
Τριάντα ποιήματα συγκροτούν τη νέα ποιητική συλλογή του Ν.Γ. Λυκομήτρου, η οποία ήρθε 15 σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη του. Τριάντα ποιήματα είναι αρκετά για να αναδείξει, μέσα από τους στίχους τους, τη θεματική που επέλεξε να παρουσιάσει, ορισμένες δηλαδή από τις μεγαλύτερες μάστιγες της σύγχρονης εποχής. Αναφέρομαι στην ασφυκτική ζωή στην επαρχία, αλλά και στη λαίλαπα του μικροαστισμού, την ψυχική διαταραχή και τη μοναξιά, φαινόμενα δηλαδή που πηγάζουν από τον σημερινό τρόπο ζωής στις μεγάλες πόλεις, καθώς και άλλες ακόμη μάστιγες, τις οποίες ο ποιητής καταδεικνύει εμφατικά, όπως η επανεμφάνιση του φασισμού και η πυρηνική απειλή.
Ο μικροαστισμός, σαν τρόπος ζωής που ευνοεί το βόλεμα, τον ωχαδελφισμό, την αδιαφορία για οτιδήποτε δεν αγγίζει κάποιον προσωπικά είναι ο πρώτος που θίγεται στα ποιήματα του Λυκομήτρου. Ο ποιητής μάλιστα κτίζει συστηματικά το προφίλ ενός τιμητή των επιφανειακών αξιών τις οποίες ευνοεί η σύγχρονη, επίπλαστη κουλτούρα των μεγαλουπόλεων και όχι μόνο. Το προφίλ αυτό είναι που στηλιτεύει συστηματικά το εναργές και δηκτικό ποιητικό υποκείμενο σε όλη τη συλλογή.
Έτσι, το εναρκτήριο ποίημα πραγματεύεται την «ψευδαίσθηση [της] απόδρασης» που εξασφαλίζουν τα βασανιστικά σαββατοκύριακα «στις πατρογονικές εστίες», με αυτοκίνητα που στοιβάζονται σχηματίζοντας ουρές χιλιομέτρων στα διόδια, αυτοκίνητα συνήθως «αγορασμένα με δανεικά/ [που] μετατρέπονται σε φέρετρα από λαμαρίνα». Ας συζητήσουμε όμως και μερικά από τα αμέσως επόμενα ποιήματα, για να μπούμε περισσότερο στο κλίμα της συλλογής:
Το δεύτερο ποίημα μιλά για το πλαστό όνειρο της εικόνας που προβάλλεται μέσα από τα social media, τα οποία λειτουργούν σαν «σύγχρονα στρατόπεδα συγκεντρώσεως» ανθρώπων χωρίς βάθος που προσπαθούν να χτίσουν ψεύτικα είδωλα του εαυτού τους, είδωλα τα οποία διαλύονται τη στιγμή που «αντικρίζουν στον καθρέφτη/ το ανέκφραστο πρόσωπό τους», μια και είναι αποστερημένοι από πραγματικά συναισθήματα, τα οποία θα πήγαζαν από πραγματικά ενδιαφέροντα που όμως εξέλιπαν.
Στο ίδιο μήκος κύματος, το τρίτο ποίημα της συλλογής μιλάει για τη βιομηχανία που περιστρέφεται γύρω από τη γέννηση ενός μωρού, αλλά και τις συμπεριφορές τις οποίες προκαλεί το γεγονός της. Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν «δύσκολο [το] να υπολογίσεις/ το κόστος μιας ανθρώπινης ζωής», η αξία της οποίας τελικά χάνεται μέσα στα τόσα κοινωνικά πρέπει, το υψηλό κόστος ενός ιδιωτικού νοσοκομείου και τις ψυχαναγκαστικές συχνά συμπεριφορές των συγγενών και λοιπών απρόσκλητων που καταφθάνουν στον, ενδεχομένως πολύκλινο, θάλαμο της λεχώνας.
Η εγγενής αξία που διαφεύγει είναι το θέμα και του επόμενου, τέταρτου, ποιήματος της συλλογής, το οποίο μιλά για τις ψευδαισθήσεις που γεννά το μάρκετινγκ, οι οποίες εξαργυρώνονται με αγορές από τα ράφια των σουπερμάρκετ. Πρόκειται για ψευδαισθήσεις που γεννούν τα χαρούμενα πρόσωπα στις διαφημίσεις, τα πρόσωπα που καταναλώνουν τα προϊόντα των ραφιών. Αγοράζοντάς τα, οι νοικοκυρές ελπίζουν να αποδιώξουν τη θλίψη μιας μίζερης ουσιαστικά καθημερινότητας, αλλά και τη θλίψη των διαψευσμένων ονείρων τους. Το ποίημα αυτό πολύ άξια και καίρια αναπαράγεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.
Παρεμβάλλεται ένα ποίημα-καταδήλωση που μιλά για την αληθινή αγάπη – μια αγάπη που δεν χρειάζεται μέικαπ και Photoshop για να δει όμορφο το αγαπημένο πρόσωπο. Το ποίημα αυτό, με την καταδήλωση που περιέχει, προκαλεί μια διακοπή στην αλυσίδα την οποία δημιούργησαν τα ποιήματα που προηγήθηκαν. Είναι όμως μια αλυσίδα που συνεχίζεται μετά από αυτό και προκαλεί μεγαλύτερο βαθμό σαρκασμού και ειρωνείας από την πλευρά του ποιητικού υποκειμένου. Στο ποίημα «Ο ανθός της κερασιάς», για παράδειγμα, το καταληκτικό τρίστιχο είναι εύγλωττο αυτής της ειρωνείας:
Αυτοκτονία σε live streaming.
Η σύνδεση διακόπτεται απότομα.
Ας δούμε το επόμενο βιντεάκι.
Το ίδιο και ο στίχος που κλείνει το ποίημα «Καμία προοπτική»:
Επόμενη στάση: ΑΔΙΕΞΟΔΟ.
Γιατί το ποιητικό υποκείμενο της συλλογής, φερέφωνο ίσως του ποιητή, δεν μασάει τα λόγια του. Είναι, όπως είπα νωρίτερα, εναργές και δηκτικό. Μιλάει ευθέως, χωρίς περιστροφές. Δεν απαριθμεί απλώς τις μάστιγες του σύγχρονου τρόπου ζωής, τις παρατηρεί και τις παρουσιάζει χρωματισμένες με την προσωπική του άποψη, γεγονός που του προσδίδει επικριτική, σαρκαστική και διδακτική διάσταση. Με αυτό τον τρόπο, η απώλεια του τίτλου δεν υπονοείται μόνο, συχνά δηλώνεται – κάποτε κατηγορηματικά. Πρόκειται για μια απώλεια που δεν είναι μονοσήμαντη, αφού αφορά την απώλεια της κοινής λογικής, της επιθυμίας για κάτι διαφορετικό, του κινήτρου για κάτι βαθύτερο. Όμως και την απώλεια της ηθικής, του μέτρου, τελικά της ίδιας της ζωής.
Τα ποιήματα του Λυκομήτρου συντείνουν σε μια απομάγευση: του τρόπου ζωής μας, των πλαστικών ονείρων μας, ακόμη και των παραδόσεων με τις οποίες μεγαλώσαμε. Πολύ ενδεικτικό είναι το ποίημα «Η συνωμοσία των τριών» που μιλά για την Παναγία σε όρους σημερινής, γειωτικής πραγματικότητας, χαρακτηρίζοντάς την «παρένθετη μητέρα. Μια μήτρα δανεική!».
Πολλά ποιήματα υπογραμμίζουν τη ματαιότητα που εμπεριέχει ο σύγχρονος τρόπος ζωής, η οποία διαπερνά και διαποτίζει την ανθρώπινη ύπαρξη ήδη από την παιδική ηλικία. Χαρακτηριστικό είναι το ποίημα «Η διάπλασις των παίδων», που παίρνει τον τίτλο του από το ομώνυμο περιοδικό για παιδιά το οποίο κυκλοφόρησε από το 1879 έως το 1949, είχε διδακτικό και διασκεδαστικό περιεχόμενο και εξασφάλιζε τη συμμετοχή σημαντικών ανθρώπων των γραμμάτων εκείνης της περιόδου. Ο διδακτισμός όμως που περιείχε αναφερόταν κυρίως στο τρίγωνο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» τα οποία παρουσίαζε ως ύψιστα, αν όχι μοναδικά, ιδεώδη που εξασφάλιζαν μια καλή ζωή και τη συνέχιση της κοινωνικής κανονικότητας. Εξ ου και οι εναρκτήριοι στίχοι του ποιήματος: «Η παιδική αθωότητα καθοδηγείται εντέχνως/ προς τη θρησκευτική κανονικότητα/ όπως επιτάσσει η πλειοψηφία του 99%». Αυτοί οι στίχοι δεν είναι δηκτικοί προς το παλιό εκείνο περιοδικό. Είναι δηκτικοί της σημερινής μαζικής αποδοχής μιας κανονικότητας που δεν είναι παρά κοινωνική σύμβαση, μια κοινωνική κατασκευή που θεμελιώνεται σε παραδοχές σαν αυτές που στηλιτεύει το ποίημα. Πώς όμως μπορεί να έρθει μια αλλαγή, αν δεν υπάρξει ρήξη; Αν δεν υπάρξει αμφισβήτηση; Αν δεν γίνει μια επανάσταση; Αυτά υπονοεί το ποίημα.
Το επόμενο ποίημα πάλι, 14ο στη σειρά, μιλά ξεκάθαρα για την επανεμφάνιση του ναζισμού και του εθνικισμού. Ο τίτλος του είναι «Ο απολεσθείς σκανδιναβικός παράδεισος» και αναφέρεται στο παρελθόν της Σουηδίας, όταν η χώρα είχε μηδενική εγκληματικότητα. Ο παράδεισος αυτός είναι πολλά χρόνια τώρα απολεσθείς, μια και οι πυροβολισμοί, οι επιθέσεις με χειροβομβίδες και ο πόλεμος των συμμοριών έχουν δημιουργήσει απαγορευμένες ζώνες σε κάποιες πόλεις. Τέτοια φαινόμενα έχουν ωθήσει τον κόσμο στο άλλο άκρο, εκείνο του εθνικισμού, που βλέπει τους μετανάστες εν πολλοίς ανεπιθύμητους. Το ποίημα μιλά για το φαινόμενο χωρίς περιστροφές. Πιο συγκεκριμένα, μιλά για «απογ[όνους] της 4ης Φάλαγγας/ [που] βαδίζουν ακάθεκτοι με το βήμα της χήνας», για τον «λύκο [που] φορά το καλό του κοστούμι» και για το γεγονός ότι όλα αυτά στις μέρες μας έχουν ανοδική τάση και συχνά φορούν την προβιά του επείγοντος. Γι’ αυτό και «ο χρόνος της επώασης θα είναι σύντομος», όπως καταλήγει το ποίημα.
Καταλαβαίνουμε και με αυτό το ποίημα πως το ποιητικό υποκείμενο λειτουργεί κάπως και σαν τοποτηρητής του σύγχρονου ανθρώπου, εντεταλμένος από τον ποιητή, για να αναφέρει τα κακώς κείμενα. Μάλιστα, είναι το πλήθος και η έντασή τους που το αναγκάζουν να γίνει κυνικό.
Δεν λείπουν ωστόσο και τα ποιήματα που εστιάζουν στον ίδιο τον άνθρωπο, όχι πια σαν μονάδα μέσα στον κοινωνικό κόσμο, αλλά σαν αυτόνομη οντότητα με υπαρξιακά χάσματα και άλλων ειδών κενά. Έτσι, στο 18ο ποίημα, την «Τελευταία προειδοποίηση», βλέπουμε τον άνθρωπο αντιμέτωπο με τη δαμόκλειο σπάθη της ίδιας της ύπαρξης: «η Πτώση απέχει από την Επιβίωση/ όσο το στόμα του νεοσσού/ από το στόμα της μάνας που τον ταΐζει», όπως γράφει ο ποιητής. Κάτω από αυτή τη δαμόκλειο σπάθη, ο άνθρωπος στέκεται ανήμπορος και βασίζεται σε έναν «από μηχανής Θεό» που όμως είναι άγνωστο «αν θα υπάρχει πάντα/ […] να σώζει την κατάσταση». Και είναι άγνωστο, γιατί η τύχη δεν είναι ούτε εξασφαλισμένη ούτε προβλέψιμη.
Ακολουθεί το ποίημα “Obsessive compulsive disorder” που περιγράφει τυχαίες στιγμές ενός ψυχαναγκαστικού και κλείνει με τη λέξη «χλωμιπραμίνη», τη δραστική ουσία του φαρμάκου που καταπολεμά τη διαταραχή (αν και αυτό μπορεί ξανά να θεωρηθεί σαν κοινωνικό σχόλιο, συγκεκριμένα σαν παραπομπή στη σημερινή τάση να καταναλώνονται όλο και περισσότερα ψυχοτρόπα χαπάκια, απόδειξη ότι πολύς κόσμος δεν είναι καλά). Στο ποίημα «Stilnox» πάλι, αναφορά σε γνωστό υπνωτικό χάπι, τα χαπάκια χρησιμοποιούνται για να αποδυναμώσουν το θύμα του βιασμού και να κάμψουν την αντίστασή του.
Του ποιήματος “Obsessive compulsive disorder” έπεται «Το πανωφόρι» όπου ως πανωφόρι νοείται η μοναξιά, την οποία κάποιοι – όπως ο αντιηρωικός πρωταγωνιστής του ποιήματος – αντιμετωπίζουν όχι με χαπάκια, αλλά με εργασιοθεραπεία – που έχει επίσης παρενέργειες, με κυριότερη εκείνη της αφόρητης επαναλαμβανόμενης ρουτίνας.
Επόμενο, 21ο, είναι το ποίημα “Post-coital tristesse” που αναφέρεται στη στιγμή μετά την ερωτική συνεύρεση, μεταιχμιακή ανάμεσα σε αυτό που προηγήθηκε και την «ως συνήθως», ενδεχομένως πληκτική ζωή που ακολουθεί – μια από τις στιγμές που, καίτοι απολύτως εφήμερες, μας δίνουν αφορμές για να συνεχίσουμε να υπάρχουμε – μόνο που το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα επικεντρώνεται στην tristesse, τη θλίψη για την παροδικότητα της στιγμής, όντας γενικά απαισιόδοξο, όπως τεκμαίρεται και από τα προηγούμενα ποιήματα που είδαμε.
Απαισιόδοξο, όχι όμως καταθλιπτικό. «Η ερωτική ραψωδία στο παρόν», το 24ο ποίημα της συλλογής, αναγνωρίζει τη σπουδαιότητα της ερωτικής στιγμής, για την οποία το ποιητικό υποκείμενο εδώ δηλώνει ευγνώμων: «μου φτάνει που είμαστε εδώ μαζί τώρα». Η αμφιθυμία του ποιητικού υποκειμένου αποτελεί καταδήλωση του γεγονότος ότι η ίδια η ζωή στηρίζεται σε σημαντικές αντιφάσεις και αντιθέσεις που καθορίζουν και τις εσωτερικές μας αντίστοιχες. Η διαπίστωση αυτή καθιστά επομένως το ποιητικό υποκείμενο πρωτίστως σοφό.
Ξεχωριστά από όλα τα παραπάνω, θα ήθελα να αναφέρω το ποίημα «Ελεγεία post-mortem» που είναι αφιερωμένο στην Κατερίνα Γώγου με ενσωματωμένους στους στίχους τους τίτλους των ποιητικών της συλλογών. Επίσης, το ποίημα “The Secret Annex” που κάνει αναφορά στο κτήριο όπου κρυβόταν η Άννα Φρανκ κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μιλά για την ελπίδα, την απελπισία και την προδοσία.
Το ποίημα “Sachsenhausen-Oranienburg” που μιλά για ομάδες οι οποίες στο παρελθόν τέθηκαν ή κατά περίπτωση εξακολουθούν να τίθενται στο περιθώριο, όπως οι αθίγγανοι, οι ομοφυλόφιλοι, οι κομμουνιστές, οι Εβραίοι και άλλοι. Όλοι αυτοί τέλεσαν υπό διωγμό, πολλοί από αυτούς θανατώθηκαν γι’ αυτό που ήταν μέσα στους αιώνες, αρκετοί συνεχίζουν να υποφέρουν. Το ποίημα τελειώνει με την εξαιρετική διαπίστωση: «Η Ιστορία μάς κοιτά με περιφρόνηση κι απειλεί να επαναληφθεί/ Ως φάρσα;».
Ειδική μνεία χρειάζεται στο ποίημα «Αυτοί που δεν έχουν φωνή». Μιλάει για τους ανθρώπους που όσα φρικιαστικά τους αφορούν και οι «συγκινητικές ιστορίες» τους δεν παρουσιάζονται στα δελτία των ειδήσεων, παρά μόνο σαν φευγαλέες εικόνες, γιατί απλούστατα «δεν μιλούν αγγλικά». Επομένως, όπως γράφει ο ποιητής, «δεν θα χτιστούν μνημεία για τον χαμό τους/ κι ούτε θα υπάρχει κάποια ημερομηνία/ για να θυμόμαστε τον θάνατό τους/ διότι αυτοί συνεχίζουν να πεθαίνουν καθημερινά». Και καταλήγει: «Μονάχα το βλέμμα τους/ θα μένει καρφωμένο στη μνήμη μας/ και θα διαπερνά τη συνείδησή μας», εμάς των πολιτισμένων ανθρώπων – εννοείται – που δεν κάναμε τίποτα γι’ αυτούς.
Τέλος, θα ήθελα να σταματήσω στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής. Με τίτλο «Φουκουσίμα: Μια ελεγεία σε εβένινο φόντο», το ποίημα μιλά για το γεγονός του ατυχήματος στον πυρηνικό αντιδραστήρα της Φουκουσίμα στην Ιαπωνία το 2011, μετά τον καταστροφικό σεισμό και το επακόλουθο τσουνάμι στην περιοχή. Το ποίημα με άγγιξε ιδιαίτερα γιατί με το συγκεκριμένο ατύχημα ασχολήθηκα κι εγώ, μεταφράζοντας χαϊκού για το βιβλίο Τσουνάμι: 29 χαϊκού από επιζήσαντες της φυσικής καταστροφής στην Ιαπωνία το 2011 τα οποία περιείχαν ιδιαίτερη συγκίνηση εξαιτίας της φρίκης που έζησαν τότε εκείνοι οι άνθρωποι. Ο Λυκομήτρος περιγράφει το γεγονός σε όλο του τον ζόφο:
Μια νέα Χιροσίμα. Μια νέα Χιροσίμα «εν καιρώ ειρήνης».
Η ραδιενέργεια εξαπλώνεται απειλητικά.
Στον χώρο και στον χρόνο.
Εξαϋλώνοντας αυτήν τη γενιά και τις γενιές που έρχονται.
Κι εμείς στεκόμαστε μπροστά στους δέκτες μας
αναμένοντας την επόμενη έκρηξη
στο άλλο πυρηνικό εργοστάσιο
και μετράμε τη χιλιομετρική απόσταση
για να σιγουρευτούμε για την ασφάλειά μας
και να αναπνεύσουμε ανακουφισμένοι.
Για να κάνει αναφορά στο παρόν και στον πόλεμο στην Ουκρανία, που είναι στη γειτονιά μας, διερωτούμενος:
«Τελικά, πόσο απέχει το Πριπιάτ από τη Φουκουσίμα;».
Μια πολύ δυνατή συλλογή με επίκαιρη θεματολογία που αξίζει να διαβαστεί.
* Το κείμενο εκφωνήθηκε στην παρουσίαση του βιβλίου που πραγματοποιήθηκε στις 4.10.2024 στον “Βυσσινόκηπο” στα Εξάρχεια.