Μια γυναικεία κατά βάση υπόθεση (για το βιβλίο «Χειμερινό πτηνολόγιο» της Φωτεινής Βασιλοπούλου)
Χριστίνα Λιναρδάκη
Φωτεινή Βασιλοπούλου

Πτηνά, σύμφωνα με τον τίτλο της, αλλά όχι μόνο αυτά περιέχει η πιο πρόσφατη, πλήρης νοηματικού βάθους ποιητική συλλογή της Φωτεινής Βασιλοπούλου, που κυκλοφόρησε νωρίτερα φέτος από τις εκδόσεις Κουκκίδα. Η συλλογή χωρίζεται σε τρεις ενότητες, τον «Κήπο των οδυνών», τη «Σφαγή των χρωμάτων» και «Πτηνά αναρριχητικά» – από αυτές, η πρώτη αφορά γυναίκες της μυθολογίας και η τρίτη περιέχει πολλά ποιήματα που συνδέονται με ποιήτριες είτε ως αφιερώσεις είτε με αναφορά σε έργα και στίχους τους. Η γυναίκα επομένως σαν σημείο εναρκτήριο της ανθρώπινης ζωής, υποδοχέας και πομπός της, σαν ιερό δοχείο που χωράει τον έρωτα, την απώλεια, τον θρήνο, την προοδοσία, την αγάπη, τον σπαραγμό, σαν Αιώνια Μητέρα και Θεά-Τιμωρός, βρίσκεται στον πυρήνα της συλλογής της Βασιλοπούλου.

«Ο κήπος των οδυνών», η πρώτη ενότητα της συλλογής, αναφέρεται διαδοχικά στη Χάρι («χορεύω ως να πέσουν τα πέπλα το δέρμα η σάρκα/ η Χάρι/ χορεύω μοναχά με τα κόκαλα/ κοκάλινοι αυλοί νανουρίζουν τους τρόμους σου», από το εναρκτήριο ποίημα «Ο χορός»), την Περσεφόνη («Κόρη στα δύο κομμένη για αιώνες/ δεν επουλώνονται οι πληγές, στράφι τα ράμματα/ μιας άνοιξης χαράματα γυρνά στον Πάνω Θάνατο/ στον Πάνω Κόσμο» από το αφιερωμένο στη Διώνη Δημητριάδου ποίημα «Σκιάχτρα στα σταροχώραφα»), στη σύζυγο του Λωτ Ιουδήθ που έμεινε στήλη άλατος στην Παλαιά Διαθήκη («Έχει φτιάξει μια σύζυγο/ από αλάτι/ δεμένη στο πόδι του κρεβατιού./ Όταν δεν αντέχει άλλο την πίκρα του/ γλιστρά στα σπλάχνα της./ Την λέει Τουλώτ», από το ποίημα «Καλλιεργητής άλατος» όπου ο κατακλυσμός μπερδεύεται με τα Σόδομα), τη φερόμενη ως πρωτόπλαστη γυναίκα Λίλιθ (στο ομώνυμο ποίημα όπου παρουσιάζεται ανατριχιαστικά να πέφτει θύμα βιασμού από έναν Αδάμ-φίδι και τα γεννήματά της να είναι επίσης φίδια που ζητούν εκδίκηση), την Αλθαία (ποίημα «Althea officinalis» που, όπως και άλλα ποιήματα της συλλογής, αναφέρεται σε άνθος – αλλά παράλληλα και στον συγκλονιστικό μύθο της Αλθαίας που σκότωσε τον γιο της και κατόπιν αυτοκτόνησε), την Πηνελόπη (όμως μια Πηνελόπη που, στο σπονδυλωτό ποίημα «Μικρές Πηνελόπες» πάσχει από καρκίνο και της πέφτουν τα μαλλιά «Δεν αντέχει στο μαξιλάρι της/ να βλέπει τούφες/ φύλλα ξερά φθινόπωρο/ χημειοθεραπείας», αλλά και δεν έχει γάλα να θηλάσει τον μικρό Τηλέμαχο, τον οποίο φαίνεται να δίνει «σε ανάδοχη οικογένεια/ Πώς να θηλάσει βρέφος/ με κομμένο στήθος;»), τη Φιλομήλα (ποίημα «Οικογενειακά μυστικά») και τη Φιλοτέρα (ποίημα «Βάθρο 66 Αρχαιολογικού Μουσείου Θηβών» που κάνει αναφορά στην παράσταση πάνω σε μια αρχαία επιτύμβια στήλη, η οποία εκτίθεται στο εν λόγω μουσείο).

Στη δεύτερη ενότητα, που επιγράφεται «Η σφαγή των χρωμάτων», η Βασιλοπούλου περιγράφει, με τη συμβολή συγκεκριμένων χρωμάτων (λευκό, μαύρο, κόκκινο, μπλε και πινελιές μόνο από ίντιγκο, ματζέντα και σάπιο μήλο), σκοτεινές περιστάσεις όπου η ζωή διακυβεύεται – είτε κυριολεκτικά είτε σαν σύνολο αναμνήσεων που χάνονται μαζί με τη μνήμη. Η ενότητα είναι ένας διάλογος με ζωγραφικούς πίνακες, που εδώ αποδεικνύονται σαν ποίηση χωρίς λόγια, ικανή να εμπνεύσει πραγματικά ποιήματα. Εδώ βρίσκουμε ποιήματα όπως τους «Κυνηγούς στο χιόνι», ένα χιόνι συνώνυμο με «λευκό σκοτάδι», όπου απαντώνται «ξηλωμένα νήματα/ στο ξεχαρβαλωμένο σύμπαν βελονιές»· την «Εκπλήρωση τρόμου»· την «Επιδημία»· τη «Σφαγή των αθώων»· την «Κίσσα-στιγμή». Όλα αυτά τα ποιήματα περιέχουν το κόκκινο ως το χρώμα του ζεστού αίματος που χύνεται επειδή ζώα σφάζονται «ανήμερα γιορτής» ή για τροφή, ή επειδή πάντα κυλά αθώο αίμα ζωντανό.

Από αυτή την ενότητα, θα ήθελα να σταθώ στο συγκινητικό ποίημα «Μνήμη ψαριού», το οποίο αναφέρεται στην αναίμακτη σφαγή μιας μοναχικής γερόντισσας, που κάποτε υπήρξε ζωγράφος, από την άνοια και θα το παραθέσω ολόκληρο:

Μνήμη ψαριού

Γυναίκα στα μπλε.
Ρούχα μα και μέσα της.
Μονάχα στίγματα από λαδομπογιές
υποδηλώνουν πως κάποτε υπήρξε καλλιτέχνις
καθώς και ένας κάποιος φωτοτροπισμός προς κάθε τι
    ωραίο.
Το βλέμμα της λευκός καμβάς έτοιμος ν’ ασταρωθεί
   από το θάμβος της ημέρας.
Οι μνήμες της τα χάπια που της βάζει στη χούφτα
   η συμπονετική νοσοκόμα.
Αντιανοϊκά, αντικαταθλιπτικά, μαγνήσιο, βιταμίνες
αντί για γέλια, αγάπη και φιλικά πρόσωπα.
Το περιεχόμενο μιας ολόκληρης ζωής μέσα
    στη δεξιά παλάμη της.
Η αριστερή ικετεύει για ένα σωληνάριο

    γκουάς χρώματος ματζέντα.

 Μια πινελιά χαράς σ’ αυτό το ατέλειωτο μπλε.

Η τρίτη ενότητα, «Πτηνά αναρριχητικά», εκ πρώτοις ηχεί παράδοξα γιατί ξέρουμε πως τα φυτά είναι αναρριχητικά – τα πτηνά όχι, αλλά έτσι έρχεται στο προσκήνιο η παράξενη σύνδεση που επιχειρείται μεταξύ πτηνών και λουλουδιών σε όλη τη συλλογή, σαν να πρόκειται για πτηνά που είναι ριζωμένα στη γη ή για άνθη που ετοιμάζονται να πετάξουν. Η φύση πλουσιοπάροχα και συστηματικά παρέχει ένα εκφραστικό μέσο για την ποιήτρια και σε προηγούμενες συλλογές της – σε αυτή την ενότητα πάντως προσφέρει το σκηνικό για την ανάπτυξη των ποιημάτων που αυτή περιέχει. Η ενότητα ξεκινά με ένα ποίημα που αναφέρεται στην Άννα Αχμάτοβα («Γκορένκο σημαίνει καίγομαι») και συνεχίζεται με ένα άλλο που συνείρει τη Μαρίνα Τσβετάγιεβα («Σαν ακριβό κρασί»). Το τρίτο ποίημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ («Μαύρος κύκνος») και το πέμπτο σε εκείνη της Γιώτας Αργυροπούλου – και τα δύο ποιήματα περιέχουν αναφορές σε συλλογές των ποιητριών. Κι άλλα ακόμη ποιήματα της ενότητας αναφέρονται σε ποιήτριες (π.χ. η «Δαντέλα» στην Έμιλυ Ντίκινσον), ενώ οι «Απορίες ποιήτριας» συνομιλούν με ένα ποίημα της Χλόης Κουτσουμπέλη.

Από αυτή την ενότητα θα παραθέσω άλλο ένα ποίημα που μιλά για την ανέκφραστη και σιωπηλή γυναίκα που τα πάντα υπομένει γιατί δεν αγαπά τον εαυτό της, το «Flora Horribilis» («Φρικτή πανίδα»):

Flora Horribilis

Η μητέρα δεν αγαπούσε τον εαυτό της.
Μονάχα τα φυτά.
Τα σκάλιζε. Τα τάιζε χώμα. Τα πότιζε δάκρυα.
Πολλά δάκρυα.
Γιατί η μητέρα δεν εκφραζόταν. Ούτε φώναζε.
    Μόνο έκλαιγε κρυφά.
Δημιουργούσε κατάλληλες συνθήκες και τροφή

    για τα φυτά της.

 Πολλά βράδια κρυμμένη πίσω απ’ το παντζούρι
την άκουγα να τους μιλά.
Τώρα πια δε μιλά, δεν περπατάει, δε γελά.
Δεν κλαίει.
Ευτυχώς.

Σχεδόν φυτό.

Σε λίγο καιρό θα αγαπάει και τον εαυτό της.

Στοχαστική, βαθιά ανθρώπινη, συγκινητική η ποίηση της Φωτεινής Βασιλοπούλου στο πιο ώριμο, κατά τη γνώμη μου, από τα μέχρι στιγμής ποιητικά της βιβλία το οποίο κοσμούν οι εξαιρετικοί πίνακες της Φωτεινής Χαμιδιελή.

Περισσοτερα αρθρα