήσεις, μακρινά τεντώματα, οδυνηρές επικύψεις, βασανιστικές κάμψεις, δύσκολα ανοίγματα. Το κέρδος, όμως, αυτού του γυμνάσματος αξίζει τον κόπο. Γιατί επιτυγχάνεται απόλυτη πνευματική έκταση σε μήκος και σε πλάτος, σε ύψος και σε βάθος, μια έκταση που στην απλωσιά της καλύπτει τα προσωπικά αδιέξοδα του «εγώ» και τους συλλογικούς μονόδρομους του «εμείς», μια έκταση που για να διανυθεί απαιτεί τη μετατροπή του ατομικού αθλήματος της ζωής σε ομαδικό. Με λίγα λόγια, η συλλογή αγγίζει κάθε προσωπική και κοινωνική νοσηρότητα, καθιστώντας φανερό ότι το μεταξύ τους όριο είναι, τελικά, δυσδιάκριτο − ίσως κι ανύπαρκτο: το απαθές ή εμπαθές πάθος, η ουσία της απουσίας, ο χρόνιος και άχρονος χρόνος, η a priori γηρασμένη νιότη και η βραχύβια παιδικότητα, η ηχηρή σιωπή, η αμνησία της μνήμης, η εφαπτομένη του ανέπαφου, η νύχτα, ο θάνατος εν γένει, ο μαρασμός της αναγεννημένης φύσης ή/και το απάνθρωπο της ανθρωπιάς, ο ρόλος, ο στόχος, η διαδικασία της ποιητικής γραφής, σεργιανούν συχνά αξεχώριστα μέσα στα στιχένια καμώματα της Γκιουλέκα, αφήνοντας στον αναγνώστη την επίγευση της ευθύνης που φέρει η γνώση, γιατί η ποιητική φωνή μιλά σταράτα, καθαρά, απροκάλυπτα, σκληρά: «Πόσο ξεκούραστο / όσα δεν ήξερες / ποτέ να μην τα μάθεις / τι θένε κι έρχονται στο φως / άλλος μπορεί να πει / επικίνδυνο το να μην / ξέρεις ό,τι ποτέ δεν έμαθες / ή και χειρότερο / να κάνεις πως» («Με αφορμή ένα άσχετο διάταγμα προεδρικό»).
Αγκυλωμένος ο άνθρωπος στον χρόνο και στον θάνατο, ένας παράλυτος οργανισμός που ζει με την ψευδαίσθηση του σαλέματος. Στο ποίημα «Χωροχρωμά», ο χώρος φαίνεται καλύτερη και ανθρωπινότερη διάσταση από ό,τι ο χρόνος. Τουλάχιστον ο χρόνος παρέχει στάση, ενώ ο χρόνος χαράζει την απόσταση. Ο τελευταίος απομυζά όποια αξιοπρέπεια απέμεινε στον άνθρωπο, τον καθιστά «επαίτη επετείων», μάταιο αναζητητή του χαμένου χρόνου, έναν μόνιμο ζητιάνο λεπτών, για να του φορέσει στο τέλος το μόνιμο φίμωτρο της τελικής αλαλίας: «Χώρος η στάση· / χρόνος η απόσταση / Δηλώνει παρουσία ύπουλα / αμολώντας κάπου στον ιστό / ένα, φέρ’ ειπείν, διαλείπον / σύνδρομο υποκλοπής υποκλειδίου / σε μετατρέπει σε / επαίτη επετείων / ικέτη και σκλάβο / σιωπών / στο τέλος / σου περνάει γλυκά / το χαλινάρι / το άγνωμον / φίμωτρο / του χρόνου». Είναι τότε που ο θάνατος επίκειται ως μοναδική πραγματικότητα, τότε που αναγκάζεται ο άνθρωπος να συμφιλιωθεί με το δόσιμο της σκυτάλης στον επόμενο, τότε που ο δρόμος με τις «παρόδιες και παροδικές παπαρούνες» οδηγεί στη στερνή κατοικία: «ο χρόνος έχει απολιθωθεί, αφέθηκε / να τρέχει στον αυτόματο ανεξέλεγκτα / σε όρθιο τοίχο, δεξιά κι αριστερά / της διαδρομής μου άνθισαν ανθρώπων οι / επόμενες γενιές και ήδη σεμνά υποκλίνονται / –παρόδιες και παροδικές– /της εποχής οι παπαρούνες» («Ανησυχώ»). Ο θάνατος σε μια απολογιστική διάθεση σκιαγραφείται ως το κλείσιμο των λογαριασμών με τα «πρέπει» και με τις λέξεις, ως το ξεθώριασμα του χρώματος και ο αυτοσαρκασμός του πάθους, ως το σβήσιμο των φωνών και των ηθελημένων σιωπών, μια κυρίως ως μια υπέρβαση, ως η διατράνωση του πιο υπέροχου οξύμωρου, αυτού που συνδυάζει το μακροβούτι στο σκοτάδι με την αναγέννηση στο φως: «τα χρώματα θα ξεθωριάζουν / τα πάθη τρυφερά θ’ αυτοσαρκάζονται / θα σβήνουν μία μία οι φωνές / κυρίως δεν θα απαιτούν επίμονα οι λέξεις / τελευταία θα σωπάσουν τα ρολόγια/ καθώς θα πέφτει πελιδνό σκοτάδι την ίδια εκείνη ώρα / που αστραπιαία σε χώρο πλέον άχρονο / θα σε τυφλώσει Φως / (π λ ο π ) («Ζώσα ύλη – οργανική ιλύς»).
Αντιστάθμισμα στο εφήμερο της ύπαρξης, η μακροημέρευση της ποίησης. Αλλά όχι χωρίς προϋποθέσεις. Η ποίηση αντικρίζεται ως μια διαδικασία που αποφεύγει τις βεβαιότητες και τα συμπεράσματα, που εισβάλει σε χώρους για να βρει τους τρόπους και σε χρόνους για να μυηθεί στους τόπους, που ενδύεται ρόλους για να ζήσει σε στοιχειωμένους κόσμους, μια διαδικασία μυωπική, κατά την οποία ρίχνεται κανείς με την ψευδαίσθηση της καθαρής όρασης («Υποψίες»). Πρώτη ύλη της οι λέξεις, με προτίμηση αυτές που είναι κλεισμένες στο σεντούκι κι απαιτούν ειδικούς, λεπτούς χειρισμούς «όπως θ’ άγγιζες / λιωμένη μια νταντέλα / αράδιασέ τες χύμα πάνω σε άδεια / με επιμέλεια σφουγγισμένη τάβλα στοχασμού («Το σεντούκι»). Ο ποιητής, ως άλλος μελισσοκόμος, συνδιαλέγεται με τα πουλιά σε μια μεταλλαγή του σαχτούρειου ποιητικού προσωπείου που τον θέλει «κληρονόμο πουλιών», αφήνει το ποιοτικό και ποιητικό του μέλι να ζαχαρώνει, ενώ κάπου στα Αροάνια, στον σημερινό Χελμό, στο «δηλητηριώδες βουνό» από όπου πηγάζει η Στύγα με το νερό δηλητήριο, οι μέλισσές του απολαμβάνουν το προνόμια μιας μοναδικής εμπειρίας δηλητηριώδους τροφής, για να παράγουν τον μαγικό εκείνο πολτό που κάνει τα πικρά λόγια να μυρώνουν τα σώματα και τα βλέμματα («Μελιτοφόρες στ’ άρματα»).
Τα επανερχόμενα μοτίβα σε συνδυασμό με την ιδιόμορφη τεχνική της Γκιουλέκα οδηγούν στο να μπορεί κανείς διαβάζοντας λίγα μόνο ποιήματά της να αναγνωρίζει εύκολα στη συνέχεια τη δημιουργό κάθε φορά που πέφτει πάνω σε δικούς της στίχους. Το εύρος του λεξιλογίου της εκτείνεται τόσο, ώστε να αγκαλιάζει λέξεις λόγιες και λαϊκές, ξενικές κι ιδιωματικές, λέξεις από την αρχιτεκτονική, τη γεωργική, τη ναυτική, τη μαγειρική τέχνη, λέξεις σπάνιες και με πλήθος συνδηλώσεων, κατορθώνοντας μια πανδαισία υφών κι εκφράσεων. Παρώνυμες λέξεις, λεπτές παρηχήσεις (απόλαυση ανάλεκτη κι ανέκκλητη, πελαγοδρομώ και πελαργοδομώ), ομόηχες-ομώνυμες λέξεις (κήδος-κύδος), στοχευμένες προσαυξήσεις συλλαβών (κοχ-λα-λά-ζον το μελάνι όταν σκύβει να υπηρετήσει τη μνήμη), σύζευξη αταίριαστων λέξεων (ασύμφωνα σύμφωνα), λεκτικά παιχνίδια («Άβε, Σαλώμη- Αβεσσαλώμ»), παιχνιδιάρικα υπερβατά που ταξιδεύουν το βλέμμα στην οριζόντια και την κάθετη διάσταση του ποιήματος, προκειμένου να παρακολουθήσει του στοχασμού την αρχιτεκτονική. Όλα λειτουργούν συμβολικά, σε μια προσπάθεια να κωδικοποιήσει η ποίηση την ανθρώπινη συνθήκη − κυρίως του πνιγμού, της ασφυξίας, της απώλειας, του ανεπίστρεπτου. Με λίγα λόγια, ερχόμαστε σε επαφή με μια ποίηση που αξιοποιεί και την οπτική γραμματική κι ανάγνωση, που προσφέρεται για λογοπαίγνια και γλωσσικά παιχνιδίσματα που κυοφορούν γνήσιες παρωδίες με κορυφαία την Παρωδήσσεια, μια παρωδία της Οδύσσειας, όπου το σεμνό πρότυπο της πιστής Πηνελόπης συνομιλεί με τα πολλαπλά πρόσωπα του πειρασμού, όπως αυτά αντικατοπτρίζονται στις διαδοχικές ερωμένες του άπιστου ήρωα: έτσι η χώρα των Λαιστρυγόνων γίνεται χώρα των Lustτριγώνων, καθώς τα μαντάτα καταφτάνουν «πολύφημα» (κατά τον μοιραίο Κύκλωπα).
Η ποίηση της Γκιουλέκα είναι ποίηση νεωτεριστική. Επιχειρεί απίστευτους συνειρμούς και στηρίζεται στον πεζολογικό τόνο, στη ασύμβατη συμπλοκή λέξεων, στην παράξενη εικονοποιία. Ωστόσο, υποδόρια λειτουργεί ένας εσωτερικός ρυθμός που κατευθύνει τα βήματα, που κρατάει το τέμπο, που καθιστά εφικτές τις προσδέσεις, ώστε να τελεσφορούν του αναγνώστη οι συνδέσεις, άκοπα, χωρίς πολλές πιέσεις. Συνδέσεις που αφήνουν την ικανοποίηση της ανάγνωσης μιας ποίησης βάθους, ικανού αναχώματος στην εποχή της επιφάνειας και της ευκολίας. Η όλη επαφή με την ποιητική συλλογή της Κατερίνας Γκιουλέκα είναι μια ευχάριστη απόδραση σε μια υπέροχη πλάνη. Σε τούτο το μαγικό και μαγευτικό στροβίλισμα στον κόσμο των στίχων κομβικό είναι το έργο του Γιώργου Τσόπανου, που κοσμεί το εξώφυλλο, και η ποιότητα της έκδοσης, που έχουν επιμεληθεί με εξαιρετική αισθητική οι ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΘΙΝΕΣ.