
Απόδειπνο είναι ο τίτλος της ποιητικής συλλογής της Εύης Λιακέα, που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις θράκα (2023), και προκαλεί ένα αναγνωστικό ξάφνιασμα με τη θεματική και υφολογική ποικιλία και ευρύτητά της. Η μνήμη και τ’ όνειρο, ο θάνατος και η απώλεια, η παιδική ηλικία και η ωριμότητα συναντούν το πλούσιο και αστείρευτο υλικό της φύσης, εμπλέκονται με το παραμυθιακό στοιχείο και το ξάφνιασμα και την έκπληξη «από τη δύναμη της αστραπής» (Μπρετόν, 1983: 40) του υπερρεαλισμού, συνθέτοντας με ποικίλα χρώματα μια ξεχωριστή ποιητική παλέτα σε ελευθερόστιχα, πεζόμορφα και ιαπωνικής φόρμας κείμενα.
Τα χρώματα έχουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ποίηση της Λιακέαˑ νοηματοδοτούν το περιεχόμενο των στίχων, οπτικο-ποιούν τις έννοιες και το συναίσθημα, προκαλώντας τη συναισθηματική έξαρση του/της αναγνώστη/-στριας. Ασπρόμαυρο το υλικό της ποιήτριας – ζωγράφου σε πολλά ποιήματα της συλλογής. Λευκό και μαύρο σε αντίθεση και σύνθεση συνάμα πλάθουν έναν ασπρόμαυρο σκηνικό χώρο μέσα στον οποίο κινούνται τα ποιητικά πρόσωπα. «Κατεβαίνω μια σκάλα από μαύρο μωσαϊκό/-στις άκρες της λευκές μπορντούρες-/ [και] να λοιπόν!», η αποκάλυψη «έν’ ασημένιο τραίνο/που φέρνει βόλτες την υφήλιο/ξύνει τους τοίχους κι αστράφτει/αποκαλύπτοντας/δαιδαλώδεις σιδηροτροχιές/στο υπόγειο/της θείας Καλλιόπης» (σ. 19). Το ρεαλιστικό στοιχείο έρχεται να συναντήσει το φανταστικό και εφαρμόζοντας η ποιήτρια την τεχνική του υπερρεαλισμού με βοηθό τη «σκάλα» κάνει μια καταβύθιση στο ασυνείδητο, όπως συμβολικά αποδίδεται με τη λέξη «υπόγειο» (Cirlot, 1995:535), στο ελευθερόστιχο ποίημα, «Το τραινάκι». «Τότε οι τοίχοι γύρω και τ’ αντικείμενα που ένα ένα τώρα/τα θυμάμαι, σάλεψαν./Οι τοίχοι έχασαν την ακαμψία τους, κοίλωσαν σαν σπήλαιο/για να φυλάξουν στα χέρια τους τη φλόγα/αναστάσιμου κεριού» (σ. 34). Οι «τοίχοι» στην ποίηση της Εύης Λιακέα γκρεμίζονται ή σαλεύουν προκειμένου να γίνει η φανέρωση του ποιητικού νοήματος, το οποίο έγκειται σε αρκετά ποιήματα, στο «ξεκλείδωμα» του ασυνείδητου, όπως αποτυπώνονται φωτογραφικά και στο εξώφυλλο του βιβλίου.
Το κόκκινο, το πράσινο και το μπλε αξιοποιούνται άλλοτε δηλωτικά και άλλοτε συν-υποδηλωτικά, μεταφορικά. Το «κόκκινο μεταξωτό» (σ. 9), ο «αιμάτινος ποταμός» (σ. 16), οι «παπαρούνες» (σ. 18), το «λουλούδι [που] άνθισε κι είναι κόκκινο» (σ. 35) λειτουργούν ως κάτοπτρα της συναισθηματικής κατάστασης του ποιητικού υποκειμένου, και συγκεκριμένα του πόνου και της απώλειας. «Το μπλε πουλί φωλιάζει/και φτερουγίζει» (σ. 28) και «Τοίχοι από πράσινους παγοκρυστάλλους» (σ. 29) παραπέμπουν στη φύση. Τα «δέντρα» είναι πράσινα, τα «χορτάρια» πράσινα, πράσινα και τα «κυπαρίσσια» και έρχονται να συναντήσουν το «μπλε» του ουρανού, το οποίο διακόπτεται από το γκρίζο και το ασπρόμαυρο.
Το φανερό και το λανθάνον νόημα συμπλέκονται, διατρέχοντας τις λέξεις – σύμβολα και κινητοποιούν «με φωτεινές αντανακλάσεις/της μνήμης/που σφίγγουν με τους ίσκιους/στο πηγάδι» (σ. 11), στίχοι που παραπέμπουν στη Ρωμιοσύνη του Γ. Ρίτσου (Ρίτσος, 2010), καθώς «ένα ψυχρό γυαλί ανάμεσά μας/φέρνει της μνήμης τη μυρωδιά/τα πόδια μουδιάζουν/χοροπηδώντας στο χορτάρι/το χορτάρι ως τα χτυπημένα γόνατα/είναι ολοζώντανο σαν ζώο/και το χαϊδολογάει βουίζοντας, καθώς ένας αιμάτινος ποταμός» (σ. 19). Η περίοδος της ενηλικίωσης συνδέεται άρρηκτα με την παιδική ηλικία μέσα από τους μηχανισμούς της μνήμης. Η μνήμη, που με την αστείρευτη και διηνεκής δύναμη και δυναμική της, συν-ταξιδεύει με τον χώρο και τον χρόνο καθώς είναι «αχώριστο του χώρου και του χρόνου» κατά τον Bakhtin (2008:7). Ο άνθρωπος, με τη βοήθεια της μνήμης δένεται με το παρόν, ταξιδεύει στο παρελθόν, στην παιδική ηλικία και ονειρεύεται το μέλλον. Έτσι, στο πεζόμορφο ποίημα στα «Περιστέρια» (σ. 14) η ποιητική φωνή σε πρώτο ενικό πρόσωπο θυμάται πως «Ταξιδεύω με τον πατέρα για την Αθήνα με νυχτερινή αμαξοστοιχία». Πολλά ποιήματα της συλλογής σφραγίζονται από την αίσθηση της παιδικότητας η οποία εκδηλώνεται ως παιχνίδισμα των ήχων, των παρηχήσεων των λ και ρ, αλλά και συναισθηματικά φορτισμένων λέξεων, καθώς «Γυναίκες ανταλλάσσουν ιστορίες/στον ίσκιο μιας μουριάς -/τα παιδιά στήνουν αφτί/τσιμπολογώντας τάχα/παχιά άσπρα μούρα» (σ. 12)
Η «έρημη πλευρά» (σ. 15) του θανάτου αποτελεί, επίσης, πρωτεύον θεματικό πεδίο του Απόδειπνου, όπως μεταπλάθεται αισθητικά στο ιαπωνικό ποιητικό είδος του χάικου. «Παλιός ο πόνος/στομάχι που συσπάται/χωρίς δάκρυα./Πάνω στον τάφο/για να ’ρθουν τα πουλάκια/σκόρπιο σιτάρι./Μελανό πέπλο/σκεπάζει το χωράφι -/κοπάδι πουλιά» (σ. 33). Η Εύη Λιακέα θέτει τον θάνατο στο κέντρο της σύντομης ποιητικής φόρμας, τον οποίο και συνδυάζει με έντονες οπτικές και ακουστικές/ηχητικές εικόνες, εμπνευσμένες από τη φύση. Έτσι, ο θάνατος δεν περιορίζεται στον ανθρώπινο χώρο αλλά εξ-ακτινώνεται στον φυσικό χώρο δυναμιτίζοντας το συναίσθημα: «Μέσα στα κυπαρίσσια/που όριζαν του αμπελιού την όχθη» (σ. 27), το «Ψυχοσάββατο/ Ένιωσα αμυδρά τα χνώτα των νεκρών/σαν φόβο/και μαζί σαν λύπη» (σ. 20), θα δηλώσει το ποιητικό υποκείμενο σ’ έντονο εξομολογητικό και προσωπικό τόνο τις «ώρες μοναξιάς» (σ. 13). Ο θάνατος, καθώς και ο πόνος από την απώλεια, αποδίδεται ποιητικά από την Ε. Λιακέα και με την αξιοποίηση του μυθολογικού υλικού. Η «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή είναι το πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται η ποιητική φωνή καθώς λέει: «Τι φοβερό πράγμα οι λέξεις, Ηλέκτρα,/ξένες, των ξένων ανθρώπων – Λαχνός/ξένες κι οι πράξεις/κανενός, ούτε δίκαιες ούτε άδικες./Στη μαύρη στέρνα φως/στο φως αφανισμός/ κι εσύ, αδελφή μου θλίψη,/διαλεγμένο ράσο/με βρεγμένα μανίκια/Ιαπώνων ποιητών» (σ. 21). Η Λιακέα δεν παραλείπει την αυτοαναφορικότητα στο ποιητικό είδος του χάικου και τους δημιουργούς του, καθώς τα ποιήματά της μοιάζουν με «Ανθισμένες λουίζες/στο δρόμο του Μπασό-« (σ. 43) ή σαν «άσπρα αφρισμένα κύματα/του Χακουσάι» (σ. 28), πετυχαίνοντας με αυτό τον τρόπο τον διακαλλιτεχνικό διάλογο της ποίησης με τη χαρακτική και τη ζωγραφική.
Η ποίηση της Εύης Λιακέα δεν αιχμαλωτίζει τη φαντασία και την πρόσληψη του/της αναγνώστη/-στριας. Αντίθετα, μάλιστα, δημιουργεί ένα ελεύθερο πεδίο σκέψεων και συνειρμών, καθιστώντας τον/την θεατή, που «Απάνω εδώ, συχνά,/ξεχνώ ακόμα πως το σκηνικό /είναι όνειρο/και η σκηνή πεπερασμένη» (σ. 54). Κάτι τέτοιο επιτυγχάνεται και από το γεγονός πως τα ποιήματα στην πλειονότητά τους είναι ολιγόστιχα, χαρακτηριστικό το οποίο προσδίδει μία ιδιαίτερη δύναμη και δυναμική, συνδεδεμένη στενά με την σύντομη φόρμα. Παράλληλα με τη συντομία, αισθητή είναι η μέριμνα της ποιήτριας να προσδώσει έναν εσωτερικό ρυθμό, έναν ρυθμό που δεν προκύπτει από τους κανόνες της παραδοσιακής ποίησης αλλά από την προσεκτική επιλογή της λέξης και τη χρήση πλούσιων εκφραστικών μέσων, προσδίδοντας πεζολογικό ύφος.
Βιβλιογραφία:
Bakhtin, Μikhail. (2008). Chronotopos, μτφρ. M. Dewey. Berlin: Suhrkamp
Cirlot, Juan-Eduardo (1995). Το Λεξικό των Συμβόλων, μτφρ. Ρήγας Καππάτος. Αθήνα: Κονιδάρης.
Λιακέα, Ε. (2023). Απόδειπνο. Αθήνα: Θράκα.
Μπρετόν, Αντρέ (1983). Μανιφέστα του σουρρεαλισμού, μτφρ. Ελένη Μοσχονά. Αθήνα: Δωδώνη.
Ρίτσος, Γιάννης. (2010). Ρωμιοσύνη. Αθήνα: Κέδρος.