“Η Σκύλα” της Πιλάρ Κιντάνα
Ήλια Λούτα

Η Σκύλα (εκδ. Πατάκης, 2023) είναι μια νουβέλα που μας έρχεται από τη Λατινική Αμερική  και συγκεκρμένα από την Κολομβία. Η Πιλάρ Κιντάνα συγκαταλέχθηκε το 2007, από το Hay Festival, μεταξύ των 39 καλύτερων συγγραφέων κάτω των 39 ετών της Λατινικής Αμερικής .

Τι  είναι αυτό που κάνει ένα βιβλίο μόλις 139 σελίδων ξεχωριστό; Η συγγραφέας καταφέρνει μέσα σε ελάχιστο συγγραφικό χώρο να αναπτύξει ολοκληρωμένα τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας της, μέσα από όλες τις αντιφάσεις  που συνθέτουν την προσωπικότητά της και, όχι μόνο αυτό: ο χωροχρόνος που τόσο περίτεχνα χτίζει της είναι ήδη επαρκής για να κάνει την ανατροπή και να αιφνιδιάσει εντέλει τον αναγνώστη.

Η υπόθεση έχει ως εξής: στις ακτές της Κολομβίας  σε ένα μικρό και φτωχό οικισμό στον Ειρηνικό ζει ένα ζευγάρι, ο  Ροχέλιο και η Νταμάρις. Το ζευγάρι παρά τις προσπάθειές του να  κάνει ένα παιδί, δεν τα καταφέρνει. Η μεταξύ τους σχέση δεν είναι και τόσο καλή, το πρόβλημά τους αντί να τους ενώσει, μάλλον τους αποξενώνει. Καταφεύγουν σε έναν τοπικό μάγο, δίνει στη γυναίκα φίλτρα, την προσκαλεί σε τελετουργίες, προσεύχεται και τραγουδά για εκείνη, μα χωρίς αποτέλεσμα.

Η Νταμάρις έχει τεράστια λαχτάρα να νιώσει την τρυφερότητα της μάνας και κάποια στιγμή βρίσκει την ευκαιρία να υιοθετήσει ένα μικρό θηλυκό κουταβάκι που το ονομάζει Τσίρλα, το όνομα που ήθελε να δώσει στην κόρη της. Μια νέα ευκαιρία γεννιέται για να δώσει νόημα στη ζωή της: η δυνατότητα να δημιουργήσει μια σχέση στοργής και αφοσίωσης με αυτό το μικρό πλασματάκι.

Η συγγραφέας εικονίζει διεισδυτικά τη σχέση που αναπτύσσει  η γυναίκα με τη σκυλίτσα. Η ηρωίδα έχει αρχικά την ανάγκη να καλύψει τα τόσα τρυφερά ανεκπλήρωτα συναισθήματά της. Κι όλα ξεκινούν τόσο όμορφα, από την πρώτη έντονη λαχτάρα και την αναμονή μέχρι να γίνει δικό της, τη γλυκιά μυρωδιά που έχει το μικρό της κουτάβι μέχρι την υπερβολική φροντίδα που καταλήγει να της δείχνει ως έκφραση και  μαζί υποκατάστατο της μητρικής στοργής. Κι ενώ όλα φαίνονται πως πρόκειται να κυλήσουν ήπια  και καταπραϋντικά  σε μια τρυφερή σχέση ανθρώπου-ζώου, η συγγραφέας διατρυπά τη μυθιστορηματική ηρεμία για να μας εμφανίσει μια πραγματικότητα σκληρή και το βάρος μιας ενοχής που φέρνει μέσα της η η ηρωίδα από την παιδική της ηλικία.

Δυστυχώς η σχέση της  Νταμάρις με τη σκυλίτσα δεν εξελίσσεται όπως είχε φανταστεί, η ίδια δεν λαμβάνει την αφοσίωση που τόσο διακαώς επιθυμούσε και ενώ μέσα στην ψυχή της  υπάρχει διαρκώς η λαχτάρα μιας ιδανικής σχέσης που γυρεύει να κατακτήσει, οι εξελίξεις της πραγματικότητας, ο τρόπος που συμπεριφέρεται η σκυλίτσα, σε συνδυασμό με αυτό που γύρευε η Νταμάρις πάνε τα πράγματα αλλού. Ετσι λοιπόν τα συναισθήματα γρήγορα αλλάζουν: η τρυφερότητα για το σκυλάκι μετατρέπεται σε ζήλεια, φθόνο, μνησικακία. Η αλληλεπίδραση που αναπτύσσεται ανάμεσα στη γυναίκα και τη σκυλίτσα δεν φέρνει τελικά τα πολυπόθητα θεραπευτικά αποτελέσματα στον ψυχισμό της Νταμάρις, αντίθετα αναδεικνύει όλα τα ανεπούλωτα τραύματα του παρελθόντος και του παρόντος και μάλιστα τα διογκώνει. Ετσι, η σχέση  ανάμεσα στην Νταμάρις και την Τσίρλα αποκτά μια άλλη δυναμική και τα γεγονότα τρέχουν αδάμαστα  στη δική τους τρελή τροχιά.  Μέσα σε αυτή τη δίνη,  οι σχέσεις στοργής γκρεμίζονται,  οι εξελίξεις γίνονται αναπάντεχες και το κείμενο γίνεται πιο διεισδυτικό απ΄ό,τι φανταζόταν  κανείς αρχικά.

Με μια αφήγηση χαρακτηριστική των Λατίνων συγγραφέων, εικονίζεται όλος ο δύσκολος κόσμος των ηρώων της νουβέλας με τις δικές του κοινωνικές αντιφάσεις.

Οι νέγροι και οι λευκοί  ζουν στο ίδιο μέρος, τα σπίτια των πλουσίων ξεχωρίζουν χτισμένα αποκλειστικά από φύλλα αλουμινίου, το πιο μοντέρνο οικοδομικό υλικό που υπήρχε όταν χτίστηκαν, μεγάλα και ωραία με κήπους και πισίνες και δίπλα σε αυτά οι παράγκες. «Όλα τα σπίτια ήταν ξεχαρβαλωμένα και στέκονταν  πάνω σε ξύλινους πασσάλους υπερυψωμένα από το έδαφος, με σανιδένιους τοίχους και με ταβάνια μαυρισμένα από τη μούχλα».

Οι πλούσιοι γείτονες που κάποτε έζησαν εκεί αφήνουν κι αυτοί πολύ έντονα το στίγμα τους στην εξέλιξη της ιστορίας. Τα  πάντα τελικά εκεί, σε εκείνον τον τόπο, δηλαδή η  δύσκολη καθημερινότητα,  οι ιστορίες, οι αναμνήσεις, οι πληγές, όλα μα όλα μοιάζουν  σημαδεμένα από τη θάλασσα, την άλλοτε όμορφη και άλλοτε σκληρή και  καταστροφική. Η φύση πλάι τους είναι πάντα όμορφη, μα συνάμα σκληρή και άγρια, με μια διαρκή βροχή που κάνει τις παράγκες νοτισμένες και παγωμένες και μια ανυπόφορη λάσπη μετά, που δυσκολεύει ακόμη πιο πολύ την καθημερινότητά τους και επιβάρυνει τις συνθήκες διαβίωσής τους.

«Υπήρχαν πολλές απόκρημνες ακτές σαν αυτή, με βράχια καλυμμένα με γλίτσα και με κύματα, όπως εκείνο που είχε παρασύρει τον συγχωρεμένο τον Νικολασίτο, με πελώρια δέντρα που οι θύελλες τα ξερίζωναν και οι κεραυνοί τα έκοβαν στα δυο, με κατολισθήσεις, φίδια δηλητηριώδη και φίδια που κατάπιναν ελάφια, νυχτερίδες που έπιναν το αίμα των ζώων, φυτά με αγκάθια που μπορούσαν να σου σκίσουν το πόδι και ρέματα που φούσκωναν με τις νεροποντές και παράσερναν ό,τι έβρισκαν στο πέρασμά τους».

Η φτώχεια που κατοικεί στα σπίτια τους, το λιγοστό φαγητό, τα λιγοστά έσοδα, η κακοπληρωμένη δουλειά συνθέτουν το σκηνικό της αφήγησης και διαμορφώνουν όλα μαζί αξεδιάλυτα τον ασφυκτικό κόσμο μέσα στον οποίο παρουσιάζονται οι πρωταγωνιστές του βιβλίου. Σε αυτό το σκηνικό, η ψυχική απεικόνιση της ηρωίδας  δίνεται απόλυτα συνταιριασμένη με το τόπο που μεγάλωσε και τα βιώματά της. Με δυο λόγια, η συγγραφέας επιτυγχάνει το ψυχογράφημα της  ηρωίδας χωρίς καμία προσπάθεια, καθώς βγαίνει αβίαστα μονάχο του μέσα από τα γεγονότα και τις  γλαφυρές περιγραφές  του οικισμού.

Οι εικόνες, γεμάτες χρώματα και ήχους, γεννούν από μόνες τους θλίψη,  μέσα σε ένα φτωχόκοσμο που σημαδεύεται από  πολλές υλικές και συναισθηματικές ελλείψεις  οι οποίες διαμορφώνουν  τελικά ακόμη και τον ψυχισμό των ηρώων και δυστυχώς έχουν τη δύναμη να διατρυπούν όλα τα επίπεδα της ύπαρξής τους.

Τι ακριβώς συμβαίνει  λοιπόν και η αναζήτηση της γαλήνης όχι απλώς παραμένει ανεκπλήρωτη, αλλά αντίθετα μετατρέπεται σε ανάδειξη συσσωρευμένης δυστυχίας; Την απάντηση θα την βρείτε μέσα στον τρόπο που πλέκεται η ιστορία.

Ένα πολύ δυνατό βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, αφήνει σίγουρα πικρή αίσθηση στον αναγνώστη μα συνάμα και ένα παράθυρο ορθάνοιχτo για να δει καλύτερα ατόφιο τον κόσμο της ηρωίδας.

 

Ήλια Λούτα

Περισσοτερα αρθρα