
Αξιοπρόσεκτη η συλλογή Με δανεικό μολύβι της Κλεονίκης Δρούγκα (Μανδραγόρας, 2024) που, παρά την κατάτμησή της σε έξι ενότητες, διαθέτει ένα ενιαίο ποιητικό υποκείμενο: μια γυναίκα που αναστοχάζεται για τη φύση της, τους ρόλους που καλείται να υποδυθεί, τις μνήμες και τις ρίζες της, τον έρωτα, τον μετασχηματισμό της καθώς ωριμάζει και υφίσταται πτώσεις κάθε είδους. Το ενιαίο του ποιητικού υποκειμένου, που πολλές φορές είναι σαφές ότι ταυτίζεται με την ίδια την ποιήτρια, αποτελεί τεκμήριο συνεκτικότητας της συλλογής, παρά την κατάτμησή της στις επιμέρους ενότητες.
Το ενδιαφέρον υλικό της συλλογής πολλές φορές ξεδιπλώνεται στα ποιήματα από πράγματα και συνήθειες απλά, της καθημερινότητας, που δεν προϊδεάζουν για ό,τι ακολουθεί, ενίοτε μάλιστα δρουν σαν τρόπος γείωσης που αποφορτίζει την ένταση, δημιουργεί έκπληξη και συνολικά λειτουργεί σαν καλή βάση για τους ποιητικούς μετασχηματισμούς της Δρούγκα. Αυτό όμως που δρα καταλυτικά, είναι μάλλον ο προσωπικός, εξομολογητικός τόνος που διαπερνά όλα τα ποιήματα.
Έτσι, στο εναρκτήριο ποίημα της πρώτης ενότητας «μυστικά και χρήσιμα», συναντάμε την απεύθυνση μιας προτροπής σε πρόσωπο β΄ ενικό:
«…ετούτα τα ποιήματα
κάπου να παραχώσεις
σε μια βαλίτσα
ανάμεσα στα εσώρουχα κι ένα ζευγάρι κάλτσες
δυο λέξεις ξανθές να κυκλώσεις
με δανεικό μολύβι
στο λεωφορείο μέσα…»
Ο προτελευταίος στίχος του αποσπάσματος, που δίνει και τον τίτλο της συλλογής, μαρτυρεί τον φευγαλέο χαρακτήρα που μπορεί να έχει ακόμη και μια σημαντική στιγμή: όταν θέλεις οπωσδήποτε να σημειώσεις τις λέξεις στο ποίημα, αλλά δεν έχεις μολύβι και δανείζεσαι – γιατί αν δεν το κάνεις, αν δεν το δανειστείς, δεν θα κρατήσεις κάτι που σε αφορά καίρια, που σε βοηθά ίσως να καταλάβεις κάτι που αναδομεί ακόμη και την ταυτότητά σου.
Η δεύτερη ενότητα τιτλοφορείται «γυναίκα» και ξεκινά, όπως κάθε ενότητα, με ένα πεζοποίημα που δομεί μια υποβλητική εικόνα: «η γυναίκα στάζει ψιχάλες δάκρυα και μεγαλώνουν τα κλαδιά κι απλώνονται, γίνονται δάσος σκιερό, ζωή γίνονται και συνεχίζει να ποτίζει η γυναίκα τον χωματόδρομο μέχρι το βάθος να χαθεί.» Όμως το ποίημα συνεχίζεται και αιφνιδίως καταλήγει: «Φοράει ένα μαύρο φανελάκι με τον μπάτμαν». Ο τελευταίος αυτός στίχος, που μοιάζει να λοιδωρεί την ατμοσφαιρικότητα που προηγήθηκε, ουσιαστικά λειτουργεί σαν γειωτικός της γυναικείας υπόστασης: όσο αινιγματική κι αν είναι η γυναικεία μορφή, τόσο γήινη πρέπει να είναι για να μπορεί να αντεπεξέρχεται στους ρόλους που, λόγω της κοινωνικής λειτουργίας της, υιοθετεί. Ορισμένοι από αυτούς απαριθμούνται στα ποιήματα που ακολουθούν: κόρη, μάνα, εγγονή, θρησκευόμενη γυναίκα, μοντέλο. Κι ενώ για τους πρώτους, που αφορούν την οικογένεια, εργαλεία της ποιήτριας γίνονται η δραματικότητα και η συγκίνηση, για τους δύο τελευταίους εργαλεία γίνονται μάλλον η απορία και η αντιπαραβολή δύο κόσμων: του ανατολικού και του δυτικού. Έτσι, η ποιήτρια μιλά πρώτα για τη μουσουλμάνα γυναίκα («σκουρόχρωμη καρδιά/ ταπεινωμένη από τη γέννηση ακόμη/ νεκρή/ σαβανωμένη/ μέσα σ’ ένα χαλάκι προσευχής» – από το ποίημα «μπούκλες (γυναίκα στην Ανατολή)») και μετά για τη δυτική («για το παζάρι του Instagram/ μέλη γυμνά/ χέρια με ημιμόνιμο […]/ ξανθά μαλλιά πουλιούνται όσο όσο/ κορμιά εκτεθειμένα» – από το ποίημα «παζάρι (γυναίκα στη Δύση)»).
Στην τρίτη ενότητα «έρωτας», κυριαρχεί η συνειδητοποίηση του μόνιμου αλλά και συγχρόνως του εφήμερου χαρακτήρα της αγάπης αφενός, της ερωτικής έξαψης, της γεμάτης έντασης στιγμής που μπορεί να αστοχήσει αφετέρου. Για τη ζήλεια μιλά το ποίημα «λικέρ βασιλικός» που το ποιητικό υποκείμενο καταναλώνει μεμιάς, γιατί ζηλεύει την αφοσίωση του αγαπημένου στο φυτό. Πίνει λοιπόν το λικέρ για να το ενσωματώσει. Όσο για την αγάπη που περνά και χάνεται, θα σταθώ ενδεικτικά στο ποίημα φθορά, απ’ όπου θα παραθέσω και ένα απόσπασμα:
νομίζω κατάλαβα πως
το για πάντα μοιάζει με εποχή
τρεις μήνες έχει
Ιούνιο Ιούλιο Αύγουστο.
Φθινόπωρο μετά
Στην επόμενη ενότητα, με τον εύγλωττο τίτλο «σε μένα μιλώ», συντελείται μια συστροφή του ποιητικού υποκειμένου εντός, προς τον εαυτό του. Στο πεζοποίημα που ανοίγει την ενότητα, συναντάμε την ερώτηση «Αγαπημένε μου εαυτέ, θέλεις να γίνουμε φίλοι;» η οποία υπονοεί μια κακή σχέση ανάμεσα στο ποιητικό υποκείμενο και τον εαυτό του, μια σχέση όμως που ίσως δεν είναι αργά να διορθωθεί:
κλαίει με λυγμούς
δεν ακούει το κλάμα της
ποτέ δεν το άκουγε
να πνίγει έμαθε τους ήχους της
για τους ήχους των άλλων μα
ξάφνου σηκώνεται
μαχαίρι αναζητά
στ’ αυτί της το βάζει και
κόβει το αυτί.
Δεν ακούει πια τους ήχους του κόσμου
ακούει μόνο τους δικούς της.
(από το ποίημα «ενηλικίωση»)
Η πέμπτη κατά σειρά ενότητα έχει τον τίτλο «ανατομία μιας ή και περισσότερων πτώσεων». Σε αυτή την ενότητα, το ποιητικό υποκείμενο αναθεωρεί στερεότυπα και παραδοχές, οδηγούμενο σε πτώση από τη συνήθη, επίπλαστη ομαλότητα. Έτσι, ενώ ορισμένα ποιήματα ανασκευάζουν και ξανασυζητούν παιδικά τραγουδάκια (ποίημα «ένα καλό κρασί») και παραμύθια (ποίημα «αυτοί καλά· εμείς;»), κάποια άλλα τίθενται πιο άμεσα επί των τύπων των ήλων:
Μπροστά
θα δείτε ένα ψυγείο
σπρώξτε λίγες
κονσέρβες συναισθήματα ή
κάτι μουχλιασμένες ενοχές και
βάλτε την
στην κατάψυξη.
Για ώρα ανάγκης
χαμένη τη συνείδηση.
(απόσπασμα από το ποίημα «οδηγός Μπράιγ»)
Τη συλλογή κλείνει μια ενότητα-αναφορά στις Χαμένες Πατρίδες. Ο τίτλος της: «το αίμα μου είναι». Αποτελεί αναφορά στις ρίζες της ποιήτριας («η γιαγιά από την Τραπεζούντα, ο πεθερός απ’ την Πόλη, ο παππούς […] από τη Σμύρνη», όπως αναγράφεται στο εισαγωγικό πεζοποίημα). Καθώς πρόκειται για ρίζες του ελληνισμού, τα ποιήματα αυτά φέρουν ιδιαίτερο συγκινησιακό φορτίο.
Μπλε τα νερά της Σμύρνης
τις νύχτες γκριζάρουν
βγάζουν λυγμούς ψιθυριστά
με μάτια πρησμένα
σπάνε τη μνήμη κομμάτια
τον τόπο γεμίζουν πληγές
τσούζουν οι πληγές σαν μπαίνουν στ’ αλάτι.
(από το ποίημα «αποστολή»)