Ο Fabio Stassi έχει το μαγικό χάρισμα να μιλά για στενάχωρα πράγματα με απαλότητα, μετατρέποντας με τον όμορφο τρόπο του τις όποιες πυρκαγιές σε τρυφερό, τρεχούμενο νερό. Έτσι και σε αυτή την πιο πρόσφατη νουβέλα του, που κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Ίκαρος σε μετάφραση Δήμητρας Δότση, ξανασυναντάμε τον γνωστό μας ήρωα Βίντσε Κόρσο, βιβλιοθεραπευτή και ερευνητή λογοτεχνικών μυστηρίων. Αυτή τη φορά, δηλαδή σε αυτό το βιβλίο, ξεκινά για ένα χαλαρό τριήμερο στο μέρος όπου είχε μεταβεί η σύντροφός του αλλά, από αβλεψία της στιγμής, επιβιβάζεται σε λάθος τρένο που μάλιστα πηγαίνει προς την αντίθετη κατεύθυνση.
Μια τέτοια αναποδιά είναι βέβαια φοβερή, σε όποιον κι αν συμβεί. Εκτός αν είναι φανέρωμα της τύχης. Αυτό είναι το νόημα των λόγων του μυστηριώδη άντρα που συναντά στο τρένο ο Βίντσε, ο οποίος τον παροτρύνει – αντί να κατέβει από το τρένο – να συνεχίσει το ταξίδι του μέχρι τη Γένοβα και κατόπιν την Κυανή Ακτή: «Μπορεί εσείς να μην το ξέρετε ακόμα, αλλά ίσως έχει έρθει η στιγμή να κάνετε αυτό το ταξίδι» (σελ. 22).
Και το κάνει. Στην πραγματικότητα, είναι ένα ταξίδι πολύ προσωπικό («το πεπρωμένο μου κρυμμένο σαν σελιδοδείκτης ανάμεσα στις σελίδες ενός μυθιστορήματος», σελ. 41). Γιατί στην Κυανή Ακτή βρίσκονται οι απαντήσεις σε ερωτήματα που αποτελούν αγκάθι στην ψυχή του, ερωτήματα που ήρθε – ως φαίνεται – ο καιρός να βρουν απαντήσεις: «υπό μία έννοια γυρνούσα σπίτι, μόνο που ακόμα δεν ήξερα πού βρισκόταν» (σελ. 77).
Ανάμεσα σε φτωχικές πανσιόν και αρ νουβό ξενοδοχεία, πίσω από στίχους ποιητών και ανθρώπους που κουβαλάνε στις πλάτες τους πλήθος ιστοριών, θα αναζητήσει ο Βίντσε και τη δική του ιστορία, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα ίχνη του πατέρα του, τον οποίο δεν γνώρισε ποτέ.
Το Νυχτερινό στη Γαλλία είναι μια ωδή στο τυχαίο που μετατρέπεται σε κρίσιμη, ή ακόμη και μοιραία, υπόθεση («αυτή την κίνηση, κόντρα στην ευτυχία, την ήξερα καλά», σελ. 73). Αλλά και στη λήψη μιας απόφασης, που μπορεί να μη μοιάζει σωστή, όμως είναι καίρια, θυμίζοντάς μας το αρχαίο ρητό: «τοις τολμώσιν η τύχη ξύμφορος» (η τύχη είναι με τους τολμηρούς). Μια σειρά λαθών και τυχαίων γεγονότων οδηγεί σε λαβυρινθώδεις διαδρομές και φέρνει αναπάντεχες συναντήσεις με ανθρώπους τωρινούς και παρελθοντικούς. Ορισμένοι από αυτούς κρατούν κάποιες από τις απαντήσεις.
Παρ’ ότι είναι αργά, γιατί πάντα είναι πιο αργά από ό,τι νομίζουμε, δεν έχουν χαθεί όλα. Οι απαντήσεις περιμένουν να δοθούν και ο Βίντσε είναι έτοιμος από καιρό να τις λάβει. Μολονότι το ταξίδι του έχει τελικά τη χροιά της ματαίωσης, έχει όμως και εκείνη της συμφιλίωσης – όπως πάντα, με τον εαυτό («σε αυτή την παράξενη πόλη δεν είχα έρθει για να ψάξω, αλλά μόνο για να βρω τον εαυτό μου», σελ. 97). Και μας διδάσκει πως, ακόμη κι αν δεν βρίσκουμε πάντα αυτό που ψάχνουμε, τουλάχιστον όχι έτσι όπως το φανταστήκαμε, μπορεί πάντως να βρούμε αυτό που αντέχουμε και που είναι αρκετό για να μας απελευθερώσει («είχα επιτέλους το δικαίωμα να μπορώ να αγαπώ δίχως μέτρο», σελ. 104).
Ο Στάσσι έχει το ταλέντο που ανέφερα στην αρχή, να μετατρέπει τα δύσκολα πράγματα σε τρυφερές υποθέσεις. Το κάνει με τη γλαφυρότητα που διακρίνει την πένα του, όπως διατρανώνει το ακόλουθο ενδεικτικό απόσπασμα: «Κάθε τόσο άνοιγα τα μάτια μου και στοίβαζα εικόνες στο μυαλό μου: μια εμπορική αμαξοστοιχία στο τέρμα του σταθμού της Τορτόνα, ο κήπος μιας βίλας, τα πρώτα δάση του Πιεμόντε. Στο μισοΰπνι μου κατέγραφα τις σκιές των υψωμάτων, τα δέντρα που πρασίνιζαν, τις οικοδομές κι εκείνα τα σύννεφα ομίχλης και ξαφνικής βροχής που έμοιαζαν αναπόσπαστο μέρος του τοπίου». Τέτοιου είδους περιγραφές, που δεν περιορίζονται μόνο στα τοπία, δημιουργούν μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα αναστοχαστική και γαλήνια, μέσα στην οποία τα γεγονότα θρυμματίζονται ως θραύσματα, χωρίς να απαιτούν την πρωτοκαθεδρία. Τα γεγονότα ιδώνονται επομένως μάλλον ως η εσωτερίκευσή τους, ως υπόθεση προσωπική που πάντα ελπίζουμε – και ο Στάσσι αποδεικνύει – ότι μπορεί να λυτρώσει και να είναι απελευθερωτική.