“Κουνούπι τίγρης” του Παύλου Ανδρέου
Κατερίνα Τσιτσεκλή
Παύλος Ανδρέου

Ο Παύλος Ανδρέου γεννήθηκε στη Λάρνακα το 2000 και είναι πτυχιούχος Νομικής. Η πρώτη του ποιητική συλλογή ««Παγωτό δακρυγόνο» διαποτισμένη από νοσταλγία για την αθωότητα της παιδικής ηλικίας και γεμάτη μνήμες από την ιδιαιτέρα του πατρίδα, τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο νέου λογοτέχνη της Κύπρου. Σε αυτήν, ο ποιητής καταγράφει ποιητικά μια ιστορία ενηλικίωσης, ενώ παράλληλα μας γνωρίζει το βαθύτερο εαυτό του και τις αξίες του μέσα από ένα συναρπαστικό ταξίδι με τις λέξεις. Το «Κουνούπι Τίγρης», η δεύτερη ποιητική συλλογή του (εκδόσεις Θράκα, 2024), έρχεται σαν συνέχεια της πρώτης, αν και διαφορετική σε ύφος, αφού πρόκειται για τη διαμαρτυρία ενός νέου ανθρώπου που βιώνει τα αδιέξοδα της σύγχρονης εποχής. Στο εξώφυλλο φιγουράρει ένα φανταστικό δικαστήριο, όπου, σε ατμόσφαιρα σουρεάλ, τα ζώα δικάζουν τον άνθρωπο για την καταστροφή του πλανήτη και είναι  εμπνευσμένο από το ποίημα «Ο άνθρωπος στο εδώλιο» και σχεδιασμένο από ChatGPT. Παρεμπιπτόντως, είναι πανέμορφο και θα μπορούσε κάλλιστα να έχει δημιουργηθεί από  έναν καλό καλλιτέχνη του είδους και αυτό δείχνει ότι ο Π. Α. εμπιστεύεται την τεχνολογία, αλλά διαφωνεί με τον τρόπο που γίνεται η χρήση της.

Η συλλογή κινείται μεταξύ υπερρεαλισμού και αντιποίησης, έχει γερές δόσεις ειρωνείας, καυστικού χιούμορ και καταγγελτική διάθεση. Ο ποιητής μιλάει για τα όνειρά του που δεν βρίσκουν πρόσφορο έδαφος, τις απογοητεύσεις που νιώθει ως νέος άνθρωπος όσον αφορά στις διάφορες πτυχές της ζωής και φανερώνει την οδύνη του για την ηθική κρίση που υπάρχει στις μέρες μας, τον τρόπο που επηρεάζει το νου και την καρδιά του. Όσα βιώνει μοιάζει να έρχονται σε πλήρη διάσταση με όσα αναζητά η ψυχή του και θεωρεί υπεύθυνες τις προηγούμενες γενιές για τον τρόπο που επέτρεψαν να  διαμορφωθεί ο κόσμος.

Το διαδίκτυο και η τηλεργασία έχουν αντικαταστήσει σε ένα μεγάλο βαθμό την προσωπική επαφή και αυτό επιδρά αρνητικά στην ψυχολογία ενός νέου ανθρώπου που λαχταρά να ζήσει και να γνωρίσει αληθινές σχέσεις φιλίας και αγάπης. Ο ποιητής νιώθει ότι η πραγματική ζωή είναι αλλού και κάθε νέος άνθρωπος δικαιούται να τη ζήσει, αλλά η κατάσταση που επικρατεί γύρω μας του έχει, σε μεγάλο βαθμό, στερήσει αυτή τη δυνατότητα.

Στο ποίημα «Ψηφιακά μεταξύ μας», περιγράφει τα αδιέξοδα των διαδικτυακών σχέσεων, για να καταλήξει, όχι χωρίς πικρία, πως στις μέρες μας «το αυθεντικό συναίσθημα / φαντάζει οξύμωρο / αποτιμήθηκε / ξεθωριασμένο εισιτήριο / μιας ξεχασμένης παράστασης».

Μοιράζεται μαζί μας τις ενοχές που τον κατακλύζουν όταν σκέφτεται τους ανθρώπους που έχουν εγκαταλειφθεί στη μοίρα τους, τους πρόσφυγες από τις εμπόλεμες περιοχές, τους  εξόριστους από «τη γη της αφθονίας», τους σεισμόπληκτους, όσο εκείνος απολαμβάνει την άνεση που του προσφέρει το κλιματιστικό του δωματίου του. Στο ποίημα «Κλιματιζόμενη συνείδηση» αυτοσαρκάζεται:

Ώρες μακρόστενης αγωνίας / κλειδωμένες στο δωμάτιο / ένα αθόρυβο κλιματιστικό /υπολειτουργεί αναστενάζοντας. / Ένα μπουρίνι ενοχών / απόκοσμο, απρόσωπο, κυνικό /μιμείται την εγκαταλελειμμένη ανάσα / των σεισμόπληκτων / των εξορισμένων / από τη γη της αφθονίας. / «Άσε τα σάπια», ψιθύρισε / ο νυσταγμένος νους. / Αύριο αλλάζουμε / τα φίλτρα.

Σαν ταινία περνούν μπροστά στα μάτια μας στιγμές από μια πραγματικότητα που δεν είναι όπως τη φαντάστηκε, που του είναι ξένη, που δεν έμαθε γι΄ αυτήν στα βιβλία. Αναφέρει τις τιτάνιες προσπάθειες που καταβάλλει κανείς για να βρει μια δουλειά και τις ανθρωποφαγικές τάσεις της αγοράς εργασίας, όπου ζητούν ως όρο για την πρόσληψη, όχι μόνο την πλήρη αφοσίωσή σου, αλλά και «τα ζωτικά σου όργανα σε ψηφιακή μορφή». Στις δεξιώσεις των μεγάλων εταιρειών που παρευρίσκεται ως νεοσύλλεκτος, οι ιθύνοντες σηκώνουν τα ποτήρια τους στην υγεία της «βολικής αλήθειας» και του ζητούν να κάνει το ίδιο, να προδώσει την αλήθεια και το δίκαιο που ορκίστηκε ολόψυχα να υπηρετεί.

«…Ο οικοδεσπότης σηκώθηκε όρθιος. / Χτυπήσαμε προσοχή σαν νεοσύλλεκτοι / «Ας πιούμε», άρχισε τον λόγο του / «στην ηρεμία των θεσμών / στην αρμονία των πραγμάτων». / Τα ποτήρια κουδούνισαν ομόφωνα: «Στη βολική αλήθεια»…

Στο ποίημα «Αείν Αριστεύειν» περιγράφει σε αδρές γραμμές τις μεγάλες προσδοκίες που παρέχει η σχολική  εκπαίδευση στους νέους και την απογοήτευση που νιώθουν μετά, όταν διαψεύδονται, μόλις συνειδητοποιήσουν ότι τα αριστεία δεν ανταμείβονται στην αληθινή ζωή.

Από το σύστημα εξασφάλισα / χρυσό διαβατήριο / λόγω κοσμιοτάτης. / Στο σχολείο / επιδόθηκα σε / κυνήγι χαμένων βαθμών. / Στην τράπεζα / κεφάλαια κενού περιεχομένου / δανείζουν ελπίδες σε χαρτί. / Στην τηλεόραση / παραμύθια διαπαιδαγωγούν / πουλώντας είδωλα απολιτίκ. / Στη λογοτεχνία / η έμπνευση εκπλειστηριάζεται / υπερθεματιστής το πνεύμα. / Σε αρένες γυμναστηρίων / σύσφιξη κοιλιακών / απασφάλιση σχέσεων. / Από την κούνια ως τον τάφο / η ζωή ένα αριστείο / χειροκροτούμενης διαφθοράς. / Σκοντάφτω στην αυλαία.

Οι ηθικές αξίες που διαβρώνονται, η διαφθορά των συνειδήσεων, όλα είναι εδώ καταγραμμένα και όλα δημιουργούν ένα κλίμα απογοήτευσης και οδύνης στη νεαρή ψυχή που έχει μέσα της καλλιεργήσει ιδανικά για τη ζωή και τον άνθρωπο, όταν συνειδητοποιεί το μέγεθος της διάλυσης που υπάρχει σε έναν κόσμο όπου επικρατεί η λογική του κέρδους.

Στο ποίημα «Παπυρολογίες», με το λογοπαίγνιο να είναι προφανές, ο ποιητής αναρωτιέται αν πρέπει να εγκαταλείψει τη νομική σαν τον Σαχτούρη, να χαθεί σαν τον Καββαδία ξετυλίγοντας «χάρτες απώλειας», ή να κάτσει σε ένα γραφείο και να αρνείται να δουλέψει, όπως ο  Μπάρτλεμπυ, ο παράξενος ήρωας του Μέλβιλ, αφού νιώθει την ίδια ναυτία για την  πραγματικότητα, όπως και ο ήρωας του Σαρτρ.

«…Προσοντούχος μεν αλλά / με προβάδισμα στην Ποίηση / θα καταντήσω φιλόλογος ή δικηγόρος.»… «Συκοφαντία να με αποκαλείτε / καριερίστα ποιητή / Έκανα αμετάκλητη μεταγραφή / στους αποδιοπομπαίους τράγους».

«Συμβούλιο ευθυνών» είναι το όνομα που δίνει περιπαικτικά στο συμβούλιο περιβάλλοντος που συμμετέχει στις ευρωπαϊκές και διεθνείς συσκέψεις για την κλιματική αλλαγή, στο ομώνυμο ποίημα.  Ο ποιητής αλλάζει αλληγορικά το όνομα για να σαρκάσει την ύπαρξή του και να υπονοήσει ότι στην ουσία κανένα μέτρο σοβαρό δεν λαμβάνεται γιατί αυτό θα έβλαπτε τα συμφέροντα των μεγάλων εταιριών. Όλοι αναμασούν τα ίδια και τα ίδια, σαν ηλιόσπορο στο στόμα και το μέλλον της Γης μοιάζει ζοφερό.

«…Πρώτη ξεχύνεται η Περιβαλλοντική / δάκρυα λιωμένου πάγου / αποκαλύπτοντας πληγές της Γης / μνήμες θαλάσσιες χωρίς επιστροφή. / Αργότερα, εισβάλλει η Ηθική / σοφία αιώνων / φωτίζοντας το βάρος / των επιλογών τους. / Εσχάτως, όμως, παραπατά η Ποινική / αιμόφυρτη / αφρούς από ηλιόσπορους / στις άκρες των χειλιών της. / Ψάχνει μια κάθοδο / στην παραλία του αύριο. / Σε λίγο, ενσάρκωση της γύμνιας / λιώνει / στο φως μιας Αποκάλυψης».

Μια γενικότερη αναλγησία επικρατεί που επηρεάζει ολόκληρο τον κοινωνικό ιστό και φτάνει ως τα ανώτερα κλιμάκια του κοινωνικού και του πολιτικού μας συστήματος. Ο ποιητής αιχμαλωτίζει με τον ποιητικό του φακό τις συνήθειες μιας κοινωνίας που ασχολείται με την εικόνα της και έχει λησμονήσει το ουσιαστικό, την έλλειψη αλληλεγγύης για τον συνάνθρωπο και αγάπης για τον πλανήτη, με άλλα λόγια, την ψυχή της: «Προπονούμαστε / ενδυναμώνοντας τις σιλουέτες μας / καταπολεμούμε / τα σπλαχνικά λίπη / αντικαθιστώντας την απώλεια / της ευσπλαχνίας μας …», γράφει ο ποιητής. «Εξεγέρσεις στα δίκτυα / της προσποιητής ευαισθησίας / ανταλλάσσουν δεδομένα / με μια απλή κίνηση δακτύλου…»,  «Φιλτραρισμένες φωτογραφίες / με προκατασκευασμένα λάθη / προβάλλουμε εκδοχές του εαυτού / που δεν αγαπήσαμε ποτέ / συλλέγουμε likes / ως αποδείξεις ύπαρξης…».

Στις κηδείες οι πολιτικοί χύνουν «κροκοδείλια δάκρυα» και ρουφάνε τις κοιλιές τους για να δείχνουν ωραίοι μπροστά στο φακό, έχουν ξεχάσει ότι χρέος τους είναι να υπηρετήσουν κάτι μεγαλύτερο από τον εαυτό τους. Στις τραγικές ειδήσεις, οι συνεργάτες και οι συντελεστές της εκπομπής που βρίσκονται στα παρασκήνια, χειροκροτούν με ενθουσιασμό γιατί η τηλεθέαση χτυπάει ταβάνι. «Μέσα στο αμείλικτο κενό / τα νοήματα σαπίζουν αθόρυβα./ Λέξεις βαρυσήμαντες / αιωρούνται / στάχτη σε αόρατες διαστάσεις»…

Μια περιρρέουσα ατμόσφαιρα θυμού και απώλειας χαρακτηρίζει τη συλλογή που θυμίζει ποιητική δίκη και ο λόγος που πυροδότησε αυτό το παθιασμένο κατηγορητήριο βρίσκεται στο ποίημα «Τετ-α-τετ, εκεί που δυο τρένα συναντήθηκαν κυριολεκτικά τετ-α-τετ και «ομολόγησαν τα ανομήματά τους», αφού κανείς άλλος δεν πήρε την ευθύνη. Ο ποιητής φωτογραφίζει, χωρίς να κατονομάζει, το τραγικό δυστύχημα των Τεμπών που συγκλόνισε όλο τον κόσμο και ακόμα παραμένει ανεκδίκαστο.

«…Η πολιτεία δηλώνει επίσημα:
  δύο τρένα
 ομολογούν ανομήματα

 τετ-α-τετ».

«Ονειρεύτηκε εις μάτην / μια VIP θέση σε βαγόνι ασφαλείας / την αμαξοστοιχία να σφυρίζει / προς τον τελευταίο σταθμό. / Ο ασύρματος ξέβρασε παράσιτα / εξωγήινων συγχορδιών / εκπέμποντας κλήση για θητεία / σε άχρωμη ζώνη.,, Οι άμυνες κατέρρευσαν / τσιγάρο σβησμένο πρόχειρα / με μια σοβαρή κουβέντα…

«Προσφέρθηκε το σκονάκι του θανάτου / σε χαρτί από ξυλόλιο αλλά εκείνος / με μια ψυχή που έβραζε καζάνι / πέταξε στο μούτρα τους «Ντροπή». / Τα χείλη των νεκρών αγιάστηκαν. / Η οθόνη ανέβασε τον θίασο της εσχάτης προδοσίας. / το πάνελ υπερψήφισε τη στιγμή. / Η τηλεθέαση κάρφωσε το ταβάνι. / Μπαμ μπαμ τα χειροκροτήματα…

Κι αυτός / μπροστά στην ερημιά της προσοχής / κομμάτιασε τα φώτα της ψυχής του / σε μια κοιλάδα ψεμάτων / μπαζωμένη.

                                                Απόσπασμα από το ποίημα «Σκονάκι θανάτου»

Στη συλλογή βλέπουμε τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός νέου ανθρώπου που μιλάει, ως εκπρόσωπος της γενιάς του. Το κουνούπι Τίγρης είναι εκείνο το μικροσκοπικό έντομο που έρχεται σαν θηρίο το βράδυ και τσιμπά τη συνείδησή μας για να μας αφυπνίσει.

Περισσοτερα αρθρα