Μια μεταδομιστική ανάγνωση του βιβλίου “Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε” του Παύλου Παυλίδη
Μιχάλης Κατσιγιάννης
Παύλος Παυλίδης

Η πρώτη ποιητική συλλογή ‘Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε’ του μουσικού και στιχουργού Παύλου Παυλίδη είναι μία πολύ ωραία αφορμή για τον/την αναγνώστη/στρια, πέρα από το να γίνει μάρτυρας ενός «γίγνεσθαι» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017̇ Ντελέζ & Παρνέ, 2022˙ Ντελέζ, 2024) μουσικού και ποιητή, να (ανα)στοχαστεί αρχικά, αλλά και να εντρυφήσει μετέπειτα, σε ένα διπλό διαχρονικό και οικουμενικό πρόβλημα, αυτό της απουσίας της επιθυμίας, της δημιουργικότητας, της απρουπροϋπόθετης αλληλεπίδρασης των υποκειμένων τόσο μεταξύ τους όσο και με τον ίδιο τον κόσμο. Αλληλεπιδράσεις που θα μπορούσαν να τροφοδοτήσουν μια ριζοσπαστικοποίηση του εαυτού, μία όχι (εν)αλλαγή αλλά ανακατασκευή – και μάλιστα όχι ντετερμινιστική – σκοπιμοτήτων.

Η ποιητική του Παυλίδη, χωρική, σωματική, έντονα εικοποιητική – εικαστική θα έλεγε ίσως κάποιος/α – και κινηματογραφική, ανασύρει και πλάθει γεγονότα και στιγμές, όχι για να πυροδοτήσει μια πιθανή αναγκαιότητα που μπορεί να κρύβουν κάποιες εκστατικές εντάσεις ή/και προσπάθειες λύτρωσης ούτε για να υποδυθεί τις επιπτώσεις και τις προεκτάσεις τους στην ατομική και συλλογική ζωή. Η σκέψη του μοιάζει να αποφεύγει την όποια επικέντρωση σε κάποιο σημείο, την όποια καθήλωση σε κάποιο ερέθισμα, επιχειρώντας έτσι ένα απότομο, χωρίς όμως βία και αγριότητα, τίναγμα. Ένα απρόβλεπτο τράνταγμα, ένα ξαφνικό πέταγμα από τις καθιερωμένες και παραδοσιακές δομές σκέψης, από τα επικρατούντα κανάλια αίσθησης. Μέσα από την υιοθέτηση μιας γραφής, που ούσα η ίδια πολλαπλή, ρευστή, προχωρά σε μία διπλή – ή μονή στην πραγματικότητα – ρευστοποίηση: αφενός ρευστοποιεί τον κόσμο από τον οποίο προέρχεται, τον κόσμο δηλαδή που φράζει την όποια δράση του υποκειμένου της, αφετέρου όμως ρευστοποιεί και τον κόσμο που ανακαλύπτει και παρουσιάζει με την πλαστικότητα και την επιτελεστικότητά της, τον κόσμο δηλαδή του οποίου την αναπαράσταση επικαλείται.

Στο ‘Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε’, η πολλαπλότητα, η ετερογένεια, η συλλογική απόδραση, ενυπάρχει μαζί με τη σύγκρουση της θλίψης, της νοσταλγίας και της ανομίας με την ατομική, προσωπική αισιοδοξία και προοπτική που χαρακτηρίζει το υποκείμενο των σύγχρονων δυτικών κοινωνιών. Αυτή η ποικιλία της πρόθεσης που ανακλάται χωρίς ίχνος δειλίας, το δίχως άλλο, στα ποιήματα της συλλογής, φέρνει στο προσκήνιο τη λογική μιας ριζωματικής, θα μπορούσαμε να πούμε, γραφής, μιας αέναης και αδιάλειπτης ροής, μη προβλέψιμης και μη εύτακτης. Μιας γραφής, όχι υποβασταζόμενης από παρακολουθήματα ούτε υποστηριζόμενης από οπαδούς ή/και συντρόφους, αλλά υβριδικής και (υπερ)πληθυντικής. Μιας γραφής-ροής που προσιδιάζει στις «γραμμές φυγής» για τις οποίες μιλούσαν οι Deleuze & Guattari (2017̇  βλ. επίσης Ντελέζ & Παρνέ, 2022). Μιας γραφής που συνενώνεται στο διάβα της με άλλες ροές – χωρίς αρχή και τέλος – και κατασκευάζει εναλλακτικές προσεγγίσεις χωρίς όμως ποτέ να παγιώνει τις ίδιες και να καθιερώνει τα αιτήματά τους.

Η έναρξη του ποιητικού δράματος, ακόμα κι όταν εκκινεί από απτές στιγμές της ζωής, δεν εξαρτάται από θεμελιακότητες και εγγενείς και σταθερές προοπτικές για την επιτέλεση του – ποτέ προκαθορισμένου – σκοπού της. Αντίθετα, θέτει αντιρρήσεις σε ντετερμινιστικές κατανοήσεις και ερμηνείες της ζωής. Μοιράζεται ιστορίες που έχουν συντεθεί με ετερόκλητους τρόπους, και αφήνονται να ειπωθούν μέσα από μια «πολυφωνία των κατευθύνσεων» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017: 470), μια πολυφωνία που (δι)εγείρεται ως το συγκρουσιακό ‘άλλο’ των κεντροθετημένων συστημάτων που επιδιώκουν, και απολαμβάνουν, την ομοιογένεια, αφήνοντας την ‘παρεκκλίνουσα’ ζωή στην επισφάλεια (βλ. Butler, 2017̇ 2022).

Θα μπορούσαμε λοιπόν να κάνουμε λόγο για μια γραφή διανυσματική, άκεντρη, χωρίς βάση, ορατό ορμητήριο, αρχή και τέλμα. Μια γραφή μη βολεμένη, αποσταθεροποιημένη, ακατάτακτη, και ποτέ εγκατεστημένη, που (δια)φεύγει διαρκώς, εντόνως, και κυρίως εκστατικά. Μια γραφή που συναντά την ευπρόσδεκτη σύγχυση της περιέργειας, της αναζήτησης και του αλλεπάλληλου πειραματισμού. Μια γραφή όχι αφετηριακά, πάγια και μόνιμα, ρευστή, αλλά που ρευστοποιείται σε κάθε της βήμα. Που δεν υποκύπτει, αλλά εναντιώνεται, στα τεχνάσματα (δι)επαφής της κοινής λογικής και των κατεστημένων δυαδικοτήτων οι οποίες οριοθετούν τις εαυτότητες και εγκαθιστούν τα πρόσωπα σε προκαθορισμένες θέσεις αποδίδοντάς τους προοργανωμένες λειτουργίες και φράζοντας έτσι την ύπαρξή τους, περικλείοντάς τα σε αυτό που οι Deleuze & Guttari (2017) θα έλεγαν «ραβδωτό χώρο» (βλ. επίσης Ντελέζ & Παρνέ, 2022). Στο πλαίσιο αυτό, το ποιητικό σύμπαν του Παυλίδη, είναι ένα βαθύ ρήγμα, ένα διάκενο, στην αρνητικά αλλοπρόσαλλη κοινωνία του. Ένα επαναληπτικό αφηγηματικό μέσο που διαμορφώνει μέσα από τις επιτελεστικές του αναπαραστάσεις, έναν νομαδικό, ενδεχομενικό «λείο χώρο» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017: 468) που αντιστέκεται στην υποκειμενοποίηση μέσω της οικειοποίησης και εφαρμογής της κατεστημένης αισθαντικότητας που χαρακτηρίζει το δυτικό πολιτισμό (Μαρκούζε, 1971), προτείνοντας ένα περιβάλλον ρευστό, «ανοιχτό» και «απροσδιόριστο» (βλ. Deleuze & Guattari, 2017: 467), στο οποίο η διαδρομή είναι το άπαν.

Τέλος, το πιο σημαντικό ίσως. Το ποιητικό σχήμα του ‘Αυτή είναι η γειτονιά μου σκύλε’ κυοφορεί μία διάσταση ρομαντικής – όχι όμως ουτοπικής – έμμεσης προτροπής. Ο Παύλος Παυλίδης θέλει να μας δείξει το τίποτα, το πουθενά, το μηδέν των πραγμάτων. Όχι την ανυπαρξία που μπορεί να θεωρείται ότι κουβαλούν και εκπροσωπούν, αλλά το άπειρο, την ποικιλότητα των συμβάντων που μπορούν να προκαλέσουν, αν ενστερνιστούμε την ενδεχομενικότητα της ζωτικότητας που σίγουρα βρίσκεται στην ησυχίας τους. Αν το απλό παρατηρείν της καθημερινής ζωής που υπάρχει πάντα και παντού, δεν ειδωθεί ως ημιτελής δράση, ως προ-δράση ούτε καν ως σχέδιο για τη δρομολόγηση μίας δράσης, αλλά ως δράση καθαυτή, και αν το ασήμαντο, το συνηθισμένο, ακόμα και το περιττό, ιδωθούν ως ότι είναι ήδη μία θρυαλλίδα απρόοπτων εξελίξεων, στο μορφο-περιεχόμενο των οποίων όλοι/ες συμμετέχουμε, τότε μπορούμε να αρχίσουμε να διαβάζουμε στην εν λόγω συλλογή ένα πολύ προσεγμένο διαλεκτικό παιχνίδι μεταξύ σημείων. Ένα παιχνίδι που, αντί να χάνεται στο χαοτικό τοπίο του περιβάλλοντός μας, το πολλαπλασιάζει περαιτέρω, και μάλιστα διερευνητικά. Είναι μια περιπλανώμενη μορφή αντίστασης που δεν προσφέρει έτοιμες απαντήσεις και λύσεις, ούτε και υπάγεται σε ηθικές ευθύνες και οδηγίες διάσχισης, αλλά παίζει με το περιβάλλον και το απολαμβάνει, συστήνοντας έτσι μια διαπλοκή πρακτικών επιθυμίας.

 

Μιχάλης Κατσιγιάννης

 

Βιβλιογραφία

Butler, J. (2017). Σημειώσεις για μια επιτελεστική θεωρία της συνάθροισης (Μ. Λαλιώτης, Μτφρ., Ρ. Σινοπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Angelus Novus.

Butler, J. (2022). Η δύναμη της μη βίας: Ένας ηθικοπολιτικός δεσμός (Γ. Θ. Καράμπελας, Μτφρ., Χ. Σπυροπούλου, Επιμ.). Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Deleuze, G. & Guattari, F. (2017). Καπιταλισμός και Σχιζοφρένεια 2. Χίλια Πλατώματα (Β. Πετσογιάννης, Μτφρ.). Αθήνα: Πλέθρον.

Μαρκούζε, Χ. (1971). Για την απελευθέρωση: δοκίμιο (Ν. Αιγινήτης, Μτφρ.). Αθήνα: Διογένης.

Ντελέζ, Ζ (2024). Κριτικά και κλινικά (Χ. Κολύρη, Μτφρ., Γ. Ρήγας, Επιμ.). Αθήνα: Κέδρος.

Ντελέζ, Ζ. & Παρνέ, Κ. (2022). Διάλογοι (Κ. Β. Μπούντας, Μτφρ., Δ. Τουλάτου, Επιμ.). Αθήνα: Εκκρεμές.

 

Περισσοτερα αρθρα