Οι σιωπές και τα ερωτήματα στην ποίηση της Κορνηλίας Καδόγλου (“Μόριμος, ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους”)
Μαρία Σταθέα

Το βιβλίο της βιολόγου Κορνηλίας Καδόγλου με τίτλο «Μόριμος, ο πένθιμος επισκέπτης του θέρους», από τις εκδόσεις Φ. Χατζηπάντου, αποτελεί την δεύτερη δημιουργική της προσπάθεια στον χώρο της ποίησης. Είναι αφιερωμένο στον γιο της και περιλαμβάνει 24 ποιήματα. Διευκρινιστικά, μόριμος είναι ένα είδος κολεόπτερου, που χαρακτηρίζεται πένθιμος, και η αντίστιξη με τον τίτλο, που μιλά για την επίσκεψή του στην ηλιόλουστη εποχή του καλοκαιριού, εγείρει απ’ την αρχή το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Η Κ.Κ. επίσης προτάσσει στο βιβλίο στίχους του Άκη Πάνου, όπου τονίζεται πως τα όνειρα τα σβήνει η ζωή, αν μένουν μόνο στη σκέψη και δεν πραγματοποιούνται.

Συναισθήματα, σκέψεις, μνήμες και σιωπή για ένα θέμα τόσο επίκαιρο πάντα, τόσο διαχρονικό, όπως ο έρωτας, είναι ό,τι πραγματεύεται το περιεχόμενο του βιβλίου. Ένα θέμα που απασχολεί όλους και που συχνότατα προκαλεί απογοητεύσεις, πόνο, θλίψη και ματαιωμένες ελπίδες. Και που τυραννά ακατάπαυστα τη μνήμη…

Είναι ενδιαφέρον ότι όλη η ποιητική συλλογή της Κ. Κ. διέπεται από μια αλληλουχία, μια λογική συνέχεια και συνέπεια στα νοήματα των ποιημάτων σαν μια διήγηση με αρχή – μέση – τέλος. Έτσι μπαίνω στον πειρασμό να την περιγράψω:

Οι αισθήσεις και τα απραγματοποίητα όνειρα των ανθρώπων αποτελούν μια ψευδαίσθηση, που φέρνει δάκρυα και πίκρα για το ανεκπλήρωτο της αναζήτησης του τέλειου έρωτα (Νύχτα). Η αλήθεια και η γνώση προέρχονται από την αγάπη, από τον αληθινό και ‘άγιο έρωτα’, που δεν παύει κανείς να τα επιθυμεί (Αγίων Αναζήτηση).

Γυρίζοντας πίσω στον χρόνο αναζητά ίσως έναν έρωτα, που της στέρησε όλη την τρυφερότητα που λαχταρούσε και που τελικά φορά αγκάθινο στεφάνι: Κι έτσι γύρισα το χρόνο πίσω / για να πάρω τον έρωτα που μου χρωστάς / τα φιλιά, τα χάδια, τις αγκαλιές / που μοιράστηκαν άδικα σε ξένα χέρια (Στεφανωμένος έρωτας). Όμως, δεν είναι διόλου εύκολο να αποκτήσει κάτι τέτοιο και καταλήγει να σιωπά. Η σιωπή γίνεται εμμονή, μα λάμπει πάντα σαν άσβεστη φωτιά μέσα στα μάτια η επιθυμία (Σιωπές και φωνές). Λείπει η αγάπη και η έλλειψή της μοιάζει να διαρκεί χιλιετηρίδες, αλλά βρίσκει τη δύναμη να φωνάξει και να την καλέσει κοντά της (Άτιτλο). Κάποιοι ίσως απαρνούνται τα πάντα, ξεπουλούν τα όνειρά τους, πονούν, νοσταλγούν, η θάλασσα ρουφά και διαλύει αλήθειες και ψέματα της ζωής όλων (Κάποιες νύχτες, Θάλασσά μου εσύ). Οι αγάπες καταποντίζονται, απλώνεται η θλίψη και το ποθητό υποκείμενο του έρωτα γίνεται μια κενή αντανάκλαση (Αντανάκλαση). Η Κ.Κ. όμως επιλέγει την σιωπή, μήπως μπορέσει να απωθήσει τις αναμνήσεις, προσπαθεί να αποδιώξει την θύμηση και να αποτινάξει τη σκόνη της (Σκόνη μόνο), αλλά ουσιαστικά δεν παραιτείται, η πεθαμένη θύμηση ανασταίνεται και επανέρχεται βασανιστικά. Μια ολόκληρη ζωή δεν αρκεί για να ξεχάσεις, ισχυριζόταν ο Όσκαρ Ουάιλντ. Ο πραγματικός έρωτας, ο ολόκληρος και αδιαίρετος, ο ιδανικός, αυτός που ονειρεύεται, δεν χάνεται, δεν μπορεί να εγκλωβιστεί πουθενά, κάνει να επιστρέφουν πάντα εικόνες, ήχοι και λέξεις μέσα στο μυαλό (Ηλέκτρα). Και τελικά αφήνεται κανείς στην αναπότρεπτη ροή των πραγμάτων, όπως τα πλάσματα της θάλασσας αφήνονται στο κύμα (Λήθη). Η ίδια η Κ.Κ. μέσα στον χείμαρρο των λέξεων που την κυκλώνουν, σώζεται απωθώντας τες, της μένει η θλίψη, η αγωνία και η απόγνωση (Τριγωνομετρία). Και ποθεί να διαλυθούν τα πάντα, για να αναδημιουργηθούν από το μηδέν, να ξεκινήσουν όλα απ’ την αρχή, ελπίζοντας πως θα καταφέρει να ζήσει έτσι κάτι αληθινό κι όχι την αποξένωση από την αγάπη (Το ξ).

Κάποτε επιστρέφει με νοσταλγική λαχτάρα στην παλιά της αμέριμνη και ανακουφιστική παιδικότητα, που ήταν σαν γιορταστική Κυριακή γεμάτη μουσικές και φιλήματα, μα τελικά βλέπει να παραμένει σαν Κυριακή με μελαγχολική βραδινή προσευχή, ευχόμενη και προσμένοντας την αγάπη (Κυριακή). Αναπολεί στιγμές και εικόνες στοργής, την σοφία της σιωπής στα πατρικά χείλη, εικόνες παιδιάστικης απόλαυσης με γεύση από καλοκαίρια και χειμώνες:

Ο πατέρας σαν την αράχνη στωικός, αθόρυβος / ύφαινε χειμώνες και καλοκαίρια / με τα χέρια του μεταξωτές αναμνήσεις / λουσμένες στο φως των εποχών / Με την σοφία της σιωπής στα χείλη / μυρωδιές από καρπούζι και κάστανα / άλλαζαν τα χρόνια σαν τραπουλόχαρτα / εικόνες στοργής σαν ξένοιαστα ταξίδια (Ο πατέρας μου).

Καλεί την αγάπη που την έχει ανάγκη, όσο κι αν ξέρει πως αυτή αργεί:

Έλα / θα βαδίσουμε σιγά / δεν θ’ ακουστούμε / έλα / θ’ αργήσουν να σμίξουνε / οι ευθείες μας (Έλα).

Κι επειδή όλη αυτή η προσπάθεια πονά και την εξαντλεί, για να παρηγορείται, συγκρίνεται με άλλα έμψυχα όντα, αφού κι αυτά επίσης ζητούν την παρηγοριά και τη λύτρωση. Μόνον οι σαύρες πορεύονται ανέμελες στην επιβίωση, αλλά δεν θα ’θελε κανείς να μοιάζει στο μικρό ερπετό. Διαφορετικά, ακόμη και η κάμπια προσβλέπει στην μεταμόρφωσή της σε πεταλούδα, ο βάτραχος περιμένει  την πριγκίπισσα, που θα τον φιλήσει και θα γίνει πρίγκιπας κι αυτός (Παραμυθία).

Είναι όμως δυνατόν η αναμονή να φέρνει ανακούφιση και χαρά ή μήπως η ελπίδα είναι άλλο ένα κακό ανάμεσα στα υπόλοιπα που κλείνονταν στο περιβόητο κουτάκι της Πανδώρας;

Σιωπή, λοιπόν, για πράγματα και καταστάσεις, που όμως δεν φθάνουν στη λήθη. Σιωπή που ταλαιπωρεί και που τελικά εκρήγνυται,  σπάει με κρότο κι όσα στιγματίζουν το άτομο, λέξεις και γράμματα, μάχες και μνήμες, διαλύονται κι εξαφανίζονται στη ροή του χρόνου (Σημεία στίξης, Αδράνεια). Όμως και πάλι η έκρηξη αποκαλύπτει όσα εκείνη, η Κορνηλία Καδόγλου, θυμόταν. «Δεν ξεχνάει κανείς τίποτα, απλά συνηθίζει», υποστηρίζεται από άλλους (Ζακ Μπρελ). Η κάθε μέρα γίνεται πένθιμη, παύουν να ζουν τα όνειρά της, δημιουργώντας και θυμίζοντας – κι όχι μιμούμενη – με το έργο της καρυωτακική ατμόσφαιρα.

Εδώ αναρωτιέται ο αναγνώστης: θα μπορούσε να είναι  κάπως ανακουφιστική η έκρηξη ή αυτό είναι κάτι ακόμα πιο σκληρό;

Και η σιωπηλή προσφυγή στην προσευχή είναι ανακούφιση ή άλλο ένα σκληρό μαρτύριο, αφού με έναν τρόπο αναπαράγει την ανάμνηση για την απώλεια του έρωτα και την συνοδεύουσα αυτήν θλίψη;

Είναι η προσευχή μέσω της ποίησης παρηγοριά και ενδυνάμωση ή ανακύκλωση των κακώς κειμένων;

Όταν η Κ.Κ. σε όλο το έργο αναζητά τον έρωτα και γράφει «Δεν απαρνιέμαι τον κόσμο / τον συνοψίζω σε σένα», σε ποιον αναφέρεται; Στο χαμένο υποκείμενο του πόθου της ή γενικά στο ερωτικό συναίσθημα, που εύχεται να υπάρξει και να την κατακλύσει ξανά;

Μ’ όλες τούτες τις σκέψεις κάποιοι τρελαίνονται, κάποιοι ξεσπούν, κάποιοι αγκιστρώνονται στις αναμνήσεις, κάποιοι προσπαθούν να απωθήσουν τις μνήμες, λίγοι σώζονται. Η Κορνηλία Καδόγλου κηδεύει τα όνειρα και φαίνεται να λυτρώνεται από την βάσανο των αναμνήσεων. Αλήθεια, λυτρώνεται ή κι αυτό αποτελεί άλλη μια θλιβερή ματαίωση στη σειρά των ατυχιών, που συμβαίνουν στον άνθρωπο, κι επομένως άλλη μια λύπη;

Λυτρώνεται από την ανεκπλήρωτη μέχρι τότε επιθυμία να αγαπηθεί ειλικρινά. Λυτρώνεται όμως ή μήπως αποβαίνει μάταιη η προσπάθειά της; Και μπορεί άραγε καθένας να επιτύχει να αγαπηθεί αληθινά ή ισχύει αυτό που έγραφε ο Ουίλιαμ Φώκνερ πως ‘μπορεί  να είχαν δίκιο που έβαλαν την αγάπη στα βιβλία, επειδή δεν θα μπορούσε να ζει πουθενά αλλού’;

Περισσοτερα αρθρα