
Στην σύγχρονη εποχή της ταχύτατης βίωσης κάθε έκφανσης της ζωής, σε καιρούς που το ταχέως λέγειν τε καὶ πράττειν αποτελεί κραταιώς εδραιωμένη κοσμοαντίληψη – απότοκη αυτή της διάχυσης της γνώσης στο ευρύτερο κοινωνικό σύνολο –, στην Ελλάδα παρατηρείται το κάτωθι αξιοσημείωτο φαινόμενο, πρόσφορο, ίσως, και για μελλοντική ερευνητική προσέγγιση, όταν η απόσταση του χρόνου θα επιτρέψει το μέστωμα της εκφερόμενης επιστημονικής κρίσης: σε αυτήν την μικρή χώρα, την λαβωμένη οικονομικά, όλος αυτός ο ξέφρενος ρυθμός ζωής οδηγεί σε μια έξαρση λογοτεχνικής δημιουργικότητας. Όσο και αν διάφοροι κριτικοί επιμένουν ότι τα πλείστα των εκδιδόμενων έργων είναι χαμηλής ποιότητας – γνώμη που γίνεται σεβαστή, αλλά το θέμα απαιτεί μεγάλη συζήτηση –, συνεχίζω να επιμένω ότι αυτός ο συγγραφικός πλουραλισμός μόνο θετικός δύναται να είναι για την πνευματική ζωή της Ελλάδας. Αυξάνεται, ίσως, ο ανταγωνισμός (άρα, και ο φθόνος ως επιγέννημα αυτού), μα οι εκλεκτές, έστω, φύσεις, που πορεύονται στην ζωή με όρους αθλητισμού, πλήττουν δίχως την ύπαρξη προικισμένων διανοητικά ομοτέχνων. Αν επιθυμούμε ως χώρα την πνευματική μεγαλουργία, τότε είναι μονόδρομος να διαθέτουμε όχι λίγους, αλλά πολλούς εξαίρετους λογοτέχνες. Η ταυτόχρονη, άλλωστε, συνύπαρξη ιδιοφυϊών ήταν που δημιούργησε το καλλιτεχνικό και συγγραφικό θαύμα της περίκλειας Αθήνας του δεύτερου μισού του 5ου αιώνα π.Χ.
Ο Κωνσταντίνος Νικολάου αντιπροσωπεύει με το παράδειγμά του μια αξιοπαρατήρητη περίπτωση ποιητή. Ιατρός στο επάγγελμα – και, επομένως, εξοικειωμένος με την τάση της ζωής να βηματίζει απρόβλεπτα – και λάτρης της αναγνωστικής διαδικασίας, ήταν φυσικό να δοκιμάσει κάποια στιγμή τις δυνάμεις του στον χώρο της συγγραφής. Και το έπραξε τούτο επιτυχημένα, όταν με την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Βιογραφία ενός χεριού (Αθήνα 2022, εκδόσεις Περισπωμένη, ISBN 9786185212865) κατόρθωσε να βραβευτεί με το βαρυσήμαντο βραβείο «Γ. Αθάνα» της Ακαδημίας Αθηνών. Όσο και αν τα βραβεία δύσκολα συμβάλλουν θετικά στις πωλήσεις ενός οποιουδήποτε βιβλίου, δεν παύουν να συνεισφέρουν στην γνωστοποίησή του και, πρό πάντων, να δικαιώνουν ηθικά τον συγγραφέα του και να του παρέχουν το απαραίτητο κουράγιο για την συνέχιση του όποιου πνευματικού του οράματος.
Τους τελευταίους, λοιπόν, μήνες του 2024, ο Κωνσταντίνος Νικολάου επέστρεψε με νέα ποιητική συλλογή τιτλοφορούμενη ως Ο ταλαντούχος Νέρωνας από τις καλαίσθητες εκδόσεις Σμίλη. Σημειωτέον, κατ’ αρχάς, ότι το βιβλίο πέτυχε, ήδη, να συμπεριληφθεί στην βραχεία λίστα των βραβείων του περιοδικού Χάρτης για την εκδοτική χρονιά 2024. Στο εξώφυλλο της συλλογής βλέπει ο αναγνώστης ζωγραφικό έργο του Βρετανού John William Waterhouse (1878), στο οποίο απεικονίζεται ο διαβόητος αυτοκράτωρ Νέρων με τύψεις μετά την δολοφονία της μητρός του, Αγριππίνας. Ο πίνακας τούτος προϊδεάζει, εν μέρει, τον αναγνώστη για το περιεχόμενο της συλλογής: το ποιητικό υποκείμενο σκοπεύει να μιλήσει με παρρησία, φτάνοντας, κάποτε, στα όρια του κυνισμού, ενώ θα προβεί και σε αδυσώπητες καταδίκες προσώπων και καταστάσεων. Εν ολίγοις, ο Νικολάου εμπνέεται, σε κάποιον βαθμό, από τον Νέρωνα, αλλά μεταστρέφει το κακό παράδειγμά του σε πηγή θάρρους, απαραίτητου πάντοτε για την ηθική πρόοδο της κοινωνίας. Μοιάζει, μάλιστα, να υιοθετεί τον ρόλο ενός κοινωνικού αναμορφωτή, υπερβαίνοντας το στάδιο της επίκρισης. Ο σοβαρός ποιητής στηλιτεύει προκειμένου να χτίσει, όχι απλώς για να γκρεμίσει.
Φιλολογικά μιλώντας, ο Νικολάου συνθέτει τις ποιητικές του συλλήψεις σε ελεύθερο στίχο, που αναντίρρητα αποτελεί τον στίχο της εποχής μας. Τούτη η γραφή δεν είναι άσχετη με όσα προειπώθηκαν περί ταχύτητας, ευνοεί, ωστόσο, την αυθόρμητη καταγραφή του εκάστοτε βιώματος. Τα στιχουργήματά του έχουν ωραία ροή, η συνδηλωτική χρήση του λόγου, όπου χρησιμοποιείται, είναι επιτυχημένη και άκρως αποτυπωτική της πεζής ή και κάποτε ηρωικής καθημερινότητας. Τα δε λογοτεχνικά διακείμενα είναι εντοπίσιμα, κάτι που αποδεικνύει την μακροχρόνια καταβύθιση του Νικολάου στον κόσμο της αποθησαυρισμένης γραμματείας. Ως προς αυτό, συνεχίζει ο ποιητής την εξίσου γεμάτη λογοτεχνικές επιρροές Βιογραφία ενός χεριού. Ακολούθως, προσεγγίζω ερμηνευτικά δύο ποιήματα της υπό ανάλυση συλλογής.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει το ποίημα «Σκότωσα τον πατέρα μου». Συγγεγραμμένο σε γλώσσα λιτή, που φτάνει να αγγίζει ακόμα και την ψυχρότητα, και εξελισσόμενο με διατυπώσεις μονολεκτικές, αναπτύσσει με μαεστρία την ιδέα της αποδέσμευσης από το οικογενειακό παρελθόν που κατατρύχει το ποιητικό υποκείμενο. Η συμβολικά εκφρασμένη πατροκτονία οδηγεί σε ρήξη με την ίδια την μνήμη, ενώ η λογοτεχνική αρωγή του μύθου του Κρόνου (προσφέροντας και απεικονιστικό βάθος μέσα από την παραπομπή στον «περίφημο πίνακα του Γκόγια») οδηγεί σε συνειδητή απελευθέρωση. Μοιάζει να διακηρύσσει ο Νικολάου με αέρα μεταμοντέρνο μα και συνάμα καβαφικό ότι είναι αδήριτη ανάγκη να καταλυθεί η πατρική καταπίεση οποιασδήποτε μορφής. Παράλληλα, κομβικό ρόλο διαδραματίζει στο ποίημα η λέξη «επίγονος»: τώρα που το ποιητικό υποκείμενο έχει αποκτήσει την ιδιότητα του πατέρα θα κατορθώσει να αποφύγει την διάπραξη παρομοίων λαθών; Η σκέψη αυτή φαίνεται να βασανίζει τον ποιητή, αλλά και να τον οδηγεί σε στάση υπευθυνότητας απέναντι στην νεανική ύπαρξη. Για να πράξουμε σωστά, οι προγενέστεροι πρέπει να σφάλουν: ιδού ένας αδιάψευστος νόμος της ζωής. Τέλος, έξοχα φιλοσοφική είναι η φράση «τα παράσιτα σκεπάζουν τη σιωπή, όχι την πικρία»· υπονοείται εδώ ότι οι οιεσδήποτε προφάσεις μπορεί να καλύπτουν πρόσκαιρα το ρήγμα, ήτοι τα λάθη του πρεσβύτερου που πικραίνουν τον νεότερο, αλλά δεν επουλώνουν την πληγή. Είμαστε άνθρωποι και είναι στην φύση μας να επικοινωνούμε: τούτο, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι ξεχνάμε. Επεκτείνω εδώ τον στοχασμό του ποιητή λέγοντας πως οι περισσότερες συναναστροφές, ώς και οι οικογενειακές κάποτε, είναι στον πυρήνα τους υποκριτικές. Ανακαλεί κανείς εδώ την «μόνωση» στην οποία αναφερόταν ο Κώστας Τσιρόπουλος: στην πραγματικότητα, ο άνθρωπος μόνος του είναι στην ζωή και μόνος του στον θάνατο. Η αγάπη είναι μια ευχάριστη παρένθεση που καλύπτει την τραγικότητα αυτής της παραδοχής. Και την παρένθεση αυτήν την έχουμε ανάγκη.
Στο «Ασανσέρ για περίεργους» ο ποιητής φαίνεται να παρουσιάζει διττή θεματική: την καθημερινότητα η οποία διεκπεραιώνεται από εμάς με τρόπο αποτρόπαια μηχανικό και την συνακόλουθη περιέργεια που γεννά η οποιαδήποτε διαταραχή αυτής της τυπικότητας. Ο Νικολάου, χρησιμοποιώντας ως αφορμή έναν απρόσμενο μικροτραυματισμό, βρίσκει την ευκαιρία να κατακεραυνώσει την ανθρώπινη υποκρισία. Η αστική ρουτίνα απογυμνώνεται από την οποιαδήποτε ευπρέπειά της και αναδεικνύονται οι πιο σκοτεινές πτυχές της. Στην πραγματικότητα, ο εκάστοτε ενδιαφερόμενος για την μικρή ατυχία του αφηγητή δεν είναι ανθρωπιστής, αλλά απλώς ένας περίεργος και αδιάκριτος που χρησιμοποιεί την κακή στιγμή της ετερότητας για να καλύψει, ίσως, τις όποιες ματαιώσεις του επεφύλαξε η ζωή μέχρι σήμερα. Πράγματι, ούτε σε αυτήν την στοχαστική του εκτίμηση σφάλλει ο Νικολάου: αρκεί να παρατηρήσει κανείς την σύγχρονη κοινωνική δικτύωση, όπου στο γεγονός της ανθρώπινης απώλειας συρρέουν γνωστοί και άγνωστοι για να εκφράσουν την υποστήριξή τους στους πενθούντες, αλλά στην υψηλή διάκριση της ετερότητας εξαφανίζονται εντελώς ή και παρακολουθούν σιωπηλά, τρομάζοντας μπροστά στο ενδεχόμενο της υπέρβασής τους από άλλον άνθρωπο και ενεργοποιώντας ενστικτωδώς την αντίδραση του φθόνου ή ακόμα και του φόβου. Αυτοί είμαστε οι άνθρωποι. Ο πόνος του άλλου μας χαρίζει, ασυναίσθητα, ηδονή, ενώ η καταφανής ανωτερότητά του μας τρομάζει.
Περισσότερα, φυσικά, είναι τα ποιήματα της συλλογής που χρήζουν προσεκτικής ανάγνωσης και φιλολογικής έρευνας, μα εδώ προσφέρεται η κατακλείδα της σύντομης αυτής αποτίμησης του Ταλαντούχου Νέρωνα. Ο Κωνσταντίνος Νικολάου φαίνεται να κατοχυρώνει σταδιακά την θέση του στην σύγχρονη ελληνική ποίηση, προσφέροντας στιχουργήματα που συνομιλούν, μεν, με την παράδοση, αλλά την προσαρμόζουν στην συγκαιρινή πραγματικότητα. Είναι διαφορετικό να επιβιώνεις και διαφορετικό να ζεις: οι καλοί ποιητές ζουν την εποχή τους με ένταση και συνειδητοποιώντας διά των αναγνωσμάτων τους την κοινότητα των ανθρωπίνων βιωμάτων μετουσιώνουν το ατομικό υλικό σε συλλογική εμπειρία.


