«Οι απόψεις των ιστορικών της Άλωσης για την Ιστορία» του Μάριου Αθανασόπουλου
Μαρία Σταθέα

Ο Μάριος Αθανασόπουλος, διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, τμήμα Φιλοσοφίας και μέλος ΕΔΙΠ στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, τμήμα Φιλολογίας, διδάσκει Βυζαντινή και Νεότερη Ιστορία από το 2018. Με το νέο του εκτενές βιβλίο «Οι απόψεις των ιστορικών της Άλωσης για την Ιστορία. [Μιχαήλ] Δούκας, Μιχαήλ Κριτόβουλος, Γεώργιος Σφραντζής, Λαόνικος Χαλκοκονδύλης», εκδ. ΗΡΟΔΟΤΟΣ, επιχειρεί επιτυχημένα να ανιχνεύσει τον τρόπο σκέψης και κρίσης των ιστορικών προσώπων που ασχολήθηκαν με το θέμα της αλώσεως της Κωνσταντινούπολης από τους οθωμανούς Τούρκους και έγραψαν για το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός.

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, κέντρο του τότε γνωστού κόσμου με πρωτεύουσα την βασιλίδα των πόλεων Κωνσταντινούπολη, πρωταγωνίστησε στην παγκόσμια σκηνή για μία και πλέον χιλιετία. Λαμβάνοντας στοιχεία από τον αρχαιοελληνικό και ρωμαϊκό πολιτισμό και συνδυάζοντάς τα με τη νέα θρησκεία, τον χριστιανισμό, κατάφερε να διαμορφώσει έναν ξεχωριστό και πρωτότυπο πολιτισμό, που άσκησε επίδραση στους λαούς των Βαλκανίων και της Ανατολής και από εκεί αντλεί ακόμα ο Έλληνας τις ρίζες του, τις παραδόσεις, τον υλικό και πνευματικό πολιτισμό του μέχρι σήμερα. Για τούτο και το ενδιαφέρον ξένων και Ελλήνων μελετητών για την ιστορική περίοδο των βυζαντινών χρόνων αυξάνεται τα τελευταία χρόνια.

Η άλωση της πρωτεύουσας του Βυζαντίου αποτέλεσε εμβληματικό γεγονός που σφράγισε την ιστορία ενός κόσμου. Όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας Μάριος Αθανασόπουλος, οι τέσσερις ιστορικοί, ([Μιχαήλ] Δούκας, Μιχαήλ Κριτόβουλος, Γεώργιος Σφραντζής και Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, που περιγράφουν στο έργο τους την άλωση, δεν κατέγραψαν μόνο τα ιστορικά συμβάντα αλλά και «τον πόνο και την απόγνωση που ένοιωσαν σε μια εποχή τόσο ταραγμένη και συνεχώς μεταβαλλόμενη» κι ακόμα εξέφρασαν την αγωνία τους για το μέλλον.

Με το βιβλίο του αυτό, που αποτελεί, όπως αναφέρει, εμπλουτισμένη έκδοση της διδακτορικής του διατριβής, ο Μάριος Αθανασόπουλος πραγματοποιεί βαθειά έρευνα για τον τρόπο που προσεγγίζουν οι Βυζαντινοί και ειδικότερα οι ιστορικοί φιλοσοφικές έννοιες, όπως του χώρου και του χρόνου, και πώς αντιλαμβάνονται και περιγράφουν την περιρρέουσα ατμόσφαιρα πριν, κατά την διάρκεια και μετά την άλωση της Πόλης και τις ιστορικές στιγμές που βίωσαν οι Βυζαντινοί.

Έτσι, ο Δούκας καθιστά υπεύθυνους τους ομοεθνείς του για την ήττα τους από τους Τούρκους, επειδή δεν θέλησαν να δεχθούν την βοήθεια από τη Δύση και να προσφέρουν ως αντάλλαγμα την ένωση των Εκκλησιών, την μελλοντική δηλαδή συνένωση των χριστιανικών δυνάμεων, διότι θεώρησαν ότι αυτό θα ήταν υποταγή της Ορθόδοξης στην Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Ο Κριτόβουλος θεώρησε πως η απειλή της κυριαρχίας των Οθωμανών δεν θα ήταν ευκαιριακή, αλλά ότι αυτό το ζήτημα θα υφίστατο και στο μέλλον. Ο Σφραντζής κατέφυγε στην απάρνηση των εγκοσμίων, απελπισμένος από όσα έβλεπε στο παρόν και από όσα προέβλεπε για το μέλλον και υποτασσόμενος στη θεϊκή θέληση που δοκιμάζει τους πιστούς. Όπως και ο Δούκας, ο Σφραντζής αναμένει την πραγματοποίηση διαφόρων προφητειών για την διάσωση του βυζαντινού κόσμου. Τέλος, ο Χαλκοκονδύλης, μαθητής του Πλήθωνα, αναζητούσε λύση καταφεύγοντας στο ένδοξο αρχαίο παρελθόν και αισιοδοξούσε πως μετά την καταστροφή του χριστιανικού Βυζαντίου και με όπλα την ελληνική γλώσσα και παιδεία θα αναγεννιόταν και θα δοξαζόταν ξανά ο Ελληνισμός.

Ο συγγραφέας Μάριος Αθανασόπουλος μελετώντας το έργο των τεσσάρων ιστορικών προσεγγίζει ζητήματα ευρύτερου φιλοσοφικού ενδιαφέροντος που αφορούν την Ιστορία διακρίνοντας ενότητες, όπως:

Α. Παρουσία του θείου που είναι καταφανής και έντονη στη ζωή των Βυζαντινών γενικότερα, του θείου που βρίσκεται πέρα από την ανθρώπινη κατανόηση, ερμηνεύεται μόνο με σύμβολα και δικαιώνεται μόνο σε σχέση με την πίστη στη βασιλεία των ουρανών. Υπάρχει παράλληλα όμως και ο προβληματισμός του αν η Ιστορία μπορεί να διαθέτει δικούς της νόμους, όπως οι Φυσικές Επιστήμες έχουν τους δικούς τους.

Σχετικά με την άλωση ο Δούκας και ο Σφραντζής – χωρίς να αποκλείουν τις λογικές εξηγήσεις και επιχειρηματολογία – θεωρούν πως οι άνθρωποι ευτυχούν, επειδή ο παντοδύναμος Θεός τούς επιβραβεύει για την σωστή συμπεριφορά και την πίστη τους, ενώ επιτρέπει τις δοκιμασίες και επομένως την ανθρώπινη δυστυχία σε όσους δεν ευθυγραμμίζονται με την θεία θέληση. Οι επισημάνσεις του Χαλκοκονδύλη για θεϊκή παρέμβαση είναι πιο περιορισμένες, καθώς ως μαθητής του Πλήθωνα ακολουθεί τις απόψεις του για αναβίωση της ‘εθνικής’ θρησκείας με νεοπλατωνική υποδομή, παγανιστικά στοιχεία και παγκόσμια  χαρακτηριστικά, ενώ παράλληλα οι έννοιες της τύχης και της ειμαρμένης βρίσκονται κι αυτές σε περίοπτη θέση στο έργο του. Τέλος, ο Κριτόβουλος τονίζει την πίστη του σε χρησμούς, προφητείες και θεοσημίες, με τη στάση του να ερμηνεύεται ως ανάγκη να κερδίσει την εύνοια του σουλτάνου, στον οποίον και απευθύνεται το έργο του.

Β. Γενίκευση. Το ερώτημα για την αντικειμενικότητα της Ιστορίας είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους ιστορικούς διαχρονικά και άλλοι πρεσβεύουν πως υπάρχει δυνατότητα αντικειμενικής θεώρησης των ιστορικών γεγονότων, ενώ άλλοι πως αυτό είναι αδύνατον. Σχετικά με το γεγονός της άλωσης η γενίκευση έχει εμπειρικό χαρακτήρα, και οι τέσσερις ιστορικοί εφαρμόζουν – συνειδητά ή ασυνείδητα – γενικούς κανόνες, που βασίζονται στη λογική και στην ψυχολογία.

Γ. Χώρος. Ο χώρος – και ο χρόνος ως συμπληρωματικό αντίστοιχό του – επιδρούν στον κοινωνικό βίο των ανθρώπων σύμφωνα με τον Αριστοτέλη. Οι τέσσερις συγγραφείς έχουν σαφέστατη εικόνα της σπουδαιότητας και της επίδρασης του χώρου, όπου διαδραματίζονται τα γεγονότα, ως γεωγραφικού και φυσικού παράγοντα στην ιστορική πορεία.

Δ. Χρόνος. Ο χρόνος, ο οποίος είναι δύσκολο να κατανοηθεί από τον άνθρωπο, αποτελεί μείζον πρόβλημα της Φιλοσοφίας. Οι Δούκας, Κριτόβουλος και Σφραντζής θεωρούν πως τα γεγονότα συμβαίνουν βάσει σχεδίου προκαθορισμένου από την Θεία Πρόνοια, αρχής γενομένης από την Δημιουργία του κόσμου μέχρι την Δευτέρα Παρουσία του Χριστού. Για τον Χαλκοκονδύλη ο χρόνος είναι έννοια αδιάφορη, αλλά καθώς αδιαφορεί για τον χρόνο, οι χρονολογήσεις που δίνει στο έργο του ελέγχονται σε αρκετές περιπτώσεις για την ακρίβειά τους.

Ε. Ηγέτης. Ο ρόλος του ηγέτη είναι καταλυτικός και η ιστορική αξία των μεγάλων ανδρών θεωρείται και από τους τέσσερις ιστορικούς σημαντικό στοιχείο στην ροή των γεγονότων. Ενστερνίζονται δηλαδή την ηρωική αντίληψη σχετικά με το θέμα του ηγέτη. Η Θεία Πρόνοια δεν διαδραματίζει ενεργό ρόλο εδώ. Έτσι, σε λίγες μόνο περιπτώσεις περιγράφουν τους ήρωες ως τυφλά όργανα της θέλησης του Θεού, ενώ στις περισσότερες περιπτώσεις οι ηγέτες αναδεικνύονται από τις προσωπικές τους ενέργειες. Πιθανόν οι τέσσερις ιστορικοί είναι επηρεασμένοι από την μελέτη της Ιστορίας του Θουκυδίδη. Τα έργα τους διατρέχονται από την αντίληψη του ‘μεθοδολογικού ατομικισμού’, όπου η παρουσία και οι πράξεις των χαρισματικών προσωπικοτήτων γίνονται φορείς της ιστορικής εξέλιξης και η παρουσία τους απαραίτητη για την εξέλιξη και κατανόηση της Ιστορίας.

ΣΤ. Αιτιότητα. Όσον αφορά τις αιτίες που προκαλούν ένα γεγονός, οι Δούκας, και Σφραντζής δείχνουν την διάθεση να αιτιολογήσουν κάθε ενέργεια που θεωρούν σημαντική. Ο Κριτόβουλος καταγράφει λεπτομερώς, με υπευθυνότητα και ευσυνειδησία κάθε αιτία των σημαντικότερων συμβάντων. Ο Χαλκοκονδύλης δεν θεωρεί την θεϊκή παρέμβαση ως αίτιο κανενός γεγονότος και όλο το έργο του χαρακτηρίζεται από μια αιτιοκρατική σχέση σχετικά με το σύνολο των γεγονότων που περιγράφει. Αντιμετωπίζει δε την άλωση χωρίς αγωνία παρά μόνο σαν σημαντικό γεγονός αλλά όχι περισσότερο από μια απλή πολιορκία και άλωση μιας ακόμα πόλης από τους Οθωμανούς.

Ζ. Αίτια της άλωσης. Σχετικά με τους λόγους που προκάλεσαν την άλωση, ο Δούκας αναμειγνύει ως αίτια λαϊκές αντιλήψεις και λογικά επιχειρήματα, με τα τελευταία να υπερισχύουν. Ο Κριτόβουλος ισορροπεί τα δύο στοιχεία. Θεωρεί πως για την άλωση έπαιξε ρόλο ο παράγοντας ‘τύχη’ και ήταν θέλημα Θεού, ενώ σε αυτό στο ιστορικό γεγονός συνέβαλαν και αντικειμενικά αίτια. Ο Σφραντζής θεωρεί πως η άλωση προήλθε από την φυσιολογική φθορά του Βυζαντίου με το πέρασμα των αιώνων, αλλά ότι την αλληλουχία των γεγονότων ευνόησαν και γενικότερες καταστάσεις που επικρατούσαν την συγκεκριμένη εποχή. Τέλος, ο Χαλκοκονδύλης στοχοποιεί τα αίτια της παρακμής και της οριστικής πτώσης της Πόλης με βάση αυστηρά επιστημονικά κριτήρια και καθιστά υπόλογους τους βυζαντινούς ηγέτες, που με την αδράνειά τους επέτρεψαν στους Τούρκους να πετύχουν τους στόχους τους.

Ο Μάριος Αθανασόπουλος μέσα από το έργο του μελετά ενδελεχώς τις βαθύτερες αντιλήψεις των τεσσάρων ιστορικών. Διερευνά ποιον δρόμο πιστεύουν πως πρέπει να ακολουθήσει ο Ελληνισμός, για να συνεχίσει να υπάρχει:

  • αυτόν της ενσωμάτωσης στο δυτικοευρωπαϊκό σύστημα που υπαινίσσεται ο Δούκας,
  • τον δρόμο της υποταγής στον νέο κατακτητή που προτείνει ο Κριτόβουλος,
  • τον δρόμο της ορθόδοξης χριστιανικής παράδοσης ως γνώρισμα της ιδιοπροσωπίας τους που προτείνει ο Σφραντζής ή
  • την οδό της επιστροφής στην παράδοση που αντλεί στοιχεία από την αρχαιότητα, πράγμα που προκρίνει ο Χαλκοκονδύλης.

Και όλα τα παραπάνω αναλύονται από τον συγγραφέα με συστηματικό τρόπο καταγραφής, με πνευματική ενάργεια και με επιστημονική ευσυνειδησία, έτσι ώστε να καθιστούν το βιβλίο ένα σοβαρό και συνάμα ελκυστικό για ανάγνωση και μελέτη πόνημα. Τέλος, με το βιβλίο του ο συγγραφέας Μάριος Αθανασόπουλος πλουτίζει την παγκόσμια βιβλιογραφία σχετικά με το ιστορικό γεγονός της Άλωσης της Πόλης και τον βυζαντινό κόσμο.

Περισσοτερα αρθρα