Η νέα ποιητική συλλογή του Πάνου Μπόρα, Ώρες αναγέννησης (εκδόσεις Μετρονόμος, 2024), απαρτίζεται από είκοσι ένα, ολιγόστιχα και ελευθερόστιχα, ποιητικά κείμενα, των οποίων η συνέχεια καθορίζεται, όπως ευφυώς υποδηλώνεται ήδη από τον τίτλο, από την προσωπική, εσωτερική αναγέννηση του εαυτού. Ο Μπόρας συνεχίζει τη δόμηση της δικής του ποιητικής φωνής, όπως ξεκίνησε από την προηγούμενη, πρώτη εμφάνισή του στην ποίηση, συλλογή Απόφθεγμα στο πουθενά, στην οποία είχαμε παρατηρήσει ότι άλλοτε με αποφθεγματικό και παραινετικό – συμβουλευτικό λόγο και άλλοτε με λυρικό και συναισθηματικά φορτισμένο στοχεύει στη σταδιακή και βαθμιαία αναγνώριση και κατανόηση του εαυτού. Στο νέο του πόνημα πηγαίνει ένα βήμα παρακάτω, ακολουθώντας και ο ίδιος και η ποίησή του μια εξελικτική πορεία περισσότερο προσωπική και αυτοαναφορική, χωρίς ωστόσο να απουσιάζει η κοινωνική ματιά – ανησυχία, έτσι όπως αποκρυσταλλώνεται από την τρυφερή και εύθραυστη ποιητική φωνή. Στα ποιητικά κείμενα της συλλογής είναι συχνή η απεύθυνση του ποιητικού υποκειμένου στο δεύτερο ενικό πρόσωπο. Στην απεύθυνση αυτή εντοπίζεται η εξής δίσημη, καθώς άλλοτε αφορά στον ίδιο τον εαυτό του ποιητικού υποκειμένου, και έτσι λειτουργεί ως κάτοπτρο – αντανάκλαση του εαυτού, και άλλοτε αφορά στο αγαπημένο πρόσωπο, το οποίο σχεδόν πάντα είναι απόν. Σε αυτή τη δεύτερη περίπτωση ο λόγος χαρακτηρίζεται από μια εξομολογητική και ρομαντική διάθεση.
Το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής μάς εντάσσει ομαλά στο κλίμα, καθώς μάς προετοιμάζει για την επερχόμενη αναγέννηση του ποιητικού υποκειμένου. Προηγείται η αφύπνιση, η οποία αποδίδεται ως μια καθοδική και πτωτική πορεία, ως μια αναγκαία και λυτρωτική αυτό – καταστροφή, που θα οδηγήσει προοδευτικά στη συναισθηματική ακεραίωση του εαυτού. Η ποίηση του Μπόρα είναι βαθιά ανθρώπινη και χαρακτηρίζεται από κατανόηση και ανεκτικότητα γύρω από τα ανθρώπινα πράγματα, τα πάθη και τα λάθη που μάς πονούν, μάς συνθλίβουν αλλά εν τέλει μάς ατσαλώνουν και μάς κάνουν αυτό που είμαστε, συμβάλλουν σημαντικά στη συγκρότηση της προσωπικότητάς μας, όποια κι αν είναι αυτή. Το ποιητικό υποκείμενο πλησιάζει και αγγίζει με διακριτικότητα και συμπάθεια τα αναμάρτητα λάθη που μάς κυβερνούν, ενώ συγχρόνως διαλέγεται με τις πράξεις που οδήγησαν σ’ αυτά τα λάθη και τα λάθη που επέφεραν αντίστοιχες πράξεις σε μια τροχιά κυκλική. Το ενδιαφέρον, όπως ήδη αναφέρθηκε με τη διττή απεύθυνση του ποιητικού εγώ, στρέφεται γρήγορα στο αγαπημένο πρόσωπο που δεν είναι πλέον εδώ. Τα αντικείμενα φορτίζονται συναισθηματικά και λειτουργούν ως φορείς γλυκών αναμνήσεων. Το παιχνίδι του έρωτα τραμπαλίζεται μεταξύ αγάπης και απάτης, καθώς ο ποιητής προχωρά σε ένα γλωσσικό παιχνίδι με αυτές τις δυο αρκετά ομόηχες και ισοσύλλαβες λέξεις. Ακόμα, επιστρατεύει τις αισθήσεις, κυρίως της οσμής και της αφής, για να αποδώσει την έλλειψη που νιώθει τώρα που το αγαπημένο πρόσωπο έχει φύγει. Αναμετριέται με τα απόνερα του έρωτα, πειθαρχεί στον εαυτό του και άλλοτε παλεύει και συγκρούεται μαζί του. Γεύεται τους πικρούς καρπούς της ματαίωσης και της φθοράς του χρόνου, την οποία αγωνίζεται να καθυστερήσει. Διαρρηγνύει το είδωλο στον καθρέφτη και τις υποκριτικές συμβάσεις του ανθυγιεινού κόσμου στον οποίο ζει, θρυμματίζει την εικόνα του και δεν νοιάζεται για το τσαλάκωμα. Μονάχα προσπαθεί να δραπετεύσει από οποιοδήποτε εσωτερικό ή εξωτερικό δέσμιο που δεν τον αφήνει να φτάσει στην όαση που κρύβει μέσα του, να πλησιάσει το παιδί που κάποτε υπήρξε.
Παράλληλα, σε αυτήν την πορεία διάσωσης του εαυτού και λύτρωσης της ψυχής την οποία ο Μπόρας συλλαβίζει με τις λέξεις και τους στίχους του, αντιμετωπίζει με ψυχραιμία και ευστροφία το θηρίο της μοναξιάς. Το ποιητικό εγώ κατανοεί ότι αυτή η πορεία ελλοχεύει κινδύνους και ότι προπάντων πρόκειται για μια μοναχική πορεία. Όταν, λοιπόν, ο έρωτας και η συντροφικότητα στερεύουν και η μαγεία της αγάπης ξεθωριάζει, τότε το ποιητικό εγώ πορεύεται μόνο, χωρίς να εγκαταλείπει τον στίβο της ζωής, με όπλο την ελπίδα και την αφοσίωση στον στόχο του, που δεν είναι άλλος από τη συναισθηματική πλήρωση και κάθαρση της ψυχής του. Στο διάβα του χρόνου από όλα τα άλλα αποδέλοιπα, ο Μπόρας μοχθεί να διαφυλάξει άσβεστο το φως των ψυχών. Γι’ αυτό και το ποίημα «Έλευσις» (σ. 15) είναι από τα πλέον αντιπροσωπευτικά ποιήματα αυτού του μόχθου.
Σ’ έναν ήλιο σκέτο σούρουπο
η ζωή περνάει σάπιο καράβι
βουλιαγμένο σε σκέψεις αόριστες.
Τα νερά ακινητοποιούνται στο παρόν.
Και τα καμίνια κερνάνε καυσαέριο τις ψυχές
σκοτεινιάζοντας το φως τους.
Οι μύστες έχουν πια κρυφτεί στον Άδη
μετέωροι σε μιαν ανείπωτη έλευση.
Την περιμένουν, μα δεν ήρθε ακόμη‧
ίσως να μην έρθει ποτέ.
Και τα φουγάρα βράζουν
σκοτώνοντας πουλιά αιώνια
σε στιγμιαία αθανασία
όσο ακόμη η Περσεφόνη κοιμάται
κάτω απ’ τα τσιμέντα.
Διάλεξα σκόπιμα να παραθέσω το συγκεκριμένο ποίημα, καθώς αφενός είναι από τα λίγα τριτοπρόσωπα ποιήματα του βιβλίου, το περισσότερο νοηματικά κρυπτικό και αλληγορικό, και αφετέρου περικλείει πολλά από τα συστατικά υλικά της ποίησης του Μπόρα. Με την απόσταση και την αντικειμενικότητα που χαρίζει το τρίτο πρόσωπο βλέπουμε ξεκάθαρα τη ματιά, την ολιστική θεώρηση, του ποιητή γύρω από τη ζωή και τον κόσμο. Με την εικονοποιία – τοπιογραφία που επιστρατεύει μιλά για το πέρασμα του χρόνου και τη συνεπαγόμενη φθαρτότητα του ανθρώπου, καθώς και για την προσδοκία που κουμαντάρει τις ζωές μας. Έτσι που οι ζωές μας μοιάζουν με ένα ταξίδι από το σκοτάδι στο φως, ένα ταξίδι εσωτερικό με λιμάνι την αναγέννησή μας.
Δυο ποιήματα που ξεφεύγουν λίγο από τη γενικότερη ατμόσφαιρα της συλλογής, έτσι όπως έχει περιγραφεί έως τώρα, είναι το «Εύθραυστο» (σ. 16) και το «Λήθη» (σ. 19-20). Τα δυο ποιήματα αυτά εντάσσονται αρμονικά στη συλλογή και αποτελούν οργανικά τμήματα του βιβλίου, καθώς αποκρυσταλλώνουν τόσο θεματικά όσο και αισθητικά την ποιητική του Μπόρα. Το πρώτο με τρυφερότητα και στοργή σκιαγραφεί το πορτρέτο της μάνας με έμφαση στο διαπεραστικό, γλυκό και καθηλωτικό βλέμμα της. Το δεύτερο αφορά στην κοινωνική κριτική του ποιητή για τα κακώς κείμενα της εποχής μας, τα οποία, δυστυχώς, ήταν και παραμένουν διαχρονικά επίκαιρα. Το αίτημα είναι η αντίδραση στην άνωθεν επιβεβλημένη μίζερη ζωή, η συνοχή του κοινωνικού ιστού, η ουμανιστική προσέγγιση του κόσμου, η κοινωνική ισότητα, η προστασία του φυσικού περιβάλλοντος από την αμετροέπεια του ανθρώπου, καθώς και η μέριμνα για τις αδύναμες κοινωνικές ομάδες.
Ένα ακόμα στοιχείο που αξίζει της προσοχής μας είναι ο διάλογος του ποιητή με τη ζωή. Η ζωή μοιάζει με τη γαλήνια θάλασσα, την οποία εντούτοις κάποιες φορές λυμαίνονται βρώμικα καράβια με σκέψεις σκοτεινές, μισαλλόδοξες, αυταρχικές. Η αλληγορία προφανής. Η σανίδα σωτηρίας είναι ο έρωτας και οι όμορφοι άνθρωποι που ημερεύουν τα κύματα, διώχνουν τα σύννεφα και αφήνουν τις αχτίδες του ήλιου να φανούν. Άλλωστε και η ζωή είναι θέμα οπτικής και μοιάζει με τις τέσσερις εποχές. Η ομορφιά και το φως της γέννησης με όλη της την αθωότητα αντιπροσωπεύονται από την άνοιξη‧ η νιότη, το πάθος και ο έρωτας με απογοητεύσεις και αποδοκιμασίες από το καλοκαίρι‧ η γνώση, η αποτίμηση της πορείας και ο συμβιβασμός και η αποδοχή από το φθινόπωρο‧ η μνήμη και η νοσταλγία, η ανημποριά και η ελπίδα με παρέα τη μοναξιά από τον χειμώνα. Το ζητούμενο στην ιχνηλάτηση αυτής της πορείας είναι ο διάλογος με τις στιγμές που περνά το ποιητικό υποκείμενο με τον εαυτό του ως επιβάτης του παρόντος που κουβαλά στους ώμους του τα λάθη – παράσημα του παρελθόντος. Αυτές τις μικρές αλλά τόσο σημαντικές ώρες της προσωπικής της αναγέννησης, η ψυχή τεντώνεται στο ασθενές σώμα, το υπερκεράζει και ίπταται πάνω από τις επιθυμίες και τις ελπίδες της.
Ολοκληρώνοντας, αισθητικά οφείλουμε να παρατηρήσουμε ότι ο ποιητής τεχνουργεί στίχους υψηλής ποιητικής αξίας, όταν αφιερώνεται στη μικρή φόρμα και πλάθει μια ποιητική μινιατούρα, με ατμόσφαιρα κατεξοχήν ερωτική. Σε αυτές τις ευσύνοπτες ολοφράσεις συλλαμβάνεται όλη η ποιητική και συναισθηματική ένταση του έρωτα, του πάθους, της στιγμής, της φευγαλέας και παροδικής ανύψωσης της ψυχής πριν τη βροχή της πτώσης που θα την προετοιμάσει και θα την εκπαιδεύσει για την αναγέννησή της. Αλλά σε αυτά τα πυκνά ποιήματα των λίγων στίχων περικλείεται και η σοφία που αποθησαυρίζει ο χρόνος, η γνώση της μαθητείας στη ζωή, όπως στο ποίημα «Αυγή» (σ. 12) που παραθέτουμε επιλογικά.
Ξημέρωσε πάλι.
Κέρασέ με ένα φλυτζάνι αγάπη
να γιορτάσω τον ξεριζωμό
της μέρας που έφυγε.
Ένα διαρκές συναίσθημα αυγής
είναι η ευτυχία.