Από τον Χρυσοβαλάντη στην Τασούλα… Πόσων χρόνων απόσταση, πόσων βιωμάτων συσσώρευση, πόσων εμπειριών αναζήτηση και σπουδή; Ο Μάκης Τσίτας, ο ταλαντούχος συγγραφέας του βραβευμένου με το Ευρωπαϊκό βραβείο μυθιστορήματος (2014) Μάρτυς μου ο Θεός (εκδ. Κίχλη, 2013 και Μεταίχμιο, 2020) και της συναρπαστικής νουβέλας Πέντε στάσεις (εκδ. Μεταίχμιο, 2020) δημιουργεί μια εξαιρετικής πρωτοτυπίας και αμεσότητας λογοτεχνική αφήγηση. Συνθέτει δύο πρωτοπρόσωπες αυτοβιογραφικές καταθέσεις φανταστικών «ηρώων» της καθημερινής ζωής, τις οποίες κινεί μέσα στον μικροαστικό κοινωνικό χώρο της μεγάλης πόλης, όπου και υφαίνεται και «νοσεί» η ζωή τους. Σε συνδυασμό με την ιστορία-τη μικρή και τη μεγάλη-, που ο καθένας κουβαλάει στην πλάτη του, και την ψυχική του ανθεκτικότητα, διασχίζουν τις μέρες τους μέσα σε δραματικές-ανάλαφρα ομολογημένες- περιελίξεις του βίου και των συνειδητών ή ασύνειδων επιλογών τους.
Το πρώτο του μυθιστόρημα Μάρτυς μου ο Θεός -από τον τίτλο ακόμα- εισηγείται το ηθογραφικό περίβλημα, τη γλωσσική νόρμα μαζί και το πολιτισμικό πλαίσιο του μυθιστορηματικού του ήρωα. Που προσπαθεί να ισορροπήσει στον κόσμο και στην εποχή του, παράγοντας διαρκώς ή αναπαράγοντας ανισορροπίες-ο ίδιος μοιάζει ένα ακάματο «εργαστήριο» ψυχικών και συναισθηματικών ανισορροπιών. Έτσι πλέκεται το ψυχογραφικό τοπίο της ιλαρότητας του δράματος-τι θαυμαστή αντίθεση και μαζί ταυτολογία- ενός «συνήθους ύποπτου» της διασταύρωσης υποκειμενικών και αντικειμενικών συναρτήσεων, που με τόση ακρίβεια τον οδηγούν στην πλήρη του εξουθένωση, στην παθολογική αποδιάρθρωση της ψυχικής του ζωής.
Η κακοτυχία ενός άντρα, του ειρωνικά ή κατ’ευφημισμόν ονοματοθετημένου από τον συγγραφέα του Χρυσοβαλάντη, που φύσει και θέσει τού ήταν αδύνατον να επιβιώσει οικονομικά και να στήσει τη ζωή του μέσα στα δεδομένα και στις κρατούσες συνθήκες της κοινωνίας του. Πώς συγκροτείται το ψυχογραφικό πορτρέτο του αντι-ήρωα Χρυσοβαλάντη, πώς εσωτερικεύεται ο οικογενειακός πολιτισμός, οι αξίες, οι ρητές απαγορεύσεις ή παραινέσεις, πώς αλληλεπιδρούν με το γενικότερο περιβάλλον και τη νοσηρή –σε «βαθμό κακουργήματος»-εξάρτηση από ένα διαταραγμένο, εξουσιαστικό εργοδότη; Αλλά και πώς παραδίδεται -από τον πατέρα και τη μάνα του, από το σχολείο και τις συναναστροφές του-, στην ενηλικίωση ένα περίπου μειονεκτικό, -αν όχι κοινωνικά ανάπηρο-, άτομο να αντιμετωπίσει το παιχνίδι της επιβίωσης;
Όλα τα παραπάνω ανήκουν στο πεδίο των επιλεγμένων αφηγηματικών επιλογών του συγγραφέα αφενός. και αφετέρου στη δυναμική της διείσδυσής του στον έσω κόσμο- μέσω της ψυχολογικής και έμμεσα ψυχαναλυτικής του μαεστρίας. Πραγματική σπουδή στην ανθρώπινη δράση και αντίδραση θα πραγματοποιήσει ο χαρισματικός αφηγητής Μάκης Τσίτας στη μακρά διάρκεια σμίλευσης του αντι-ήρωά του, στη φαντασιακή κατάδυση στον τραυματικό του κόσμο, όπου με εντελώς διαφορετική διαχείριση, αλλά με παρόμοια οπτική, θα συναντάει τους αυτοκαταστροφικούς ντοστογιεφσκικούς ήρωες μαζί και τον μικροαστικό ψυχισμό των χαρακτήρων του Γκόγκολ.
Δέκα χρόνια «ψυχαναλύεται» στη σκέψη και στην ανατομική κλίνη του συγγραφέα του ο Χρυσοβαλάντης. Τον παρακολουθεί και τον συντάσσει στα πολλά και διαφορετικά του περιβάλλοντα, στις κινήσεις και στις πράξεις του, στις σκέψεις και στις αναστροφές του, στα κίνητρα και τα αντικίνητρά του, στους δισταγμούς και στους φόβους, στις ανασφάλειες και στις ενοχές του, στην αβουλία και την υποτακτικότητά του, στις ατελέσφορες, οδυνηρές του συγκρούσεις. Συμμόρφωση στη «μοίρα» του. Μέχρις ότου συγκροτεί κάτι σαν κλινικό ιστορικό του ασθενούς, τον «πλήρη φάκελο» του πρωταγωνιστή της ιστορίας του ώστε να προχωρήσει στο στήσιμο μιας ατέρμονης περιπέτειας της ενηλικίωσής του, συμφύροντας παρελθόντα και παρόντα: συμβάντα, τυχαιότητες, εμπρόθετες κινήσεις, συναισθήματα, ηθικούς κώδικες, ψυχικά σύνδρομα- un livre sur rien, γραμμένο με την πειστικότητα του παντός. Την κοινωνική σκακιέρα, πάνω στην οποία ο παίχτης, σχεδόν πάντοτε σε θέση ματ, θα αδυνατεί να αντιμετωπίσει το σαχ-και να προστατέψει τον απειλούμενο «βασιλιά».
Θα πει σε συνέντευξή του (στη Στέλλα Τζίβα, culture now.gr, 2-2-2016) ο συγγραφέας για την προεργασία της γραφής και τη συστηματική περισυλλογή του υλικού, που παραπέμπει στην αντίστοιχη διεργασία του Ζολά για τη δική του μυθοπλασία. «Η συλλογή του υλικού είναι για μένα από τα πιο ενδιαφέροντα και γοητευτικά κομμάτια της συγγραφής των βιβλίων μου. Μάζευα για χρόνια υλικό και έκανα ενδελεχή έρευνα σε πολλά επίπεδα για τον Χρυσοβαλάντη. Κρατούσα ασταμάτητα σημειώσεις, μάζευα φράσεις ταξιτζήδων, νταλικέρηδων, γιαγιάδων, μοναχών, συνέλεξα κομμάτια από εκκλησιαστικά κείμενα… Μίλησα με ανθρώπους που επισκέπτονταν πόρνες και μάλιστα συστηματικά, με ανθρώπους που είχαν σχέση με τον στρατό κ.ά. Πάντα έκανα συγκεκριμένες ερωτήσεις…» Και για το κατόρθωμα της απόλυτης γνωριμίας του με τον επιλεγμένο μυθιστορηματικό του ήρωα: «…τον κουβαλούσα για δέκα χρόνια, ήταν συνεχώς μαζί μου, τον είχα στο μυαλό μου. Καθημερινά πρόσθετα πράγματα, μικρές λεπτομέρειες. Αισθανόμουν πως είχα μπει εκατό τοις εκατό στην ψυχολογία του, ήξερα τα πάντα γι’ αυτόν, κάθε του μυστικό, κάθε ενδόμυχη σκέψη…»
Μοιάζει με πολλαπλών επιπέδων παθιασμένη εμπειρική έρευνα in situ η μέθοδος με την οποία ο Μάκης Τσίτας ανασκάπτει το εσωτερικό και εξωτερικό περιβάλλον των ηρώων του. Με ειλικρινή ενσυναισθητική μαεστρία, εστιασμένη στην απόδοση του αυθεντικού της μυθοπλασίας του, συσσωματώνει υλικά, που αν αποσυναρμολογηθούν από το αφηγηματικό όλον, προσφέρουν σημαίνουσα γνώση ανθρωπολογική, ιστορική, λαογραφική, κοινωνιολογική, γλωσσολογική… Ο ίδιος ο συγγραφέας ενορχηστρώνοντας όλη αυτήν την εμπειρία μιας διεπιστημονικής, θα λέγαμε, ενσυναίσθησης, θα αναπαραστήσει το εσωτερικό συγκρουσιακό τοπίο του καμένου εξαρχής ήρωά του, στην προδιαγεγραμμένη πορεία του, που κλιμακωτά θα τον παραδώσει στον ασυνάρτητο κόσμο της «φυγής των ιδεών»: όπου σε μια κορυφαία στιγμή σχιζοειδούς αυτοαναδίπλωσης θα εγκαταλείψει τη βιωμένη τραυματικά πραγματικότητα και θα αποδράσει στην παθολογία μιας λυτρωτικής αλλά τραγικής ψευδαίσθησης.
Στην επιλογική αυτή σκηνή του έργου, ο αντιήρωας Χρυσοβαλάντης, βεβαρυμένος με ενοχές και συγκρούσεις ασυμφιλίωτες, από τα παιδικά του χρόνια στην οικογένεια, στο σχολείο, στη δουλειά αργότερα, στις εντολές του εργοδότη, στην πληγωμένη του σεξουαλικότητα, στον πολυτραυματία ανδρισμό του, στις αμείλικτες εντολές του εαυτού, θα διαβεί στην απέναντι όχθη. Σε μια πανοραμική συστράτευση όλων των ανθρώπων της ζωής του από κάθε γωνιά της συνείδησης και του νοσηρού του υποσυνείδητου αντλημένων, μαζί με ένα πλήθος απέραντο που κατακλύζει την οδό Μητροπόλεως, από το Σύνταγμα μέχρι την Πλάκα, ανάμεσα σε δάσος από Μητροπολίτες και πιστούς-μοναδικής τραγικότητας στιγμιότυπο-αυτός ο ανάξιος, ο ασήμαντος, ο αμαρτωλός δούλος του καθενός, θα υπηρετήσει για ύστατη φορά την υποταγή στην ανώτερη Βούληση του Κυρίου του. «Όχι πλέον Χρυσοβαλάντης, Μάξιμος, Μητροπολίτης Θεσσαλιώτιδος και Φαναριοφερσάλων Μάξιμος. Για να διακονήσω το ποίμνιο της αγαπημένης μου προγονικής γης» (σ. 263). Κι ενώ Μητροπολίτες, Επίσκοποι, Αρχιμανδρίτες, Ηγούμενοι, ψάλτες, και οι «δράστες» της ζωής και της αρρώστιας του-ο Εξαποδώ, το Μαρινάκι, η Ευμορφία, η Ρωρώ, η Κλώντια, όλο το εκκλησίασμα εν χορώ ψάλλει Άξιος, Άξιος τα τελευταία αααααααααααααααααααααααααααααα, (κραυγή σπαρακτική, έκφραση μαζικής ανθρώπινης οδύνης), αισθητοποιούν το πέρασμα από το κρυμμένο δράμα ενός μικρού, χθαμαλού ανθρώπου στην εποποιΐα της τραγωδίας του.
Είναι η στιγμή που ο ασήμαντος στα μάτια μας ανθρωπάκος μεταμορφώνεται σε τραγικό ήρωα, που παύει να αισθάνεται πια την «τρομαχτική ευθύνη της μοναξιάς», η οποία και τον έχει συντρίψει. Ο συγγραφέας μάς τον παραδίδει μαζί με την ανεπίγνωστη (;) συλλογική ενοχή μας. Έχει ήδη πραγματώσει ένα ψυχογραφικό κατόρθωμα: να οικοδομήσει την «ποιητική» της νοσηρότητας ενός ανθρώπου ως σπουδή πάνω στις αρκτικές συννοσηρότητες της κοινωνίας του.
Οι «Πέντε στάσεις» είναι μια αδιατάρακτη συνέχεια. Θα μπορούσε να αναγνωστούν μαζί με το Μάρτυς μου ο Θεός ως η δεύτερη ιστορία μιας «μικροαστικής διλογίας». «Ένιωθα πως έπρεπε να χωρίσουν πια οι δρόμοι μας γιατί με δέσμευε», θα πει ο συγγραφέας στην ίδια συνέντευξη (ό.π.), για τον Χρυσοβαλάντη του, στο Μάρτυς μου ο Θεός. Και τότε θα στραφεί-πραγματώνοντας την ίδια εξονυχιστική έρευνα και μελέτη-στο πλάσιμο της Τασούλας του. και θα την στήσει ολοζώντανη, σε πρωτοπρόσωπη κι εδώ αφήγηση να εξομολογείται τα πάθια της-πάθη και αρρώστιες δικές της, της ψυχής και του πολιτισμού της. Ένα είδος –έντεχνης- πρωτοπρόσωπης ξανά γραφής μιας λαϊκής αυτοβιογραφίας, με έμφαση στο ψυχολογικό πορτρέτο της ταπεινής ηρωίδας τώρα, από τα ίδια κοινωνικά στρώματα βγαλμένης, με εναρμονισμένες, κατά τη φυσική ροή του λόγου, εναλλαγές του αφηγηματικού και του εξομολογητικού στοιχείου.
Ο κόσμος της αναπαράγεται αυθεντικός στο μικροπεριβάλλον της οικογενειακής ζωής και των χαμηλότονων ρόλων της, όπου οι επιταγές της ιδιωτικής σφαίρας, σε βαθμό εγκλεισμού, περιθωριοποιούν τη δημόσια σφαίρα της επαγγελματικής της ταυτότητας. Και μορφοποιούν την κοινωνική της αιχμαλωσία, κληροδοτημένη από πολλές προγενέστερες πηγές καταπίεσης και αποδοχής. με τη μορφή μιας αγωνιστικής στωικότητας, που βιώνεται ως ηθική του φύλου της. Η κεντρική σύγκρουση είναι στο πεδίο των συζυγικών σχέσεων: εκείνη το απόλυτα θυματοποιημένο υποκείμενο, που υπομένει, χωρίς να παραιτείται όμως του αγώνα. Κι εκείνος, ο καταλύτης της ζωής και των όποιων νεανικών προσδοκιών της, ο πλεγματικά και κατά συρροήν εραστής γυναικών, που μπαίνει σε πολλές παροδικές ερωτικές περιπέτειες, εμμένοντας όμως και στην, κυνική από την πλευρά του, διεκδίκηση: την «προστασία» της συζυγίας.
Αλλά το μακράς διάρκειας δράμα τής Τασούλας-διάρκειας όσο και η ζωή της με τον Θεόφιλο- αποκαθαίρεται με την τελική, μικρής διάρκειας επιθανάτια αγωνία εκείνου και την τραγικότητα του πρόωρου τέλους του. που έρχεται, ως επιλογική πράξη δικαιοσύνης, να αναδείξει το ηθικό μεγαλείο και τη δικαιωματική εν ζωή λύτρωση της πάσχουσας ηρωίδας.
Σε επιστολή του προς τη Louise Colet, στις 16 Ιανουαρίου 1852, o Gustav Flaubert, θα γράψει: «Υπάρχουν μέσα μου, κυριολεκτικά, δύο ξεχωριστά πρόσωπα: ένα που είναι γοητευμένο με την έκρηξη και τον λυρισμό… τα υψηλά σημεία των ιδεών. Και ένα άλλο που σκάβει και σκάβει την αλήθεια όσο πιο βαθιά μπορεί, που του αρέσει να αντιμετωπίζει ένα ταπεινό γεγονός τόσο με σεβασμό όσο ένα μεγάλο, που θα ήθελε να σας κάνει να νιώσετε σχεδόν σωματικά τα πράγματα που αναπαράγει…» Ακριβώς αυτό το δεύτερο υλοποιεί και με αθόρυβα αλλά τρυπητερά σπαρακτικό τρόπο πετυχαίνει η λογοτεχνική γραφίδα του Μάκη Τσίτα. Ανάγει τον αφανή, ανώνυμο ήρωα της ιστορίας σε εκπρόσωπο μιας ιστορικής εποχής εν τόπω και χρόνω, κατοπτρίζοντας ταυτόχρονα την χαμηλότονη γεγονοτολογία του σε μεγεθυντικό κάτοπτρο, προκειμένου να του δώσει φωνή, άρα και πολιτική υπόσταση. Να δείξει μέσα από του ίδιου την αποτελεσματικά αθόρυβη φωνή, χωρίς τη διαμεσολάβηση τρίτων, την εικόνα της ζωής, της ύπαρξης, της ψυχής του της ίδιας, τόσο μεγεθυμένης, όσο και τα δελτία των «μεγάλων» ειδήσεων.
Ο ιστορικός χρόνος προσδιορίζεται επακριβώς-δεκαετία 1980-1990 και συνέχεια-, οι εμπειρίες του εκφράζονται στη μεταβατική γλώσσα της συνοίκησης και συνήχησης πολλών σύμβιων πολιτισμών, από τον παραδοσιακό μέχρι και τον νεο-αστικό πολιτισμό, όπως ασθματικά τείνουν να τον εντάξουν στη βιοθεωρία τους, εν μέρει και μετ’εμποδίων, και τα μικροαστικά στρώματα στη μεγάλη πόλη. Έτσι, σ’αυτή την εξομολογητική πρωτοπρόσωπη λογοτεχνία προστίθεται και η κοινωνιολογική και ψυχογραφική της αξιοπιστία. Που υποστηρίζεται από τη μοναδική αυθεντικότητα της κοινωνικής γλώσσας των ηρώων, ενταγμένης εν ισορροπία στην κοινωνική τάξη, και βέβαια στην έμφυλη και πολιτισμική τους ταυτότητα, όπως εκφράζεται στην καθημερινή τους ζωή, με γλωσσικούς κώδικες έκδηλης προφορικότητας.
Το έξοχο φιλολογικό κείμενο του Καθηγητή και Ακαδημαϊκού Χριστόφορου Χαραλαμπάκη, Η γοητεία της απέριττης γραφής του Μάκη Τσίτα (Χ.Γ. Χαραλαμπάκης, Η γλώσσα και το ύφος νεοελλήνων λογοτεχνών, Centro de Estudios Bizantinos, Neogriegos y Chipriotas-Γρανάδα 2021, χορηγός έκδοσης: Βουλή των Ελλήνων, σ. 439-446). , εστιάζοντας κριτικά στις Πέντε στάσεις-, αναλύει την υφολογική και γλωσσική ιδιόλεκτο του αφηγητή ήρωα-κοινωνιογλωσσολογικό δείγμα γραφής- ενώ πειστικά τεκμηριώνει το γλωσσολογικό ενδιαφέρον της προσωπικής έκφρασης-κοινωνιολέκτου. Και υπογραμμίζει δύο -τα βασικότερα-χαρακτηριστικά του έργου αλλά και της γραφής του Μάκη Τσίτα γενικότερα: την ειδολογική πολυμορφία, που συνηχεί στο έργο του. και την έκδηλη προφορικότητα, με στοιχεία του λαϊκού λόγου. Γράφει προσφυώς για τις Πέντε στάσεις: «Το λογοτεχνικό γένος δεν είναι ακριβώς προσδιορίσιμο. Έχει χαρακτηριστεί νουβέλα, με εντελώς εξωτερικά, τυπικά γνωρίσματα, κάτι ανάμεσα στο διήγημα και το μυθιστόρημα, στην ουσία είναι όμως ένα έξοχο θεατρικό μονόπρακτο, αφού κυριαρχεί η προφορικότητα» (σ, 439). Και «Η γλώσσα του έργου αποτελεί αποθέωση της προφορικότητας με έντονες διακυμάνσεις, ανάλογα με την εκάστοτε ψυχική κατάσταση των ηρώων» (σ. 439).
Τι αντιπροσωπεύει ωστόσο η λογοτεχνία του Μάκη Τσίτα και πώς εντάσσεται στις συνέχειες της νεοελληνικής γραμματείας; Ο πρώτος χαρακτηρισμός που ήρθε αυθόρμητα στη σκέψη μου μετά την ανάγνωση, ήταν ότι το περιεχόμενο και των δύο έργων του, μας προσανατολίζει σε μια «Μελέτη ηθών», ανασύροντας τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό του Μπαλζάκ στην Ανθρώπινη κωμωδία, όπου θα εντάξει και το μυθιστόρημά του «Οι μικροαστοί» (Les Petits Bourgeois-1855). Πρόκειται πράγματι για μια μελέτη ηθών, εντοπισμένη στη νεοελληνική κοινωνία του τέλους του εικοστού αιώνα και στις ασθματικές της μεταμορφώσεις, όπου τα στάδια της αργής μεταβατικότητας, δημιουργούν συγκρούσεις με δραματικές επιπλοκές και ψυχολογικές αρρυθμίες στη ζωή των ανθρώπων. Κάλλιστα θα μπορούσε να μιλήσουμε για μια «μικροαστική ηθογραφία», διευρύνοντας τόσο τα όρια και τη ρευστότητα του μικροαστισμού όσο και κείνα της ηθογραφίας, και προσαρμόζοντάς τα ανάλογα στην ιστορική εποχή.
Υπάρχει βέβαια η προγενέστερων δεκαετιών λογοτεχνική έκφραση της μικροαστικής ελληνικής πραγματικότητας, δοσμένη από σημαντικούς πεζογράφους, όπως ο Άγγελος Τερζάκης (Δίχως Θεό, Μυστική ζωή), ο Δημήτρης Χατζής (Το τέλος της μικρής μας πόλης), ο Μιχάλης Καραγάτσης (Το 10), ο Κώστας Ταχτσής (Το τρίτο στεφάνι), η Ιουλία Ιατρίδη (Τα πέτρινα λιοντάρια), ο Μένης Κουμανταρέας (Βιοτεχνία υαλικών) κ.ά. Και ειδικότερα, τα προβλήματα της γυναίκας του μεσοπολέμου στα μικροαστικά περιβάλλοντα της πόλης: η καταπίεση, η υποταγή, ο εξευτελισμός, οι μεταβαλλόμενες εκδοχές και εκφράσεις της θηλυκότητας, τα ενοχικά σύνδρομα (ενοχοποίηση και αυτοενοχοποίηση), τα συναισθήματα και οι σχέσεις-αγάπη, συντροφικότητα, μητρότητα, γυναικεία ανατροφή-, πρακτικές ανισοτιμίας και διακρίσεων, αποκλεισμού ή έκδηλων διακρίσεων στον δημόσιο χώρο, προβάλλονται με γνώση και ευαισθησία από γυναίκες συγγραφείς, σε πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις: Λιλίκα Νάκου (Ξεπάρθενη, Παραστρατημένοι, Ναυσικά), Κατίνα Παπά (Σ’ένα γυμνάσιο θηλέων), Έλλη Αλεξίου (Γ’ Χριστιανικόν Παρθεναγωγείον, Λούμπεν-στη στωικότητα της Πεντάμορφης και στη νοσηρή της ανεκτικότητα απέναντι στον Αντρέα και στη συζυγική βία που ασκεί πάνω της, παραπέμπει η Τασούλα, η ηρωίδα του Μάκη Τσίτα στις Πέντε στάσεις), Τατιάνα Σταύρου (Μυστικές πηγές) κ.ά.
Στο μικροαστικό αντι-ηρωικό σύμπαν του Μάκη Τσίτα παρακολουθούμε τη συνέχεια της μικροαστικής «χαμοζωής», που αρθρώνει άμεσα τον πρωτεϊκό, δραματικό λόγο της μέσα από ένα ανδρικό και ένα γυναικείο «παράδειγμα», στη βάση μιας διαλεκτικής των φύλων, των νοοτροπιών, της ιδεολογίας, των κοινωνικών μεταλλαγών, της διασταύρωσης των εποχών. Οι συνέχειες και οι μεταβολές, όπως αποτυπώνονται στη λογοτεχνία, έχουν εξαιρετικό ενδιαφέρον-τόσο για την ίδια τη λογοτεχνία και τους τρόπους της όσο και για την ιστορική και κοινωνική τους διερεύνηση.
Η «μικροαστική ηθογραφία» του Μάκη Τσίτα ενσωματώνει στα ατομικά οδοιπορικά της ζωής των ηρώων του όλα τα παραπάνω με θαυμαστή γλωσσική αυθεντικότητα, και λειτουργεί μαγικά-με αγάπη, με συμπάθεια, με κατανόηση, με χιούμορ, με απάμβλυνση του δράματος ώστε να προσλαμβάνεται η ουσία του μέτρου των ανθρώπινων σε κάθε της εκδοχή, με κάθε «γλώσσα».
Ο συγγραφέας σκηνοθετεί ευρηματικά, κανοναρχεί τα πολυφωνικά αισθητικά-οπτικά και ακουστικά- επίπεδα, όπως ο ευαίσθητος, στην αθέατη, από το κοινό βλέμμα, λεπτομέρεια, κινηματογραφικός φακός, που μεγεθύνει το μικρό ποιητικά, απαλά, προβάλλοντας το «όλον» του τραγικού. Και πάντοτε μέσα στα όρια του καθημερινά ανθρώπινου, του αφτιασίδωτου, με την ομορφιά και την ασχήμια του αλληλοδιεισδύουσες στις ταπεινές, καθημερινές εικόνες ζωής. «Όσο πιο κοντά έρχεται η έκφραση στη σκέψη, όσο πιο κοντά η γλώσσα συμπίπτει και συγχωνεύεται μαζί της, τόσο πιο λεπτό είναι το αποτέλεσμα», θα γράψει ο Μπαλζάκ. Η «ηθοποιός» γραφή του Μάκη Τσίτα το έχει πραγματώσει. Πώς; Ο λόγος της τέχνης του είναι και αξεδιάλυτα λόγος της ζωής!