*Να ‘μαι έκθετη στη δυσφορία των άλλων (για το βιβλίο “Σε αβαρές φαλτσέτο” της Δήμητρας Χριστοδούλου)
Αντιγόνη Κατσαδήμα
Δήμητρα Χριστοδούλου

Η πρώτη μου γνωριμία με την ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου συνέβη μέσα από το ποίημα «Ο Επαίτης» (Ο τρόμος ως απλή μηχανή, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2012). Το παρατήρησα για τη λεκτική οικονομία των στίχων του, ενόσω η ποιήτρια ξεδιπλώνει τον κοινωνικοπολιτικό χιτώνα του ποιήματος με αποφασιστικές και σαφείς κινήσεις διά της γλώσσας.

Στην πρόσφατη συλλογή της Σε αβαρές φαλτσέτο –εκδ. Θράκα, Λάρισα 2024, ISBN: 9786185463694- η Δήμητρα Χριστοδούλου εξακολουθεί να χαράσσει την πορεία της γλωσσικής απόλαυσης με τρόπο που δείχνει καθαρά, ότι η ποίηση είναι η ιδέα και το ιδεατό μαζί, συνενώνοντας κόσμους, επίπεδα και άξονες κατανόησης, ώστε η πρότερη εμπειρία να είναι μετουσίωση και φροντίδα προς τους αναγνώστες. Στο ποίημα «Αεί παίδες», είδα ένα ίχνος εκείνου «Του επαίτη».

Το ποιητικό «εγώ» της Δ.Χ. είναι ένα βαθιά κοινωνικό εγώ, που έζησε ήττες διά της επαφής, αλλά επιμένει να δίνει καταφατική απόφανση, ότι το ποίημα είναι η (αφ)ορμή της ζωής, ένα τραγούδι που απευθύνεται σε κάποιον, δεν είναι αφηρημένο κι ας επιχειρεί να κινηθεί επικίνδυνα σε πολλές λωρίδες ταχύτητας, από αυτήν του φυσικού έως εκείνη του θεολογικού κόσμου. Εν προκειμένω, διόλου τυχαία βλέπουμε την «ψυχή» να αναφέρεται στις λέξεις των στίχων. Η Δήμητρα Χριστοδούλου συμμετέχει διά της γραφής σε ένα ψυχογράφημα αναφοράς που της γίνεται ορατό εν ποιήσει.

Τα 48 ποιήματα της συλλογής της Δ.Χ. κινούνται σε πολλαπλούς κόσμους που ως δαιδαλώδεις πυρήνες ερεθισμάτων συγκροτούν τον έναν και αδιαίρετο κόσμο της ποίησής της. Μέσα σε αυτόν επαναλαμβάνονται με συνέπεια και ανανεωτική εξελικτική υπόσχεση -στα θεμέλια του βάρους της Ποίησης- σημαίνοντα όπως το φεγγάρι, η γάτα, ο σκύλος, το πουλί, το παιδί, το γήρας, αλλά και το αίμα.

Ειδικότερα, όλα αυτά τα σημαίνοντα υπακούουν στο πρόταγμα της υπερθεματικής γλώσσας, στη ροή της οποίας το ποιητικό γίνεται ποίημα. Όσα απασχολούν την ποίηση φυσικοποιούνται στο ντουέντε των στίχων, μέσα από μια ειλικρινή ματιά εφάμιλλη του παρελθόντος της ποιήτριας. Η ιστορία της μιλιέται μέσα από τους στίχους της. Τα επίθετα καθίστανται αναγκαία πριν από τα ουσιαστικά, τα ρήματα είναι ουσιώδη, οι επιλογές – αποφάσεις της ποιήτριας πρωτοπορούν ως προς τις εικόνες που προσφέρουν, ενόσω οι στίχοι έχουν αυτοδυναμία και λήγουν, αντί να προτρέχουν οι επόμενοι αυτών.

Διαβάζοντας τη συλλογή Σε αβαρές φαλτσέτο, πολλές φορές οι στίχοι μορφολογικά μού μιλούν την καταγωγή τους από τον Σολωμό και το περίφημο «Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη». Η ποίηση της Δήμητρας Χριστοδούλου έχει ρυθμό, πηγαία ομοιοκαταληξία που την αναζητάς, καθώς ο ακατάληκτος ή καταληκτικός στίχος σε εκπλήσσουν, όπως ακριβώς συμβαίνει και με τα συστατικά των εικόνων της. Μαγικά, όλα συναρμολογούνται και η ροκ συνομιλεί με τα μπλουζ, το μπουζούκι με την άρπα και το ζωολογικό με το θεολογικό στοιχείο.

Από το ποίημα «Τραγουδάκι για το τέλος ενός βιβλίου» λόγου χάρη, περί ομοιοκαταληξίας:

Κι όλο πετάω μουτζούρες μες στα δάση,

Κίτρινα φύλλα θα τις έχουνε σκεπάσει.

Τραγικά, ως μια Αντιγόνη που πέρασε από την τραγωδία της και επέζησε, η ποιήτρια της γενιάς του ’70 γράφει «Στο τραγουδάκι του πυροβολισμού» (ας σημειωθεί η αντίστιξη ανάμεσα στο υποκοριστικό και την αγριότητα του τέλους που επαναφέρουν εκείνο το «πόσο γλυκά με σκοτώνεις»):

Στων φτωχών λέξεών μου τον τάφο
Και το ξέρω πως πριν με σκεπάσει

Θα μου ρίξει η άγραφη φράση.

Αν και δεν είναι πάντα συνετό να εστιάζουμε σε μερικούς στίχους, παραγκωνίζοντας άλλους, ο τρόπος να γίνουμε συγκεκριμένοι επιτάσσει μια αναφορά και αιτιολόγηση. Ως εκ τούτου, πάλι επιλέγω, από το «Τραγουδάκι για το τέλος του κόσμου»:

Και να τους δώσει ο θεός ό,τι μου πάρει,

Πάλι μαζί τους θα γαυγίζω το φεγγάρι.

Η οικονομία συνδέεται με την καυστικότητα, την ένταση, την εικόνα που γίνεται στίχος αποδημητικός, από την δημιουργό στους αναγνώστες της, για να δημιουργήσουν σε παράλληλη πορεία μαζί της. Το να γαυγίζεις στο φεγγάρι -που μου φέρνει στο νου και τον Όζι Όζμπορν- με παραπέμπει στον Ουίλιαμ Μπάτλερ Γέητς και στο ποίημά του με τη Μιναλού τη γάτα και το φεγγάρι. Χωρίς να δείχνει με το δάχτυλο, λοιπόν, η Δήμητρα Χριστοδούλου προσφέρει αφομοιώσεις από τις τραγωδίες και τους ποιητές γενικότερα που ανανεώνουν τον ποιητικό της διάκοσμο, για να επανερχόμαστε στους στίχους της με τις δικές μας αποσκευές.

Διατρέχοντας τη συλλογή, κρίνω πως καλύτερη εναρκτήρια εικόνα οικειότητας είναι αυτή που ανοίγει το ποίημα «Μισές δουλειές». Το καφεδάκι είναι μετά του λυγμού άλλη μία αντίστιξη, μια κίνηση σε δύο πόλους που μου θυμίζει και τον Σαχτούρη. Μόνο που ενώ στο Σαχτούρη, η λέξη «όνειρο» προσπαθεί να λειτουργήσει ως σωσίβιο κόντρα στον κοινωνικοπολιτικό πνιγμό, εδώ ενδεχομένως η «ψυχή» απασχολεί την ποιήτρια, σε σχέση με το γήρας της κοινωνίας, το προσωπικό, το καθημερινό. Πού είναι και τι γίνεται η ψυχή;, φαίνεται να διερωτάται υπογείως…

Φυσικά και διάβασα τη συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου στο μετρό. Και στο μετρό. Είναι ένα φάρμακο κόντρα στην αλλοτρίωση, να βλέπω στίχους που ενέχουν προβληματισμό για τους άλλους, τον άλλον, τον κόσμο. Είναι αυτό που γράφει η Δήμητρα Χριστοδούλου «Στη μόνη περίθαλψη»:

Εκεί στριφογυρνά η πατρίς στο στρώμα της
Μ’ ένα ξύλο ανάμεσα στα δόντια,
Μη δαγκωθεί καθώς τη χειρουργούνε
Κάτω από τέτοιο φως οι χειρουργοί.
Και το παιδί σαν νυχτοπούλι σαστισμένο
Τσιμπάει τον μαρτιάτικο πάγο

Για να την πλύνει με το κρύο νερό.

Μας λέει η ποιήτρια εκείνο το γνωστό «Έχε το νου σου στο παιδί». Με αυτή την αγαπημένη μου εικόνα, μεταξύ άλλων, κλείνω αυτό το κείμενο – που για κάποιους είναι κριτική, για κάποιους άλλους φροντίδα και διάλογος- για τη συλλογή Σε αβαρές φαλτσέτο της Δήμητρας Χριστοδούλου από τις εκδόσεις Θράκα.

Μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα, διάβασα προτού το αρχίσω. Ε, δεν ήταν ακριβώς έτσι. Πιθανόν, για να γράφεις καλά, δεν πρέπει να τοποθετείς τη ζωή στα σοβαρά, αλλά πρέπει να τη ζεις και να την αποδίδεις με τη φιλοσοφία που την κάνει έλλογη. Ή «Στέγη αψύχων και ψυχών» που γράφει και η Δήμητρα Χριστοδούλου.

 

 

*στίχος από το ποίημα «Το ξύλινο άλογο».

Περισσοτερα αρθρα