Εντάξει. Αυτό το βιβλίο (εκδόσεις Νεφέλη, 2022) απλά με αποτελείωσε. Οδυνηρές προσωπικές εμπειρίες έκαναν το βιβλίο πιο οδυνηρό και πιο συγκλονιστικό για μένα, είναι όμως βέβαιο πως το βιβλίο παραμένει συνταρακτικό ακόμη και για ανθρώπους που δεν είχαν ανάλογες εμπειρίες.
Όταν το πήρα, χωρίς να έχω διαβάσει τις κριτικές που έχουν γραφτεί, νόμιζα ότι η αποκατάσταση του τίτλου θα αφορούσε την υγεία του ίδιου του ποιητή, γνωρίζοντας ότι αντιμετωπίζει μείζον ζήτημα. Γι’ αυτό εξεπλάγην όταν κατάλαβα ότι αφορούσε τη μητέρα του, μια μητέρα που παρά το «ό,τι απέμεινε πάνω [της]/ είναι η ευγένεια/ η ευγένεια και η μόρφωσή [της]» (από το ποίημα της σελ. 16), στη συλλογή πάσχει από τις συνέπειες ενός σοβαρού εγκεφαλικού που της αφαίρεσε την οξύνοια, τη συνοχή του λόγου και τη δυνατότητα της (μετα)κίνησης.
Η ∞: αποκατάσταση έρχεται σαν απάντηση σε μια ερώτηση που βασανίζει πολύ κόσμο, έστω και σαν ενδεχόμενο: τελικά τι μένει, όταν βασικές συνιστώσες της ίδιας σου της ταυτότητας σε εγκαταλείπουν; Η συλλογή όχι απλώς δείχνει αλλά αποδεικνύει ότι αυτό που μένει – σε πείσμα του οτιδήποτε – είναι η αγάπη (και η τρυφερότητα που παράγει), εν προκειμένω της μάνας για τον γιο, του γιου για τη μάνα:
…δεν πρέπει τόσο
να με αγαπάς
όχι περισσότερο
από όλους
μην κάνεις σαν
ερωτευμένος
και μην ανησυχείς τόσο…
(από το ποίημα της σελ. 15)
…τι ξαφνικά ποιήματα υφαίνει πια
η ποιήτριά μου
και ένα ελάχιστο γέλιο υγραίνει τότε συχνά
τις ρωγμές της φωνής της
(από το ποίημα της σελ. 24)
…τι μου είπε ίσως η ποιήτριά μου
το αριστερό της χέρι μέσα
στο δεξί δικό μου
– το έπλυνα καλά; –
τα πολύ λίγα μαλλάκια της
λουσμένα το πρωί
(από το ποίημα της σελ. 32)
Οι σπασμένοι διάλογοι στα ποιήματα διατρανώνουν την περιρρέουσα αγάπη που όχι μόνο τα αρδεύει, αλλά κυριολεκτικά τα πλημμυρίζει. Κομμάτια ζωντανού λόγου, με τις παύσεις, τις εμβόλιμες σκέψεις, τα χάσματα στα οποία εξαναγκάζει η κατάσταση της υγείας της μάνας δίνουν στη συλλογή την αμεσότητα και την αλήθεια που προκαλούν τον συγκλονισμό του αναγνώστη:
«…μη μου πειράζετε
άλλο το πόδι
στο θηριοτροφείο
μου το ξετύλιγαν το
ξετύλιγαν και ήταν αυτός
ένας πόνος
σαν το τέλος του κόσμου
τυλίξτε το για πάντα
τους είπα
και μην το ξαναξε-
…ναι καλό μήνα
πρωτομηνιά είναι σήμερα
μου το είπαν
στην πρωινή εκπομπή
πρωτομηνιά εννέα μαρτίου…»
(από το ποίημα της σελ. 50)
Οι συνθήκες και τα πρόσωπα που περιβάλλουν τη μάνα η οποία, όταν φεύγει από το κέντρο αποκατάστασης και επιστρέφει στο σπίτι όπου τη φροντίζει μια γυναίκα ξένη, είναι πια κατάκοιτη, συνηγορούν και αυτά (όπως και οι χρονολογικές σημάνσεις στο τέλος κάθε ποιήματος που δίνουν την εντύπωση της αποτύπωσης του χρόνου κατά τον οποίο συντελέστηκε το περιστατικό, ενώ είναι η χρονική στιγμή που γράφτηκε το ποίημα εν είδει ημερολογίου) σε ένα ποιητικό σύμπαν που διέπεται από αλήθεια – ακόμη κι αν δεν είναι πέρα για πέρα αληθινή, είναι ωστόσο αλήθεια με κάθε δυνατό τρόπο:
«το βράδυ πριν κοιμηθεί, “ξύσε με”, μου λέει, “η πλάτη μου”, αγωνίζεται το χέρι μου να εισδύσει (ανασηκώσου λίγο μαμά), να χωρέσει ανάμεσα στο στρώμα και στην ύπτια τη μαραμένη πλάτη της, “λίγο, έστω λίγο”, που στέκει εκεί σαν χτισμένη μέσα στ’ άσπρα σεντόνια, μπα όχι δεν χωρά, μόνο ελάχιστα (να, λίγο μόνο μαμά), “αχ, τι ωραία”, μου λέει, “ τι ωραία”».
(από το ποίημα της σελ. 48)
Οι σκέψεις του γιου-ποιητή και οι ποιητικές συστροφές του αναγάγουν έπειτα αυτή την αλήθεια σε πραγματική τέχνη – τέχνη που καταφέρνει να περικλείσει αποτελεσματικά και επιτελεστικά, όπως έγραψε η Βαρβάρα Ρούσσου, τη συγκεκριμένη αυτή συνθήκη της ζωής: την ανημπόρια που φέρνουν η ασθένεια και τα γηρατειά, ενώ ο άνθρωπος αντιστέκεται όσο μπορεί, δονούμενος από την εσωτερική ανάγκη να παραμείνει ζωντανός όχι τόσο για τον ίδιο, όσο για κάποιον σημαντικό άλλο, όπως ο γιος.
Ώσπου ο γιος αυτός αρχίζει και ο ίδιος να νοσεί. Η νόσος του τον οδηγεί στο νοσοκομείο και στην ψυχολογική ταύτιση με τη μάνα:
…τι κάνεις εδώ μάνα
φωνάζω
γιατί είσαι έτσι ξαπλωμένη;
και αρχίζω τότε ένα κλάμα…
γιατί έχω τη μάνα μου
στο νοσοκομείο
έλα μην κλαις μαμά μου, λέω
μην κλαις μαμά, μου λέω
θα γίνεις καλά, λέω
θα γίνεις καλά μου
απαντούν τα λόγια μου
– ωχ ωχ άρα δε σώθηκα
τελικά δεν ήταν η μα-
…η μαμά μου στο κρεβάτι είμαι εγώ
(απόσπασμα από το ποίημα της σελ. 84)
Η μάνα, μέσα στον συντετριμμένο κόσμο του νου της, δεν χάνει την τρυφερότητα προς τον γιο της, εξακολουθεί να τον νοιάζεται για τη νόσο του, όπως έκανε πάντα: «“…βασίλη μου/ εύχομαι αυτό που έχεις/ να μην είναι κάτι/ κακό/ …και υπόσχομαι εγώ θα κάνω/ ό,τι μπορώ/ για να πατήσω/ το αρσενικό μου πόδι”» (από το ποίημα της σελ. 22).
Ο λόγος είναι το ίχνος που αφήνουν πίσω τους τέτοιες έντονες συναισθηματικά εμπειρίες, ο λόγος είναι που καθορίζει ολόκληρη τη ζωή ορισμένων ανθρώπων: ο ποιητής με τις λέξεις παλεύει αλλά και η μάνα του, φιλόλογος, μια ζωή πάλευε να γράψει ένα πάντα ατελείωτο βιβλίο ποίησης. Και συνεχίζει να καθορίζει τη ζωή τους ακόμη κι όταν οι συνθήκες επιβάλλουν τη σιωπή: η μητέρα του ποιητή τελικά χάνει ολωσδιόλου τη φωνή της. Την αποκαθιστά ο ίδιος στα όνειρα και τη μνήμη του, δίνοντας ένα σπαρακτικό καταληκτικό ποίημα:
μαμά, στον ύπνο μου σήμερα σου διάβαζα ένα βιβλίο που εγώ δεν ήξερα ποιος το έχει γράψει κι εσύ επέμενες να το λες Το σπίτι της Γερτρούδης. […]
άκουσα τότε τη σκέψη μου να ηχεί πραγματικά – μία φωνή βαθιά. Σκέψη και φωνή έρχονταν μέσ’ από τα χείλη της όψης του βιβλίου:
«ότι οι δυο τους είναι δημιουργήματα γραφής το γνωρίζουν, μα δεν θυμούνται πια τον ποι… ή τι τους έχει συ… Ότι αυτό είναι απλώς ένα βιβλίο το… Για να το αντιληφθούν, θα πρέπει…»
αλλά μη θέλοντας να μάθω περισσότερα αποχώρησα από το όνειρο αμέσως, αποχώρησα από το βιβλίο, από τον ύπνο μου και από τον κάθε ύπνο, μου φτάνει ότι εδώ εγώ εισάγω γη, εδώ είμαι εγώ η…
όμως η φωνή, η βαθιά φωνή της σκέψης μου είναι η δική σου. Είμαστε η ασθένεια της ζωής, που δεν τη θεραπεύει ο θάνατος
τότε είδα, μαμά, πως το βιβλίο απλωνόταν ανοιχτό πάνω στο κέντρο του μαξιλαριού σου. Από κει σου διάβαζα. Οι σελίδες κυμάτιζαν. Το κεφάλι σου έλειπε. Το έκλεισα, και είδα εκεί το πρόσωπό μας· έσκυψα και το ασπάστηκα στα χείλη
Από τα «σημειώματα» του τέλους διαβάζουμε: «Στο βιβλίο απαντούν οι παρακάτω λέξεις με την εξής συχνότητα: “μαμά”: ογδόντα μία φορές· “μητέρα”: δεκαεννιά· “παιδί μου”: πενήντα φορές· “σ’ αγαπώ”: δεκαεπτά».
Δεν έχω το κουράγιο να γράψω τίποτε άλλο.