
Η ποιητική συλλογή της Παυλίνας Παμπούδη Άμμος και λίγα βότσαλα, Ροές, 2024, αποτελείται από 66 ποιήματα, κατανεμημένα σε τρεις ανισομερείς ενότητες. Η πρώτη «Τι έλεγε ο άνθρωπος μέσα στο ποίημα» είναι η εκτενέστερη, αφού περιλαμβάνει 46 ποιήματα, η δεύτερη «Τι έλεγε το παιδί μέσα στο ποίημα» περιλαμβάνει 11 ποιήματα, ενώ τα υπόλοιπα 09 συνιστούν την τρίτη ποιητική ενότητα με τίτλο «Τι έλεγε ο άνεμος». Τα ποιήματα όλων των ενοτήτων είναι γραμμένα με τη μοντέρνα ποιητική τεχνοτροπία. Η συλλογή περιλαμβάνει πολύστιχα αφηγηματικά μέχρι ολιγόστιχα ποιήματα συμπυκνωτικά νοημάτων, που μοιάζουν με ημερολογιακή καταγραφή συναισθημάτων, σκέψεων και εμπειριών ζωής που φέρει η δημιουργός. Σύμφωνα με τον Τζιόβα «Ο χρόνος νοείται ότι ρυθμίζει το βασίλειο της εσωτερικότητας, όπου συνυπάρχουν η αυτοσυνείδηση με την επιθυμία, η υποκειμενικότητα με τη λογική», σχόλιο το οποίο εδώ βρίσκει απήχηση στα ποιήματα, της Π. Παμπούδη, καθώς η έννοια του χρόνου αποτελεί τη ραχοκοκαλιά του βιβλίου.
Η Παμπούδη συνθέτει ποιήματα υπαρξιακής αγωνίας και φιλοσοφικού στοχασμού, τα οποία επιχειρούν να αποκωδικοποιήσουν τον διαρκώς μεταβαλλόμενο εξωτερικό αλλά και εσωτερικό κόσμο. Εκφράζουν ρωγμές σε προσωπικό και κοινωνικό επίπεδο από τη ροή του χρόνου, τη δύναμη της μνήμης και του Λόγου, την κατάρρευση των σχέσεων, των ιδεών και των αξιών, δημιουργώντας στον/στην αναγνώστη/-στρια συγκίνηση, προβληματισμό και διάθεση για ενδοσκόπηση.
Ο τίτλος Άμμος και λίγα βότσαλα πολύσημος και συνυποδηλωτικός. Η άμμος συμβολίζει την παροδικότητα, την αέναη ροή του χρόνου και την αίσθηση του φευγαλέου και του ανεκπλήρωτου, συνδέεται με την ιδέα της ύπαρξης του ανθρώπου ως κάτι εύθραυστο, ευάλωτο και φθαρτό από τον χρόνο. Όπως η άμμος χάνεται και παρασύρεται από τον άνεμο, έτσι και οι στιγμές ή οι εμπειρίες, η παιδική ηλικία, η ενηλικίωση εξαφανίζονται γρήγορα, αφήνοντας πίσω τους θραύσματα μνήμης. Τα λίγα βότσαλα –σε αντίθεση με την ακαθόριστη και εφήμερη φύση της άμμου– είναι πιο σταθερά και συμπαγή, συμβολίζουν πιο μόνιμες αξίες, και συγκεκριμένα την αντοχή και τη δύναμη του Λόγου στο πέρασμα του χρόνου. Η άμμος και τα λίγα βότσαλα, λοιπόν, ως σύμβολα δημιουργούν μια αντίθεση μεταξύ του παροδικού και του σταθερού, του ανεξέλεγκτου και του ελεγχόμενου, προσφέροντας έτσι δυνατότητα για ερμηνεία στο πλαίσιο της προσέγγισης της ποιητικής συλλογής, υποδηλώνοντας μικρές, καθημερινές στιγμές που, αν και φαινομενικά ασήμαντες, σχηματίζουν τη συνολική εικόνα της δημιουργού αλλά και κάθε ανθρώπινης ύπαρξης.
Τα ποιήματα της συλλογής λειτουργούν, ναι μεν, αυτόνομα αλλά ταυτοχρόνως και συμπληρωματικά το ένα προς το άλλο, καθώς υπάρχει αλληλοδιείσδυση της κάθε μιας ενότητας μέσα στην άλλη και αποτελούν μία συνεκτική και αρραγή ψυχογραφία, κλείνοντας με το ποίημα – ομώνυμο του τίτλου– «Υ.Γ Άμμος και λίγα βότσαλα». Η σύνθεση αυτή αποτελεί ύμνο στον χρόνο, στη ζωή, στη φθορά, και στον θάνατο αλλά και στων ανθρώπων τα έργα.
Η δημιουργός αξιοποιεί όλα τα εκφραστικά μέσα: τις επαναλήψεις, τα ασύνδετα, τις παρηχήσεις, τις εικόνες, τον ρυθμό, τους ήχους, όλα όσα προκαλούν και τις πέντε αισθήσεις. Μα δε μένει εκεί, καθώς η φθορά, η απουσία και η σιωπή παίζουν καθοριστικό λόγο στη συλλογή αυτή σε μια απόπειρα να εξερευνήσουν το συνειδητό και το ασυνείδητο. Στα ποιήματα κυριαρχεί ο ελεύθερος στίχος και ο ρυθμός δημιουργείται από τις παύσεις του στίχου και από την ελάχιστη στίξη που υπάρχει. Δεν χρησιμοποιείται τελεία αλλά η μονή παύλα, ατίθασο σημείο στίξης, που αφήνει μετέωρο τον/ την αναγνώστη/-στρια, καθώς κάθε ποίημα κλείνει με την παύλα ή μάλλον με αυτόν τον τρόπο ανοίγει το ποίημα, περνάει στο επόμενο ή ίσως δεν τελειώνει ποτέ, κατά συνέπεια και ο/η αναγνώστης/-στρια το κρατά στο μυαλό του. Ο απόηχος της ανάγνωσης παραμένει στον/στην αναγνώστη/-στρια μετά από κάθε ανάγνωση σιωπηλή ή ηχηρή, δίνοντας πεδίο ελευθερίας στη νοηματοδότηση του ποιητικού κειμένου και την προσωπική συμμετοχή του/της αναγνώστη/-στριες στις εύθραυστες σιωπές και τη γέννηση συναισθημάτων. Σύμφωνα με τον Βαγενά «η ποίηση δεν είναι θέμα μορφής, είναι θέμα έντασης» και εδώ η εσωτερική ρυθμικότητα των ποιημάτων, που απορρέει από την ζωντάνια των εικόνων και την αέναη κίνηση των φυσικών στοιχείων, προκαλούν συγκινήσεις και ένταση.
Τα 62 από τα 66 ποιήματα έχουν ως τίτλο ρήματα και ρηματικές φράσεις. Τα ρήματα των τίτλων δηλώνουν ενέργεια, δράση, κίνηση, αλλαγή, διάθεση, συναίσθημα και είναι το έρεισμα της ανάπτυξης κάθε ποιήματος της συλλογής. Ρήματα σε πρώτο ενικό πρόσωπο που εγείρουν πρωτογενείς αισθήσεις και προκαλούν τρόπον τινά την αποκάλυψη του εσωτερικού κόσμου (π.χ. Εξαργυρώνω, Μετράω, Ακολουθώ, Ορθώνομαι, Βλέπω, Ακούω, Απολογούμαι, Στέκομαι κ.ά.) ή σε τρίτο που σηματοδοτούν τον χρόνο και τον λόγο (π.χ. Λιγοστεύει, Αναδύεται, Επουλώνεται, Μένει, Συνεχίζει κ.ά.) και άλλοτε σε τρίτο πληθυντικό πρόσωπο με αναφορά στις μέρες, και στη μνήμη (π.χ. Πορεύονται, Φαίνονται, Μετατοπίζονται, Συνωστίζονται).
Σύμφωνα με τον Γραμματικάκη, «κάθε είδους δημιουργία «πνευματική», από την πιο μεγάλη ως την πιο ταπεινή είναι, εν τέλει, προϊόν ενός εσωτερικού μονολόγου». Είτε σε α΄ είτε σε γ΄ πρόσωπο η ποιήτρια ουσιαστικά εκφράζει έναν εσωτερικό μονόλογο, ο οποίος καταλήγει σε γόνιμο διάλογο με τον/την επαρκή αναγνώστη/-στρια. Η δημιουργός, αν και επέλεξε τίτλο με δυο ουσιαστικά, έναν σύνδεσμο και ένα επίθετο, στα ρήματα στήριξε τα λόγια της, δηλώνοντας κινήσεις, καταστάσεις, συγκινήσεις, σκέψεις, όσα δηλαδή περιλαμβάνει ο νους, η ψυχή και η ζωή του ποιητικού υποκειμένου αλλά και κάθε ανθρώπου: Ναι, όπως όλοι/Κι εγώ, ο άνθρωπος, σε ώρα ανάγκης/Τα παιδικά μου χρόνια είχα βάλει ενέχυρο/Από το πρώτο μέχρι το ενδέκατο/Έτσι, όπως όλοι/Τράφηκα, ντύθηκα, μορφώθηκα-//Τώρα τα παίρνω λίγα λίγα πίσω/Κάθε που ασημώνω λέξη/Στο ανταλλακτήριο του χάους//Εξαργυρώνω ακόμα/Και τα λεπτά του ύπνου που αντιστοιχήθηκαν/Σε εκτενή διαστήματα εγρήγορσης/Δικής μου ή των άλλων- «Εξαργυρώνω» (σ. 9).
Η ποίηση της Παυλίνας Παμπούδη είναι εξομολογητική, αυτοβιογραφική και προσωπική, επεκτείνεται πέραν αυτού και γίνεται πανανθρώπινη, καθώς αισθητοποιείται συμβολικά και στις τρεις ενότητες μέσω του ανθρώπου αγγελιαφόρο του είναι, ολότητα όχι μόνο στη φυσική αλλά και την πνευματική του έννοια, του παιδιού σύμβολο του μέλλοντος, που αφυπνίζει αγαθές δυνάμεις του ασυνειδήτου κάθε ψυχής, ταυτίζεται με τον θεό εντός μας και το άπειρο που βρίσκεται μέσα σε κάθε άνθρωπο και του ανέμου που συμβολίζει την ενεργητική, βίαιη μορφή του αέρα, ταυτίζεται με τη δημιουργική πνοή αλλά και τον Τυφώνα: Ο άνεμος σημαίνω κίνηση αέναη, κυρίως/Τη φυγόκεντρο, αλλά/Στο μάτι του κυκλώνα, πάντα/Μες στη γαλήνη άοκνα εργάζεται η φθορά-/Γι’ αυτό/Τόση γαλήνη, τόση/Που ούτε λύπη ούτε και χαρά/Και ούτε καν/Να νιώθεις ισοδύναμα τ’ αντίθετα- «Εργάζεται» (σ. 65).
Το ποιητικό υποκείμενο επαναφέρει στιγμές που βίωσε μέσα στον χρόνο, τις αποτυπώνει εναρμονισμένα, οργανωμένα, λιτά και χωρίς λυρική διάθεση, σηματοδοτώντας τη σύγχρονη πραγματικότητα αλλά και τα νοήματα των ποιημάτων. Χαρακτηριστική είναι η παρουσία στοιχείων της φύσης που διαπερνούν όλα τα ποιήματα, εγείρουν τις αισθήσεις αλλά και τη φαντασία του/της αναγνώστη/-στριας και δίνουν χρώμα και ζωή στον χρόνο και στη φθαρτότητα του ανθρώπου με κέντρο την άμμο, τον άνεμο, τον αέρα, το χώμα, τη βροχή, το βουνό, τη θάλασσα, τα βράχια, τα πουλιά κ.ά. Στο ποίημα «Ακούω» (σ. 21) εκφράζει την αναζήτησή της για τη βαθύτερη κατανόηση του κόσμου, δημιουργώντας έναν ιδιαίτερο διάλογο με τη φύση: Ακούω τιτιβίσματα σγουρά στα πεύκα /Υγρά στα βράχια, χίλιες γλώσσες /Καταλαβαίνω /Είναι οι απαντήσεις, όλες οι απαντήσεις /Κι είναι /Σιβυλλικές, εύθυμες όλες, άσχετες /Αποστομωτικές //Καταλαβαίνω-. Η φύση κυρίαρχη σε κάθε ανθρώπινη ύπαρξη και καθοριστική στις διαπροσωπικές μας σχέσεις: Οι άνεμοι/Της νύχτας τα μυστήρια δάση, κλαδιά/Νευρώσεις φύλλων, ρίζες βαθιές/Φλέβες νερού, χρυσού, τις φλέβες σας//Κάθε φυτολογία, κάθε ζωολογία/Κάθε θεολογία, όλους μας συνέχουμε/Με μια αγάπη/Που δεν μιλιέται πια, που λησμονιέται- «Συνέχουμε» (σ. 64).
Ο Λόγος είναι παρηγορητικός ή εξαγνιστικός, αλλά η αληθινή «σωτηρία» για την ποιήτρια ίσως να έρχεται μέσω της αυτογνωσίας, της αποδοχής του εαυτού της, ή ακόμα και της έκθεσης του ψυχισμού της στον κόσμο με ειλικρίνεια: Ξέρω, υπάρχει Λόγος:/Προσέχω τώρα, ξεχωρίζω μες στο θόρυβο/Πνευστά από αμαρυλλίδες δίχρωμες/Καμπάνες από καμπανούλες, τερερέμ /Ισοκρατήματα /Φωνές πυκνές δασών, που τότε άκουσα/Και τώρα επιτέλους ξεδιαλύνονται/Στις χίλιες σημασίες/Και τις αποχρώσεις τους/Υπάρχει Λόγος–«Υπάρχει» (σ. 36). Ο Λόγος μέσω της μνήμης «Σφύζει, δονείται» (σ. 36), «Ξεχνιέται, διαλύεται» (σ. 37), «Αναδύεται» (σ. 37), «Συνεχίζει» (σ. 38), «Το αναγνωρίζω» (σ. 39) και: Μένει ένας κατάμαυρος/Άγραφος στίχος στο λευκό, στην ξόβεργα/Πετούμενο ετοιμοθάνατο/Σε καίρια στιγμή-περιδινούμενη– «Μένει» (σ. 48).
Η ποίηση της Παμπούδη «δεν είναι ποίηση της επιφάνειας, αλλά του βάθους (Μητσάκης) είναι άμεση, δυνατή και γεμάτη συναισθηματική ένταση, τρέχει όπως ρέει ο χρόνος και ο Λόγος. Η γλώσσα της λειτουργεί ταυτόχρονα στον χώρο του πνεύματος, της φαντασίας, της μνήμης, του ψυχισμού και του υποσυνείδητου. Είναι εκφραστική, δυναμική, εικονική και αισθητηριακή, ηχοποιητική και γεμάτη αντιθέσεις, υπαρξιακή αναζήτηση και μοναξιά. Εναλλάσσεται ανάμεσα στη λυρική απλότητα και την έντονη συναισθηματική φόρτιση, χρησιμοποιώντας μεταφορές, προσωποποιήσεις και συμβολισμούς, όπως στο ποίημα «Ανεβαίνω» (σ. 25): Βουνό φυτρώνει, ανεβαίνω / Και ένας κένταυρος αρχάγγελος με φεγγερά καπούλια/Και τις οπλές του λασπωμένες, οδηγεί/ Πατώντας χάρτες του θεού αόρατους / Με παραχαραγμένη των αθώων τη διαίσθηση- // Γύρω ουρλιάζουν οι αγέλες των νυχτών // Ακολουθώ, προσέχοντας ο άνθρωπος / Να μένω απαρατήρητος στην ιστορία μου-
Στο ποίημα «Anno mundi» (σ. 70) οι στίχοι της γίνονται ανθρώπινη κραυγή και η αγωνία που γεννιέται μαζί με το Μπιγκ Μπανγκ. Η ποιήτρια οδηγείται προς το χωροχρονικό ταξίδι της δημιουργίας του κόσμου και μας μεταφέρει σε τόπους μιας ποίησης, όπου κυριαρχεί η κίνηση και η πλαστικότατα της εικόνας δια μέσου ασύνδετων σχημάτων και ρητορικών ερωτημάτων στα οποία αναζητά απαντήσεις στα προσωπικά της αινίγματα, εκφράζοντας παράλληλα τα συναισθήματα και την αγωνία της, παρουσιάζοντας ως μικρά κινηματογραφικά πλάνα τα αγωνιώδη ερωτήματά της και την αναψηλάφηση της ζωής και του χρόνου, όπου ο άνθρωπος μετέωρος μπροστά στην απεραντοσύνη, καλείται να «ζήσει» το λιγοστό του χρόνου του: «και ποιος τις σπείρες/ Και τους λαβυρίνθους της εξέλιξης/ Κι όλες τις λάθος θεωρίες, όλο λάθος;// Ο νέος χρόνος προς ή ο από; // Άραγε πλησιάζουμε/ Κάπου, ποιος ξέρει πού/ Ή μήπως οπισθοχωρούμε;/ Κι ίσως βρεθούμε πάλι σε, ποιος ξέρει ποια/ Σημαδιακή, ανύπαρκτη/Χαμένη, επινοημένη, άσχετη χρονολογία;//Ποιος ξέρει τί;» μονολογεί η ποιήτρια, προσφέροντας στον/στην αναγνώστη/-στρια δίοδο προς τον «ένδον» εαυτό του/της.
Ένα σημαντικό στοιχείο της τεχνικής της Παμπούδη είναι οι επαναλήψεις λέξεων ή φράσεων, οι οποίες λειτουργούν ως ανακυκλούμενα μουσικά μοτίβα, δημιουργώντας συνθέσεις ρυθμικές. Στα περισσότερα ποιήματα το «βάρος» πέφτει στον τελευταίο ή στους τελευταίους στίχους, όπου «εκβάλλει» το ποίημα, ως κεντρική ιδέα, απόφθεγμα ή προφητεία, που, αν τεθούν ο ένας δίπλα στον άλλον, δημιουργούν ένα άλλο ενιαίο ποίημα. Ενδεικτικά αναφέρουμε:
Κλειδώνω, ξεκλειδώνω /Βγαίνω στον κόσμο πάμπλουτος – (σ. 10)
Και ναυαγώ σε άγνωστο πλανήτη– (σ. 11)
Τα πάνθ’ ορώσα/Υπεράνω των υδάτων εκκρεμεί/Σεβάσμια πανσέληνος– (σ. 12)
Τα παιδικά κειμήλια, οξειδωμένα/ Να θάβονται και να ξεθάβονται αέναα/ Στου λόγου του κινούμενου την άμμο– (σ. 13)
Ο άνθρωπος/ Κανένας τρόπος πάλι να περάσω από την άλλη– (σ. 14)
Θ’ ανθίσουν κύματα/ Θεσπέσια, θεόρατα– (σ.15)
Άρρωστα δέντρα/ Απότομα σταματημένα στην πλαγιά–(σ.16)
Για να τα τρώει ανόρεχτα ο χρόνος–(σ.18)
Λίπη και πρωτεΐνη, λύπη και ψυχή/ Και ό,τι άλλο, άγνωστο, θεός/ Μεταβολίζει–(σ.19)
Στο βάθος, πάντα η θάλασσα, η πλατυτέρα –(σ. 20)
Που το Εγώ που το Αυτός/Δεν ξεχωρίζω–(σ. 22)
Και δεν προφταίνω τίποτα σχεδόν να δω–(σ. 22)
Τι μάταια, τι δύναμη–(σ. 23)
Ο άνθρωπος ξεφεύγω πάλι– (σ. 24)
Ακολουθώ, προσέχοντας ο άνθρωπος/ Να μένω απαρατήρητος στην ιστορία μου – (σ. 25)
Πριν να γεννηθεί– (σ. 26)
Μ’ όλους τους Αριθμούς μ’ όλα τα Γράμματα– (σ. 27)
Έχουν, θαρρώ, χτιστεί όλα τα τείχη–(σ. 28)
Κι όλα ξανά απ’ την αρχή– (σ. 29)
Πόσο σπαταλημένος χώρος/ Στο κενό μιας λυπημένης σκέψης– (σ. 30)
Για στιγμές/ Λάμπει η ματαιότητα το κρυπτονόμισμα–(σ. 31)
Σπάζοντας ιστορία/Σε κόκκινα κομμάτια, άχρηστα στο παζλ– (σ. 32)
Υπάρχει Λόγος–(σ. 36)
Όλο κεραίες από μνήμες με κομμένα νήματα– (σ. 36)
Σαν θέσφατα– (σ. 37)
Ν’ απαλειφθεί και ο μικρός πλανήτης του ανθρώπου– (σ. 37)
Δεν τελειώνομαι:/ Έτσι θα ‘πρεπε να ‘ναι, έτσι είναι–(σ. 38)
Μέχρι να ξαναγίνει εκείνο/Το μαύρο που ο άνθρωπος υπήρξα/ Και αναγνωρίζω– (σ. 39)
Πώς να τακτοποιήσεις / Πώς να ταχτοποιηθείς ο άνθρωπος στη μνήμη σου; (σ. 43)
Τ΄ αλφάβητα των όντων απειράριθμα/ Ποιος βρήκε άκρη; (σ. 51)
Όλα, σαν να με αγαπάνε–(σ. 56)
Και πόσα τα χαμένα μέσα στο παιδί/Που αποθηκεύτηκαν όμως κι εκείνα/ Κατά λάθος– (σ. 57)
Κλείνω ξανά τα μάτια (σ. 58)
Άπατο μαύρο στον πυθμένα κάθε σκέψης– (σ. 60)
Η Παυλίνα Παμπούδη διατρανώνει ποιητικά τη μοιραία πορεία του ανθρώπου στον χρόνο μέσω της μνήμης γιατί σύμφωνα με τον Ταμπάκη «τι άλλο παρά σε “ταξίδια στο παρελθόν” μας οδηγεί η Μνήμη, ενώ σε “ταξίδια στο μέλλον” μας παρασύρει η Φαντασία;». Η ποίησή της είναι μία αντίδραση στη φθορά και στο τέλος, είναι ένα αλλιώτικο ταξίδι ζωής με πολλές συνδηλώσεις και πλούτο, έτσι ώστε ο/η αναγνώστης/-στρια να νιώθει ότι άφησε κάτι που δεν πρόλαβε να αγγίξει όπως η ποιήτρια στο υστερόγραφο ποίημα «ΥΓ. Άμμος και λίγα βότσαλα» (σ. 72): Περνώ, ξαναπερνώ ο άνεμος/ Τώρα πάλι μόνο η άμμος–η αιωνιότητα–/ Α, να /Και λίγα βότσαλα–.Έτσι και ο/η αναγνώστης/-στρια, διαρκώς επιστρέφοντας, καλείται με εμβριθείς και διεισδυτικές αναγνώσεις να αποκωδικοποιήσει σταδιακά τους μυστικούς κώδικες της περιπλάνησης της ποιήτριας στον χώρο και στον χρόνο μέσω της ποιητικής τέχνης. ενώ παράλληλα νιώθει τη μαγεία της ατμόσφαιρας που τον εμπλέκει ψυχικά, συναισθηματικά και ποικιλοτρόπως διαλεκτικά, καθώς σύμφωνα με τον Μάνγκελ, «Η ανάγνωση είναι σωρευτική και προχωρεί με γεωμετρική πρόοδο: κάθε νέα ανάγνωση χτίζει πάνω σε όσα έχει ήδη διαβάσει ο αναγνώστης».
Βιβλιογραφία
Βαγενάς, Ν. (2012). Μεταμοντερνισμός και λογοτεχνία. Αθήνα: Πόλις.
Cirlot, J.-E. (1995). Το Λεξικό των Συμβόλων, μτφρ. Ρήγας Καππάτος. Αθήνα: Κονιδάρης.
Γραμματικάκης, Γ. (2008). Η Κόμη της Βερενίκης. Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.
Μάνγκελ, Αλ. (1997). Η Ιστορία της ανάγνωσης μεταφορές της ανάγνωσης, μτφρ. Λύο Καλοβυρνάς. Αθήνα: «Νέα Σύνορα» Εκδοτικός Οργανισμός Λιβάνη.
Μητσάκης, Κ. (1982). Πορεία μέσα στο χρόνο. Αθήνα: Φιλιππότη.
Παμπούδη, Π. (2024). Άμμος και λίγα βότσαλα. Αθήνα: Ροές.
Τζιόβας, Δ. (2014). Κουλτούρα και λογοτεχνία. Πολιτισμικές διαθλάσεις και χρονότοποι ιδεών. Αθήνα: Πόλις.