
Σαν ένα βαρύ ουράνιο σώμα, μια σοβαρή νόσος τείνει να καμπυλώνει την πραγματικότητα γύρω της, δημιουργώντας διαταραχές και αναταράξεις. Γι’ αυτό λειτουργεί και σαν crash test σχέσεων, τις οποίες κλυδωνίζει άγρια – ιδίως αν είναι ήδη προβληματικές. Γιατί μια νόσος δεν είναι μόνο η ρωγμή στο σώμα. Είναι και η ρωγμή στο περιβάλλον, οικογενειακό ή φιλικό. Αυτές ακριβώς τις ρωγμές που δημιουργεί μια ανίατη ψυχική νόσος εξετάζει η Λίλα Κονομάρα μέσα από την αδελφική σχέση στη νέα, συγκλονιστική νουβέλα της Μια τρίχα που γίνεται άλογο (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2025, ISBN: 9789600373769).
Με αφορμή ένα τραγικό συμβάν στη ζωή του αδερφού του, ο Νίκος καλείται να βρεθεί για πολλοστή φορά στο πλευρό του, καθώς νοσηλεύεται με πολύ σοβαρά εγκαύματα στην εντατική. Καθώς τον παρακολουθεί, ενώ βρίσκεται στο όριο μεταξύ ζωής και θανάτου, θυμάται. Θυμάται και συμπεραίνει, θυμάται και ανατριχιάζει, συνθέτοντας στο μεταξύ την αφήγηση της δικής του ζωής που είναι αξεδιάλυτη από του αδελφού του.
Η Κονομάρα χτίζει μια ψυχογραφική προσέγγιση, την οποία διαπερνά εξαρχής η οδύνη. Η χαρά είναι κάτι το άγνωστο εν πολλοίς, παρ’ ότι «υπήρξαν τελικά στιγμές ευτυχίας […] Πάντα υπάρχουν. Σε ξεγελάνε για καιρό. Κάνουν όλα τα άλλα να φαίνονται σχεδόν φυσιολογικά». Μέσα από τους αναστοχασμούς του Νίκου, η συγγραφέας αποκαλύπτει σταδιακά την ψυχική νόσο από την οποία πάσχει ο κατά τα άλλα χαρισματικός αδερφός του, Λευτέρης, αλλά και τις παθογένειες και τις ωμοφαγίες μιας σχεδόν στερεοτυπικής ελληνικής οικογένειας της περασμένης από τη δική μας γενιάς, η οποία αδυνατεί να διαχειριστεί το ζήτημα. Και βέβαια δεν είναι το μόνο που αδυνατεί να διαχειριστεί. Η σιωπή που καλύπτει σαν χιόνι τα πάντα, αφού κανείς δεν μιλάει για ό,τι νιώθει, οι εκρήξεις ή οι ακρότητες που αναγκαστικά τη συνοδεύουν (τελικά τίποτα δεν σκουπίζεται κάτω από το χαλί) ταλανίζουν ακόμη περισσότερο έναν ήδη εύθραυστο ψυχισμό. Το βλέπουμε καθώς συμβαίνει, μέσα από τις καθηλωτικές περιγραφές της Κονομάρα, καθώς ο Νίκος θυμάται.
Ώσπου, μετά από κύματα και κύματα ματαιώσεων, υπομονής και απορίας, κάποτε – αναπόφευκτα – το χτένι φτάνει στον κόμπο. Πρώτη θα σπάσει η μητέρα. Ήταν άλλωστε «φτιαγμένη από πολλά μικρά κομμάτια που ώρες ώρες έλεγες πως θα ξεκολλήσουν». Παραιτημένη, κάποια στιγμή παύει ακόμη και να σηκώνεται από το κρεβάτι. Για να λιώσει μέσα σε τρεις μήνες. Ο Λευτέρης είναι ο επόμενος που θα σπάσει. Χωρίς την παρηγορητική παρουσία της μητέρας και ήδη τρωτός, μένει έωλος, σαν φτερό στον άνεμο. Ένα φτερό που χτυπά επανειλημμένα πάνω στον τοίχο που είναι ο αυστηρός και αμείλικτος, πρακτικά αναίσθητος, πατέρας. Προφανώς ο Λευτέρης είχε ψυχικά προβλήματα από πριν. Γίνονταν φανερά στις αναίτιες, ιδιαίτερα βίαιες επιθέσεις ενάντια στον αδερφό του, ο οποίος ζούσε με τον τρόμο του: «Την επόμενη στιγμή, όλα τινάζονταν στον αέρα. Το σπίτι γινόταν θρύψαλα, αίμα και ουρλιαχτά. Κι ύστερα πάλι σιωπή. Έτσι περνούσε ο καιρός, η εσωτερική αταξία να διαδέχεται την τάξη, η θλίψη να κατακάθεται στις βαθύτερες στιβάδες». Όμως ο θάνατος της μάνας ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το εσωτερικό του ποτήρι. Ακολούθησαν θεραπείες, φάρμακα, εγκλεισμοί.
Και όταν η ψυχιατρική κλινική έγινε δυσβάσταχτη για τον Λευτέρη, παρακαλούσε τον αδερφό και τον πατέρα του να τον βγάλουν από εκεί. Οι ικεσίες του θρυμματίζονταν στο αδιέξοδο της νόσου του, όπως άλλωστε και ο ίδιος: «Το μυαλό του αδερφού του ήταν ένας λαβύρινθος με άπειρες συνάψεις όπου τα πρόσωπα της ιστορίας περιπλανιούνταν αέναα με οδηγό την τύχη, τη μνήμη, την επιθυμία ή την εκάστοτε στρατηγική, διασταυρώνονταν, δοκίμαζαν νέους ρόλους, υποχωρούσαν, σκόνταφταν, τσακίζονταν, αλλά επέστρεφαν εμμονικά αδυνατώντας να βρουν την έξοδο».
Είναι κάπως έτσι που η νόσος, μαζί με τον άνθρωπο που τη φέρει, γίνεται ένα διαρκές βαρυτικό σημείο, γύρω από το οποίο όλα μπαίνουν σε αναγκαστική τροχιά και εντέλει καταπίνονται από μια μαύρη τρύπα: «Ο χρόνος ορίζεται και πάλι από σένα, ψιθυρίζει κοιτάζοντας το αναίσθητο κορμί του αδερφού του. Υπάρχει ο χρόνος μαζί σου. Ο χρόνος μακριά σου. Ο χρόνος της επιθυμίας μου για σένα. Της επιθυμίας μου να απαλλαγώ από σένα». Ο χρόνος που μετατρέπεται σε ατέρμονο παρόν.
Μέχρι την έξοδο, οπότε τείνει στο απροσδιόριστο άπειρο. Την ήσυχη έξοδο στην οποία αφέθηκε η μητέρα τους. Τη δυναμική έξοδο που επέλεξε ο πατέρας τους. Την απελπισμένη έξοδο που επιχείρησε ο Λευτέρης. Μόνο ο Νίκος έμεινε να τους παρατηρεί και να φωτογραφίζει τα συντρίμμια. Γιατί τέτοια ζητήματα αφήνουν πίσω τους ερείπια που επιτάσσουν την προσοχή τόσο βίαια όσο βίαιος είναι ο τρόπος που δημιουργήθηκαν. Συνθέτουν μια συνθήκη που είναι αδύνατο να παραβλεφθεί και να προσπεραστεί. Και που στοιχίζει. Μερικές φορές περισσότερες από μία ζωές.
Η νουβέλα είναι γεμάτη αναφορές σε παρόν και παρελθόν, αλλά και σε φως και σκοτάδι. Τις έχει σπείρει προσεκτικά εδώ κι εκεί η Κονομάρα. Μόνο που η ζυγαριά μοιάζει να κλίνει συστηματικά προς το σκοτάδι, με αποτέλεσμα το φως να γίνεται συνώνυμο κάποια αβυσσαλέας επιθυμίας που μένει εσαεί ανεκπλήρωτη. Από την πλευρά του Λευτέρη, είναι η ισορροπία, η θεραπεία, η αποδοχή. Από την πλευρά του Νίκου, η συμφιλίωση. Πραγματικά ήθελε να αγκαλιάσει τον αδερφό του, μα ο τρόμος που έχει ζήσει εξαιτίας του υψωνόταν σαν τοίχος ακλόνητος ανάμεσά τους. Πραγματικά κάποια στιγμή κατάλαβε πως οι βρισιές του ήταν ένα διαρκές ερώτημα αν τον αγαπάει. Κανείς τους όμως, σε κείνο το σπίτι της σιωπής, δεν είχε μάθει να λέει τα πράγματα με το όνομά τους. Με αποτέλεσμα να συνθλίβονται όλοι, ξανά και ξανά. Η φρίκη τελικά μπορεί να γίνει μοτίβο. Η αγάπη άραγε μπορεί να γίνει αντίδοτο;
«Τι λες, Λευτέρη; Παίζουμε; Για λίγο, έστω για λίγο, μόνο εσύ κι εγώ, μια τελευταία φορά πιασμένοι χέρι χέρι, πριν ξυπνήσεις και αποτύχουμε ξανά, πριν πεθάνεις και γίνουν όλα ανεπανόρθωτα.»
Με την επικράτηση της πανδαμάτορος αγάπης που όλα τα κατανοεί κλείνει η νουβέλα. Είναι ίσως ο τρόπος του Νίκου να απελευθερωθεί από όλα όσα τον πλακώνουν, όπως η αυτοπυρπόληση ήταν ο τρόπος του Λευτέρη να βρει επιτέλους την έξοδο. Μοιάζει ίσως κάπως μελό και σίγουρα δεν φτάνει ούτε σαν υποψία για να κλείσει τις πληγές ή να σβήσει τις ουλές, ωστόσο η επίδραση της αγάπης είναι όντως παραμυθητική, ίσως ακόμη και υποσχετική: ίσως τελικά λίγη τρυφερότητα να αρκεί στ’ αλήθεια για να σωθεί, αν όχι ο κόσμος, ένας άνθρωπος μέσα μας. Και αυτό να σώσει κι εμάς τους ίδιους, έστω την ύστατη ώρα.
Έργα σαν της Λίλας Κονομάρα είναι από εκείνα που μας επιτρέπουν να ζήσουμε περισσότερες ζωές μέσα από την ανάγνωση. Ψυχογραφικά άρτια, μας τοποθετούν στη θέση των πρωταγωνιστών, τους φέρνουν στο δικό μας μέτρο, αναμειγνύοντάς το με εμπειρίες που θυμίζουν τις δικές μας και αναδεικνύοντας την τρωτότητα της ανθρώπινης συνθήκης, αλλά και την αδυναμία των ορίων να συγκρατήσουν τις διαφορές. Μας περιηγούν σε διαφορετικούς από τον δικό μας κόσμους, όμως είναι κόσμοι ανατριχιαστικά διπλανοί μας, που μας ανοίγουν παράθυρα κατανόησης στην ίδια την ανθρώπινη φύση και, φυσικά, στον εαυτό μας. Και γι’ αυτό αξίζει να χαρακτηρίζονται εμβληματικά.


