
Η πρώτη αυτή συλλογή του Νίκου Βαξεβανίδη Μνήμες των ήχων (εκδόσεις Παρουσία, 2023), προσεγμένη στην εκφορά της και μελαγχολική στα σημεία, είναι πρωτίστως αποκαλυπτική. Αποκαλυπτική ενός προσωπικού ημερολογίου τρόπον τινά, αλλά και μιας ποιητικής προσέγγισης εμποτισμένης στη μουσική και τον κινηματογράφο, μιας συνεπούς προσέγγισης που ωστόσο εμπλουτίζεται συστηματικά και με καθοριστικό τρόπο από τις εκάστοτε διαθέσεις του ποιητικού υποκειμένου. Ωστόσο, το αποκαλύπτει ως ένα άτομο με κουλτούρα που παρεισφρύει στο κείμενο με ισορροπημένη μορφή και αναλογία, χωρίς να δημιουργεί προβλήματα κατανόησης, δίνοντας στα νοήματα το βάθος της βιωμένης εμπειρίας./
Στο πρώτο μέρος, το «αντί προλόγου», τα ποιήματα βοηθούν να προκύψει το προσωπικό στίγμα της ποιητικής φωνής, μιας φωνής που είναι εξόχως αναστοχαστική, τρυφερή και συνάμα βίαιη στις διαπιστώσεις της. Καθαίρει όσα ζητούν κάθαρση, ενώ συγχρόνως αγκαλιάζει όσα πονούν και αποτελούν πληγές, καταλήγοντας στο τελικό συμπέρασμα ότι η ζωή συμβαίνει κι εμείς δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να παρασυρόμαστε από αυτήν: «Ήρθαμε σαν τη βροχή, θα φύγουμε σαν τον άνεμο» («Παραμεθόριες γραφές»).
Ο χρόνος όπως διασώζεται στη μνήμη, όχι παγωμένος αλλά ενεργητικός, επειδή ακριβώς είναι βιωμένος, αποτελεί μία από τις σημαντικές δυνάμεις που διαμορφώνουν το ύφος και τον τόνο της συλλογής:
Οι βεβαιότητες εξασθενούν / […] Καταγραφές εκτός πεδίου/ Μεταβλητές σε στοχαστικές συναρτήσεις/ Νευρωνικά δίκτυα, εικονική πραγματικότητα/ Ακούμε το αίμα μας να καίγεται/ Πληγή προσωπική και μη ανακοινώσιμη.
(«Απολογισμός και επανεκκίνηση»)
Οι μνήμες μου είναι εδώ και πυρπολούν το αύριο.
(«Μνήμη των ήχων»)
Εντέλει, όλα επιστρέφουν στον πυρήνα τους, δηλαδή στη λέξη: «Αληθινή πατρίδα οι λέξεις» διαπιστώνει η ποιητική φωνή στο ποίημα «Συλλέκτης λέξεων».
Στο ποίημα «Νηφάλια είναι η νύχτα» το ποιητικό υποκείμενο περιγράφει την καθημερινή του συνάντηση «πάντα μεσάνυχτα» με τον Μίλτο Σαχτούρη. Ο ποιητής το μαλώνει, επειδή «σταμάτησε να πίνει μελάνι», να εργάζεται δηλαδή για την ποίηση, και πάντα το νικάει στο σκάκι. Και σε άλλα ποιήματα της ενότητας (και όχι μόνο), το ποιητικό υποκείμενο δηλώνει όχι μόνο ενήμερο της ποιητικής κληρονομιάς που με τα ποιήματά του καλείται να συνεχίσει, αλλά και υπεύθυνο για τη σωστή συνέχειά της, αφού έχει πλήρη επίγνωση του βάρους της: «Πυρπολούμαι/ Παλινδρομώντας ισόβια ανάμεσα σε δύο ξένους στίχους» («Ερωτικό»).
Το καταληκτικό ποίημα της ενότητας, «Το ποίημα κοιτάει πίσω για να δει μπροστά» είναι στην ουσία ένας λυγμός πάνω στο θέμα: «Το ποίημα δεν σε βρίσκει/ Η ποίηση δεν σε βρίσκει/ Στη μυστική ρωγμή του χρόνου εσύ θα βρεις το ποίημα/ Τρελή φωτιά διατρέχειτις πόλεις/ Στα χείλη μας ανθούν ποιήματα που δεν θα γράψουμε ποτέ».
Η δεύτερη ενότητα επιγράφεται «Σημειώσεις καλοκαιρινής νύχτας», περιέχει ποιήματα όλα γραμμένα το 2018, και αποτελεί μια συλλογή θερινών εντυπώσεων που λειτουργούν σαν πρίσμα μέσα από το οποίο ιδώνεται η ποιητική εξιστόρηση. Ενδεικτικό είναι το ποίημα «Σημειωματάριο», που ξεκινά: «(i)//Μέρες Αυγούστου/ Φως αδυσώπητο, ήλιος εκτυφλωτικός/ Δόνηση των κυμάτων στη θάλασσα/ Ξαφνικό μπουρίνι/ Τη νύχτα σιωπή/ Σιωπή και αγρύπνια/ Η αγρύπνια είναι θάνατος/ Η αγρύπνια είναι ποίηση», αλλά και το ποίημα «Η μόνη υπόσχεσις είναι ο θάνατος» απ’ όπου οι στίχοι: «Είπες θάλασσα, είπα πνιγμός/ Είπες καλοκαίρι, είπα θάνατος/ Δεν ξέρω πια το χρώμα του ουρανού/ […] Το ποίημα παραμένει μεσίστιο».
Ο τόνος της συλλογής γενικά είναι, οπως προειπώθηκε, μελαγχολικός. Τη μελαγχολία εμποτίζει η νοσταλγική διάθεση που διακατέχει το ποιητικό υποκείμενο αλλά και η ματαιότητα των πραγμάτων που διαπερνά τα πάντα, αφού ουσιαστικά εκείνο δεν έχει επιλογή για τίποτα: το παρελθόν έχει παρέλθει και το μέλλον είναι ο άγνωστος στην εξίσωση που αποτελεί η ζωή.
Μεγάλη σημασία στα ποιήματα όμως έχει και ο χώρος, μια άλλη δύναμη που διαμορφώνει τη μνήμη: «Αρχέγονες μνήμες, βαλκανικές» συνειδητοποιεί το ποιητικό υποκείμενο στο «Μουσική βραδυά στον Αη Λαυρέντη». Χώρος και μνήμη διαμορφώνουν μια διελκυστίνδα που τραβά την ποιητική φωνή: οι αναφορές σε τόπο πολλές φορές αντικαθίστανται από στίχους τραγουδιών, τίτλους ταινιών, μαθηματικές εξισώσεις που διαμορφώνουν και αυτές ένα είδος χώρου, αυστηρά προσωπικού, που ωστόσο μπορεί να αποτελέσει και ενδιαίτημα του αναγνώστη:
Η Λέξη για τον Κόσμο δεν είναι Δάσος/ Η Λέξη για τον Κόσμο είναι Θάνατος/ Αιμορραγεί από παντού το καλοκαίρι/ Like tears in rain.
(«Desolation Avenue»)
Ακολουθεί η ενότητα «Μνήμες απώλειας». Οι χαμένοι και οι απόντες πρωταγωνιστούν εδώ με τις λέξεις και τους ήχους τους, την ίδια στιγμή που ο ήχος γενικά γίνεται πλημμυρίδα: «Η μοναξιά των δρόμων και η έκρηξη των ήχων» (ποίημα «17.09.1982») και «Οι μουσικές που ακούμε είναι η μόνη αλήθεια» (στο ίδιο).
Από το ποίημα «Εγχειρίδιο ποιήσεως» παρελαύνουν οι «αγαπημένοι Απόντες σε κοινή θέα:/ Κ. Καρυωτάκης/ Μ. Σαχτούρης/ Μ. Αναγνωστάκης/ Θ. Τζούλης/ Ε. Κακναβάτος/ Β. Λεοντάρης/ Μ. Μέσκος/ Α. Τραϊανός». Όλοι τους «κατοικούν στα νότια της Ουτοπίας/ Περπατούν τις νύχτες/ Αναζητούν κρυφές στοές, περάσματα/ Άλλοτε χαμηλόφωνα μιλούν, άλλοτε κραυγάζουν» μέσα στον νου του ποιητικού υποκειμένου.
Μέσα από τραγουδιστές, στίχους και μουσικές, παρέα με φίλους που έχουν πεθάνει, το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα «Σε wine bar με τους νεκρούς μας φίλους (ΙΙΙ)» ομολογεί: «Ζωγραφίσαμε στον τοίχο μια πόρτα και φύγαμε/ Βγήκαμε στον δρόμο, μεθυσμένοι, την αυγή/ Κρατώντας σφιχτά ανάμεσα στα δόντια την τελευταία κραυγή». Γιατί η μνήμη πολλές φορές είναι ένας τόπος πληγών, πονεμένος και εμείς μέσα σε αυτόν «είμαστε εξόριστοι, συντετριμμένοι, απαρηγόρητοι» («Αιωνία Ανατολή»).
Στο μεταξύ «χλόη φυρώνει ατάραχα πάνω στα συντρίμμια της γενιάς μας» («Η άσφαλτος, όχι η παραλία»), ωστόσο «εμείς, κληρονόμοι πουλιών, πρέπει έστω και με σπασμένα φτερά να πετάξουμε/ Νηφάλιοι μέσα στην καταιγίδα».
Η επόμενη ενότητα επιγράφεται «Τόπος περιπλάνησης Εξάρχεια». Ξανά ο χώρος γίνεται δύναμη διαμόρφωσης του εσωτερικού τοπίου της ποιητικής φωνής: «Έτσι θα ζήσουμε/ Χαρταετοί που στροβιλίζονται σε τυφώνα/ Τέχνες, ιδεολογίες, όνειρα/ θα συνωθούνται στην Πλατεία» («Το φως εδώ είναι πάνταα γκρίζο»). Τον χώρο όμως διαμορφώνει ξανά και ο χρόνος:
Η κατάκτηση του χώρου σε χρόνο εξουσίας.
Οι εικόνες γίνονται θολές, ύστερα σβήνουν
Αντεστραμμένες αστικές γεωμετρίες
Σπόροι κάτω απ’ το χιόνι
Πλατεία άγρια, πλατεία ανθεκτική
(«Ζώνη αβεβαιότητας»)
Η πλατεία των Εξαρχείων όμως γίνεται ο μικρόκοσμος που αντανακλά ολόκληρη την Αθήνα. Ο ποιητής την προσεγγίζει με το ενδιαφέρον του μηχανικού: «Ουρλιαχτά από ένα διαμάντι \ Σταθμός του μετρό \ Ασταθές χωροδικτύωμα \ / Η μητρόπολη, εργοστάσιο \ Η μητρόπολη, διαφανές κάτεργο \ Άνθρωποι που δεν ουρλιάζουν, μήτε γελούν […] Η μητρόπολη, μουσείο για μεταμοντέρνους τουρίστες […] Αγριότητα, βαρβαρότητα και πολιτισμός \ Διάσπαση, απορρόφηση, διάλυση» («Η φωτιά μας καταπίνει»).
Ακολουθεί η ενότητα «Επιστημονικά συνέδρια (εν προόδω)» και η συλλογή κλείνει με εκείνη που επιγράφεται «Δοκίμιο εγκλεισμού». Το εναρκτήριο ποίημά της, «Κατάσταση εξαίρεσης, αποτελεί μια σημείωση στο ανέφικτο: «Δεν έχει χώρο για ποίηση φέτος». Ένα άλλο, γραμμένο τις ημέρες της καραντίνας λόγω του κορονοϊού, υπογραμμίζει την αίσθηση του εγκλωβισμού: «Θωρακισμένη μοναξιά/ Προετοιμάζει το αντισηπτικό μέλλον/ Το social distancing ως καθεστώς/ Οι έγκλειστοι δεν ονειρεύονται» («Ημερολόγιο εγκλεισμού (ΙΙ)»).
Την ενότητα επιπλέον εμφορούν σκέψεις θανάτου. Στο ποίημα «Απολογισμός θέρους» διαβάζουμε: «Δεν κρυβόμαστε απ’ τον θάνατο/ Τον εξωραΐζουμε με λέξεις» και στο αμέσως επόμενο, «Δοκιμή 2»: «Ο θάνατος είναι ιός απ’ το εσώτερο διάστημα/ Βάφει στο κόκκινο τη διαβίωση».
Το αδιέξοδο, ο εγκλωβισμός, οι σκέψεις για τον θάνατο επιτείνουν τη μελαγχολία που διαπερνά ούτως η άλλως ολόκληρη τη συλλογή. Έτσι, στο ποίημα «Νοητός απόπλους» συναντάμε τους στίχους:
…Και η μνήμη / Από λέξεις και νύχτα / Λέξεις ακαριαίας αλήθειας / Ανάμεσα σε όμορφα ερείπια, λέξεις / Οξειδωμένες απ’ το φως / Ακρωτηριασμένες από το ψέμα/ Λέξεις βαριές, μολυβένιες, αμετακίνητες / Νοητός απόπλους / Λέξεις βαριές, μολυβένιες, αμετακίνητες / Νοητός απόπλους/ Το καλοκαίρι αποχωρεί/ Δεν είμαστε πια εδώ/ Η θάλασσα δύει / Δύει χωρίς ήλιο.
Αμέτρητα τα σημεία που έχω υπογραμμίσει και θα μπορούσα να σταθώ, γιατί αυτή η συλλογή έχει κάτι, για μένα σημαντικό, που οι περισσότερες δεν έχουν: ένα χέρι που την έγραψε μετά λόγου γνώσεως, με βαθιά κουλτούρα, βαφτισμένο και αναγεννημένο από τις πλείστες εκφάνσεις του πολιτισμού μας (δεν είναι σημαντικό αυτό; Η τέχνη είναι μια άλλη ουδός για τη ζωή), ένα μάτι που παρατηρεί εναργώς τον κόσμο, κοιτάζοντάς τον με λίγο πιο υποψασμένη ματιά. Είναι μια συλλογή όπου το προσωπικό βίωμα ενδύεται την πολιτισμική μας σκευή με μεγάλη επιτυχία, σε ισορροπημένες δόσεις που δεν κουράζουν αλλά υποψιάζουν, πολλαπλασιάζοντας την επίδραση των λέξεων. Σπάνια γράφεται έτσι ποίηση στις μέρες μας.