
«… η Λογοτεχνία από έ ν α ο ρ ι α κ ό σ η μ ε ί ο και μετά μπορεί να αυτονομηθεί σε τόσο μεγάλο βαθμό, ώστε να μην αντιμετωπίζεται πλέον ως Λογοτεχνία αυτή καθαυτή αλλά ως ένα άλλο Βλέμμα, ως ένας άλλος τρόπος αντιμετώπισης του Κόσμου ολόκληρου και, κατά συνέπεια, και της ανθρώπινης Ύπαρξης», αναφέρει στο Επίμετρο τού «Ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη Λογοτεχνία» ο μεταφραστής του Δημήτρης Τσεκούρας.
Το εν λόγω έργο, του άγνωστου στο ελληνικό κοινό Γεωργιανού συγγραφέα Γκούραμ Ντοτσανασβίλι, σύστησαν στους αναγνώστες το 2024 οι εκδόσεις Loggia. Πρόκειται για έναν ύμνο στη Λογοτεχνία που αφορά τόσο στους βιβλιόφιλους όσο και σε εκείνους που δεν ασχολούνται συστηματικά με το διάβασμα. Τους μεν μπορεί να τους συνεπάρει και τους δε να τους «παρασύρει» σε περαιτέρω ενασχόληση, διότι η αφήγηση της ιστορίας ρέει, είναι εύληπτη και ταυτόχρονα απολαυστική, με το παιχνίδι της διακειμενικότητας να ωθεί την αναγνωστική διερεύνηση σε πολλά και σημαντικά λογοτεχνικά έργα τα οποία εμπλέκονται με ευρηματικό τρόπο.
Η πλοκή δεν εκτυλίσσεται σε συγκεκριμένο χρόνο αλλά ούτε και τόπο. Μόνο από τα συμφραζόμενα και τη χώρα καταγωγής του συγγραφέα συμπεραίνουμε πως διαδραματίζεται στη Σοβιετική Ένωση. Με αυτό τον τρόπο το έργο καθίσταται «σύγχρονο» όποια εποχή και αν διαβαστεί, έχοντας έρεισμα το διαχρονικό των σημαντικών έργων της Λογοτεχνίας.
Καθώς οι βιβλιόφιλοι το διαβάζουν νιώθουν ότι τους αφορά προσωπικά. Τα πρόσωπα της ιστορίας είναι : από τη μια οι δυο κρατικοί υπάλληλοι, ο ανώτερος και ο κατώτερος, που διενεργούν μια στημμένη δημοσκόπηση για τις συνθήκες διαβίωσης των πολιτών μιας Σοβιετικής πόλης, και από την άλλη ο ερωτώμενος φωτογράφος – ο άνθρωπος που αγαπούσε πολύ τη λογοτεχνία μαζί με τον καλοπροαίρετο βοηθό του, που εννοεί να απαντάει σε όλες τις ερωτήσεις που του τίθενται ορμώμενος αποκλειστικά από τη λογοτεχνία. Διαμέσου των ερωταπαντήσεων και των μονολόγων οδηγούμαστε στα μονοπάτια της θέασης του Κόσμου μέσα από υψηλά λογοτεχνικά δημιουργήματα. Συγγραφείς όπως ο Θερβάντες, ο Μπούνιν, ο Καρέρ και πολλοί άλλοι αναδύονται με το έργο και τους ήρωές τους, αναδεικνύοντας την πλούσια εμπειρία της πολυμορφίας που προσφέρει η συστηματική ανάγνωση.
Δυο κόσμοι έρχονται σε αντιπαράθεση: αυτός του άκαμπτου κρατικού μηχανισμού που επιχειρεί να διευθετεί τη ζωή σε «τυποποιημένα κουτάκια» και εκείνος του συστηματικού αναγνώστη που έχει βιώσει πολλές και διαφορετικές ζωές μέσα από τα βιβλία και, κατά συνέπεια, μπορεί πλέον να βλέπει ελεύθερα και αποστασιοποιημένα από τα επιβεβλημένα «πρέπει» της κοινωνίας.
Η νουβέλα του Ντοτσανασβίλι προσφέρεται από κάθε άποψη και για αναστοχασμό ως προς τον τρόπο που αντιμετωπίζεται σήμερα η Λογοτεχνία, προτάσσοντας την ανάγνωση ως βασικό και ουσιαστικό στοιχείο στην εκπαίδευση των ατόμων. Ως αναγνώστρια νιώθω ειλικρινά την ανάγκη να ευχαριστήσω τον μεταφραστή κ. Δημήτρη Τσεκούρα και τις εκδόσεις Loggia για την ανάδειξη και έκδοση αυτής της νουβέλας που είναι πραγματικά ένα από εκείνα τα σπάνιο βιβλία το οποίο ο κάθε αναγνώστης μπορεί να το θεωρήσει «δικό του» και να ανατρέχει συχνά στις σελίδες του.