Με τον ευφάνταστο τίτλο “Ιπποπόταμοι Συντροφιάς“ κυκλοφόρησε τον Μάρτιο του 2024 από της εκδόσεις της Εστίας η τελευταία νουβέλα του Γιάννη Μακριδάκη, ελκύοντας ήδη από το εξώφυλλο το αναγνωστικό ενδιαφέρον.
Ο τόπος όπου εκτυλίσσεται η ιστορία του, ποιος άλλος από τη Χίο, εκεί όπου ο Μακριδάκης ζει και καλλιεργεί τη γη της, δηλώνοντας πιότερο αγρότης παρά συγγραφέας.
Από τις πρώτες σειρές μεταφερόμαστε στην ατμόσφαιρα του νησιού ένα αυγουστιάτικο σούρουπο όπου το αγιάζι διαχέει παντού την λεπτή μυρωδιά του μαστιχιού που εκλύεται από τα σχινοτόπια. Παρ’ όλη την ειδυλλιακή περιγραφή, η αφήγηση εστιάζει άμεσα στην κουζινοτραπεζαρία της Παρής σε χωριό της περιοχής, όπου ξαφνικά κάτι βρωμάει σαν ψοφίμι.
Με έναυσμα αυτήν ακριβώς την ανυπόφορη δυσοσμία που προκύπτει σε αυτήν ακριβώς την κουζινοτραπεζαρία, όπου η Παρή επικεφαλής της μητριαρχικής της οικογένειας και παρά το σοβαρό πρόβλημα υγείας της που την ταλανίζει, διευθύνει άοκνα τις υποθέσεις του οίκου της με ηγεμονικό τρόπο για τον οποίο δεν δέχεται καμία αντίρρηση.
Η κουζινοτραπεζαρία είναι το δωμάτιο – τόπος της νουβέλας , ένα θεατρικό σκηνικό ουσιαστικά μέσα στο οποίο διαδραματίζεται όλη η υπόθεση του βιβλίου με άξονα τη δυσβασταχτη βρώμα που δεν λέει να φύγει παρά τις πολλές και διαφορετικές προσπάθειες που καταβάλλονται. Έτσι ένα ασήμαντο γεγονός έρχεται να ταρακουνήσει τις εύθραυστες ισορροπίες μεταξύ των μελών της οικογένειας. Ό,τι συμβαίνει εκτός αυτού του δωματίου το πληροφορούμαστε είτε από τις αφηγήσεις των ενοίκων του σπιτιού είτε από τον παντογνώστη αφηγητή.
Ο Χαρίλαος είναι ο ευτραφής σύζυγος της Παρής που δέχεται και τα πλέον καυστικά πυρά εκ μέρους της και προσπαθεί να εκτελεί αγογγυστα τις εντολές της. Η Νάγια, η μεγάλη κόρη που είναι παντρεμένη με τον Μάνο τον δικηγόρο, το μοναδικό μέλος που έχει την πλήρη εύνοια της Παρής, ζει μαζί του στην Αθήνα και επισκέπτεται το νησί μόνο για διακοπές. Η Αντριανή, η μικρή κόρη με κάποια νοητική υστέρηση, είναι το πρόσωπο που απορροφά όλη την έγνοια και την ανησυχία της Παρής για το τι θ’ απογίνει όταν οι γονείς της φύγουν από τη ζωή. Αυτά αποτελούν τους κεντρικούς χαρακτήρες της πλοκής και οι οποίοι εξαιτίας της αβολης κατάστασης που δημιουργείται, κινούνται και δρουν βάσει όχι μόνο του χαρακτήρα τους αλλά και των σχέσεων που διέπουν την οικογένεια, προβάλλοντας όλες τις παθογένειες που έχει ο οικογενειακός δεσμός τους. Ταυτόχρονα δοκιμάζουν και διπλωματικούς χειρισμούς επίλυσης του θέματος, έχοντας κατά νου να μην τιναχτούν όλα στον αέρα για ασήμαντη αφορμή.
Ολοι στην προσπάθεια να συνδράμουν θα εμφανίσουν τα άγχη, τις βαθύτερες σκέψεις και τα παράπονά τους, ενώ με τη συμπεριφορά τους άλλοτε θα οξύνουν και άλλοτε θα καταπραύνουν τα πνεύματα, ερμηνεύοντας την κατάσταση με λογικές ή και μεταφυσικές εξηγήσεις, καταδεικνύοντας σαφώς πως «εχθροί του ανθρώπου οι οικιακοί αυτού».
Στην αφήγηση, σε δεύτερο πλάνο βρίσκεται διαρκώς η Χίος με τις ομορφιές και τις ιδιαιτερότητές της, με περιγραφές από τη διαδικασία του κέντος, μιας και βρισκόμαστε στην εποχή της συλλογής της μαστίχας. Παρούσα και η ατμόσφαιρα της περιορισμένης κοινωνίας του χωριού με τις γνωστες πιέσεις που επιβάλλει στους κατοίκους της. Ο συγγραφέας καταφέρνει και τα αποτυπώνει με τον πλέον ενεργή τρόπο.
Διαβάζοντας τους Ιπποπόταμους συντροφιάς, ο αναγνώστης έχει αρχικά την αίσθηση ότι διαβάζει μια εύκολη νουβέλα που ρέει. Όσο όμως προχωράει, εντείνεται η κατανόηση της αποκάλυψης με τον τρόπο του «δείχνω» και όχι του «λέω», των δύσκολων οικογενειακών σχέσεων που, με πρόφαση το νοιάξιμο και την αγάπη του ενός για τον άλλον, καταπιέζουν, υποτιμούν και αποπειρωνται να ορίζουν τη ζωή των οικειων τους. Όλα από καλή πρόθεση.
Μια νουβέλα που δίχως να «φωναζει» θέτει «επί των τύπων των ήλων» το θέμα της οικογένειας και θα τολμούσα να την χαρακτηρίσω, παραφράζοντας τη διάσημη ταινία του Ίγκμαν Μπεργκμαν «Σκηνές από ένα γάμο» ως «Σκηνές από μια οικογένεια».