Το χαρακτηριστικό στοιχείο που μου έκανε εντύπωση από τη στιγμή που άρχισα να διαβάζω τα ποιήματα της νέας συλλογής του Νικόλα Κουτσοδόντη (Ίσως φύγεις στο εξωτερικό, εκδ. Θράκα 2024) είναι ο εσωτερικός ρυθμός. Ένας ρυθμός που δεν χάνεται ακόμη και σε εκτεταμένα ποιήματα – και δεν είναι λίγα.
Ο Νικόλας Κουτσοδόντης καταφέρνει να δώσει ρυθμό στα ποιήματά του, μια μουσικότητα που ακολουθεί την ανάγνωση ως το τέλος. Και το χαρακτηριστικό αυτό βοηθάει στην ανάγνωση των ποιημάτων μέσα από συγκεκριμένη οπτική. Ο Κουτσοδόντης πότε τραγουδά τον έρωτα, πότε υψώνει φωνή ανησυχίας ή και οργής. Πάντα με ελεγχόμενο λόγο. Ξεκινά από το ατομικό για να το εντάξει στο γενικό, ή και αντίστροφα, δίνει το γενικό πλαίσιο κι εκεί μέσα ψηλαφεί το άτομο με τις προσωπικές αγωνίες του. Πάντα με κέντρο την ποίηση.
Ιστός ενότητας στα ποιήματα: μια ερωτική σχέση.
Μου λες ότι εκτίθεμαι/ απορίας άξιο πώς τα μοιράζομαι όλα αυτά.// Αλλά σου αρέσουν τόσο οι εκδρομές. (σ. 12)
Μέσα από την περιπλάνηση σε τόπους, την αναφορά σε πρόσωπα, ιδέες και γεγονότα, η ιστορία εξελίσσεται και φτάνει στο τέλος της. Από την παραλία της Θεσσαλονίκης, την Άνδρο, την Αίγινα, στα μοναχικά Βαλκάνια, ή νοερά σε χρόνο παρελθοντικό.
Να σε πάω μπορώ στη Μόσχα του ‘26/ και να έχω τα μάτια μου στο μάλλινο σακάκι/ που φορά ο Μπένγιαμιν στο λάουντζ όταν διαβάζει/ κάτω απ’ του Λένιν την κορνίζα
(«Το ταξίδι που θα σε πάω», σ. 11)
Οι ικανές σελίδες Σημειώσεων, κάτι που συνόδευε τα ποιήματα του Κουτσοδόντη και στο πρώτο βιβλίο του, φανερώνουν μια θαυμαστή διακειμενικότητα: λογοτεχνικά κείμενα, ποίηση και πεζογραφία, κείμενα θεωρητικά πολιτικά, έντυπα πολιτικά. Πρόσωπα που παρεισφρέουν στις ποιητικές του αναφορές είναι συγγραφείς, πολιτικοί, αγωνιστές που παλεύουν γι’ αυτό που πιστεύουν, ήρωες ταινιών και λογοτεχνικών έργων. Αλλά και μια συνομιλία με άλλες τέχνες, όπως η μουσική και ο κινηματογράφος. Ακόμη, και γνώσεις από τον φυτικό κόσμο και τον κόσμο των εδεσμάτων. Όλα δεμένα με τους στίχους του ποιητή. Ο Κουτσοδόντης φανερώνει μία μία τις αφετηρίες του, ξεδιπλώνει ένα τεράστιο πλέγμα αναφορών και επιρροών, μολονότι όλα είναι οργανικά ενταγμένα στην ποίησή του, δεμένα με την έκφρασή του, με τον τρόπο του Νικόλα Κουτσοδόντη.
Η συλλογή διαρθρώνεται σε μικρές ενότητες, που έχουν έναν γενικό τίτλο και συχνά ένα μότο. Ακολουθούν τα ποιήματα, με τον δικό τους τίτλο και τις δικές τους αναφορές. Για παράδειγμα, στην ενότητα “Πλήρης ουρλιαχτών”, το πρώτο ποίημα έχει τον τίτλο «Σου έφερα πίτα της Σάντζιης ή επιστροφή στην Κύπρο». Το ποίημα αρχίζει με μότο στίχους του Κύπριου ποιητή Λεύκιου Ζαφειρίου.
Έχεις γίνει αγνώριστη/ Λάρνακα/ με τους κοριτσίστικους φιόγκους/ των αστών στα μαλλιά σου.
Σαν αφόρμηση λειτουργούν οι στίχοι αυτοί για τις συνειρμικές περιγραφές του ποιητικού υποκειμένου για τη Λευκωσία και για άλλα θέματα που συνδέει. Για να καταλήξει: “Στο θέμα μας τώρα. Σου πήρα πίτα. Έχει μελάκι/ θα σου διαβάσω όταν γυρίσω ποιήματα/ του Λεύκιου που φέτος λείπει/ απ’ την πρωτομαγιάτική απεργία στις Φοινικούδες” (σ. 30, 31). Στις Σημειώσεις, διαβάζουμε ότι ο Λεύκιος Ζαφειρίου «πέθανε τις ημέρες που γράφτηκε το ποίημα».
Περιγραφές, προβληματισμοί και η αγάπη που υπάρχει. Μολονότι προδιαγράφεται η αναχώρηση
Ίσως φύγεις στο εξωτερικό/ […] Φτερουγίζει γύρω στην πλατεία/ το απελπισμένο/ λευκό / αύριο («Νύχτα στην πλατεία Γαρδένιας», σ. 40)
είναι στην ενότητα “Κτίριο σε μετασεισμική περίοδο” που ο φόβος-πόνος του ποιητικού υποκειμένου επανέρχεται σαν σταθερή μουσική υπόκρουση
Από μέρα σε μέρα φεύγεις./ Φτάνει ο καιρός/ το χαμόγελό σου με βιτσίζει […]
Μη φεύγεις/ τσουρέκι μου/ βουτυράκι μου// κι αν φύγεις τι σημαίνει η φυγή;/ θυμίζει γονείς που περιμένουν («Πράσινος ελαφρύς καπνός στο σπίτι», σ. 49-52)
Το “Βαλκανικό κρύο” σηματοδοτεί την απομάκρυνση του αγαπημένου προσώπου: “Ύστερα – ιδίως την ώρα που πέφτει το φως –/ μέσα κι επάνω στο γραφείο/ του δροσερού δωματίου […] πάντοτε γύρω του δεκάδες άγγελοι/ άγγελοι καθολικοί και χρυσοσκονισμένοι/ όλοι τους από φτηνό/ οικείο πηλό// να ουρλιάζουν διαρκώς/ το αγαπημένο /του/ όνομα/ το αγαπημένο / του/ όνομα” («Να δοκιμάσεις το σπιτικό άιβαρ», σ. 69-70).
Η έλλειψη και η επιθυμία ήρεμα σπαρακτικές. Η «Πτήση οριστική» φανερώνει το ήδη συντελεσμένο.
Η ενότητα “Άρπαξε τη μέρα”, έχει ένα ποίημα, ομότιτλο. Με τη μονολογική συνομιλία του ποιητικού υποκειμένου με τον πατέρα. Μια μπλε σκιά στον καναπέ που επιμένει να μην κατανοεί τις επιλογές του, ενώ αυτός έχει πάρει τις αποφάσεις του
Τζογάρω τα τελευταία επτακόσια μου δολάρια/ στο χρηματιστήριο ψέλνοντας/ από μέσα μου: εδώ και τώρα εδώ και τώρα/ ανόητος αγαθός κι απλός μαλάκας/ όντας απόλυτα/ κι απλά δοσμένος// στην ανεπρόκοπη τέχνη («Άρπαξε τη μέρα», σ. 28).
Η τελευταία ενότητα ονομάζεται “Σχεδόν δύο χρόνια”, με σαφή την προεξαγγελία του περιεχομένου της. Το τελευταίο ποίημα «Υστερόγραφο» είναι μια σπαραχτική μονολογική συνομιλία, αρχικά με τη μητέρα, και στη συνέχεια με τον απόντα αγαπημένο. Να επισημάνω ότι, με μότο από την Οδύσσεια του Ομήρου, οι στίχοι του ποιήματος αριθμούνται ανά πέντε, με τον τρόπο που γνωρίζουμε από τα ομηρικά έπη.
Η απεύθυνση στη μητέρα γίνεται με τον τίτλο της προηγούμενης συλλογής Μόνον εκείνον μη μου φέρεις σπίτι, λόγια που εκεί λέγονταν από τον πατέρα. (Παρένθεση και πάλι: οι τίτλοι των δύο τελευταίων συλλογών του Κουτσοδόντη είναι φράσεις σε β΄ ενικό πρόσωπο, στην παρούσα συλλογή απεύθυνση του ποιητικού υποκειμένου στο αγαπημένο πρόσωπο). Η επιλογή για τον μονολογικό διάλογο με τη μητέρα πιθανότατα σημαίνει κάτι για το ποιητικό υποκείμενο, ίσως την προσπάθεια για μεγαλύτερη προσέγγιση. Ο εξομολογητικός τόνος, το τέλος μιας ιστορίας.
Μαμά, έφερα τελικά κάποιον σπίτι/ πάει, πέρασε τώρα/ η αγάπη μας ήταν για σύντομη απόσταση (σ. 74)
Η απεύθυνση στον αγαπημένο είναι μια ελεγεία της στέρησης, με επαναλαμβανόμενη τη λέξη «ανεπίστρεπτος» σαν ρεφρέν: “Βαρδάρη Αντιγονιδών και Άνω Πόλη Συκιές/ ανεπίστρεπτος/ σαν να έχει πάρει λάθος τετράγωνο ψάχνοντας γιατρό/ κέντρο πιστοποίησης αγγλικών κάποιο φαρμακείο/ για δουλειά κάποιο μίνι μάρκετ/ με φτηνές λακ μαλλιών από εκείνες που προτιμούν/ τα κουήρ αγόρια ανεπίστρεπτος” (σ. 76).
Αλλά, παράλληλα, ο καθαρός ορίζοντας στην ερωτική επιθυμία και η απόφαση για κάποια νέα αρχή, αισιόδοξα, χωρίς μελοδραματισμούς – αν και διακρίνεται η θλίψη του ποιητικού υποκειμένου, η προσπάθεια για διέξοδο, η προσδοκία: “Έφερα τελικά κάποιον σπίτι μαμά/ μαμά/ απόκτησα πλέον σπίτι/ και πάλι/ φεύγω” (σ. 78). Καθαρή απόφαση ζωής και συναισθημάτων.
Ο Κουτσοδόντης δεν γράφει απλώς κουήρ λογοτεχνία. Προβλήματα, συναισθήματα, αδιέξοδα αναδεικνύονται, ξεδιπλώνονται, ξεγυμνώνονται, ώστε να είναι ορατά. Αλλά, πέρα από αυτά, υπάρχει βαθιά η έγνοια για την ίδια τη γραφή. Την ποιητική γραφή.