“Για τον μεγάλο Gabo”, μια έκδοση του PEN Greece

Με αυτόν τον τίτλο επιγράφεται η επετειακή έκδοση του ΡΕΝ Greece που κυκλοφόρησε το 2024 από τις εκδόσεις Έναστρον με την υποστήριξη του Υπουργείου Πολιτισμού και περιέχει τη συγκομιδή του καλέσματος για ένα αφιέρωμα στη μνήμη του Gabriel García Márquez, μια και το έτος της έκδοσης συνέπεσε με τη συμπλήρωση δέκα ετών από τον θάνατό του. Η πρόσκληση δεν περιορίστηκε μόνο στα μέλη του ΡΕΝ αλλά ήταν ανοιχτή και είχε μία μόνο προϋπόθεση: το κείμενο (πεζό ή ποίημα) θα έπρεπε να έχει στοιχεία μαγικού ρεαλισμού, ένα είδος στο οποίο ο Márquez ήταν μετρ.

Για την ιστορία, ας πούμε ότι ο μαγικός ρεαλισμός γεννήθηκε τη δεκαεατία του 1940 στη Λατινική Αμερική, όπου και αναπτύχθηκε έντονα τις δεκαετίες του 1960 και 1970. Περιλάμβανε «μαγικούς και φανταστικούς χαρακτήρες, γεγονότα που δεν ακολουθούν απαραίτητα τη λογική πορεία του χρόνου και αντιφατικά χαρακτηριστικά, εκεί που η πραγματικότητα είναι έμπλεη ονείρων και τα όνειρα μέρος της υπαρκτικής αλήθειας», όπως αναφέρει το ΔΣ του ΡΕΝ Greece στο εισαγωγικό στην έκδοση κείμενο.

Στα πλαίσια του μαγικού ρεαλισμού, το αλλόκοτο δεν είναι κάτι παράξενο, αλλά κομμάτι της καθημερινότητας, ταυτισμένο με την παραδοξότητα της ίδιας της ζωής. Όσο γα το εγχείρημα της ανά χείρας ανθολογίας, «θέτει μια εκτενή ερωτηματοθεσία», όπως σημειώνει η Σίσσυ Παπαθανασίου του Υπουργείου Πολιτισμού στον πρόλογό της: «Λόγου χάριν: Πώς ο “μαγικός ρεαλισμός” μπορεί να μας δώσει εργαλεία γλωσσικά και όχι μόνον για να ανανεώσουμε τον θησαυρό της ελληνικής γλώσσας;».

74 συγγραφείς και ποιητές που συμμετείχαν στο αφιέρωμα έρχονται να απαντήσουν σε αυτά και άλλα ερωτήματα, τιμώντας τον βραβευμένο με βραβείο Νόμπελ, κορυφαίο Κολομβιανό συγγραφέα. Από τη συγκομιδή τους επιλέξαμε τρία ποιήματα και ένα σύντομο πεζό που δίνουν ανάγλυφη εικόνα της πολυφωνικότητας της συλλογής:

Όνειρο

Σύννεφα τους ανθρώπους παγιδεύουν,
βρέχει ύστερα, φυτρώνει το χορτάρι,
μουσκεύει, όλο δροσιά, το μαξιλάρι,

υγρές οι ρίζες πλέκονται, χορεύουν.

Σύννεφα τις ημέρες τους χαλκεύουν,
νυχτώνει ύστερα, αχνίζει το φεγγάρι,
αχνίζει, όλο φωτιά, του ονείρου η χάρη,

στριγγές φωνές τον ήχο τους γυρεύουν.

Αέρας που κρεμά το καλοκαίρι
σε κουνουπιέρας παιδικής τα κρέπια

γράμματα σφραγιστά με βουλοκέριˑ

στα χόρτα αναζητώντας μ’ ένα χέρι
βυθίζεται αργά στου νου τη σέπια…
Μαζεύει ένα σβησμένο αγιοκέρι.

 

Μαρία Διαμαντοπούλου

 

Πρωινός καφές

Χτες βράδυ κλείσανε οι ουρανοί
Και τα σουπερμάρκετ και οι μπουτίκ
Οι δρόμοι φούσκωσαν από νεράιδες και
δράκους Και κυρίες του Ζιβανσύ και κύριους
της όπερας Και γλάρους γκριζοΑμορφους
Όμοια κουτιά από πλαστελίνη
Που φυλακίζουν ένα όνειρο Δύο
Τρία Μα συνεχίζουν να πετούν
Σαν τα κεφάλια των θεών
Του Δία Της Ήρας Της Αθηνάς και του Ζαρατούστρα
Η νύχτα προχώρησε σε τέτοιους γρήγορους ρυθμούς
ανάσας Και γύρω της μαζεύτηκαν μεταξοσκώληκες
Που με τα στηθοσκοπια αποφάνθηκαν (αφού πρώτα
άπλωσαν σκάλες Και σχοινιά για να τα στερεώσουν)
Πως ήταν κρίση άγχους Ή σπασμοί
οργασμού Υπήρχε τέλος και μια Τρίτη
εκδοχή
Που ήρθε κι έφυγε ανεπιστρεπτί
Έτσι κι εγώ την ξέχασα και ομφαλοσκοπώ
Κοιτώντας ένα μεγαθήριο που
Καθρεφτίζεται Σ’ ένα φλιτζάνι καφέ

πετιμέζι.

 

Σοφία Διονυσοπούλου

 

Άχρονος χρόνος

Υπάρχει Χρόνος
Που δεν καταγράφεται
Δεν ιστορείται, δεν προβλέπεται Που δεν κινείται

σε όρια, σε ωράρια Σε δείκτες ρολογιών

Υπάρχει Χρόνος
Που ανεπαίσθητα δραπέτευσε Από εφιάλτες
κι όνειρα
Από γραμμές παραμυθιών Σκέψεις θεών κι

οράματα τυφλών

Υπάρχει Χρόνος
Που χύθηκε απ’ το Άπειρο Βγήκε απ’ το
Χάος
Από αναδιπλώσεις αστεριών Από
γαλαξιακά σμιξίματα

Κι ύπνο αέναο πεθαμένων πλανητών

Υπάρχει Χρόνος
Που με χρόνο δεν ορίζεται
Είναι ανακόλουθος στην κοσμική ευταξία των λεπτών
Χρόνος που ταξιδεύει σαν κουρσάρος
στις ψεύτικες αλήθειες μας Χρόνος τσιγγάνος
υλικό καταραμένων ποιητών
Άχρονος Χρόνος. Μαγικός. Μη αναστρέψιμος.
Με δίχως μέλλον
και με δίχως παρελθόν
Χρόνος που δεν ειπώθηκε, δεν γράφτηκε

Κανείς δεν έμαθε, δεν άκουσε γι’ αυτόν.

 

Ζέφη Κόλια

 

Κρυφό πτηνοτροφείο

Τα μεσημέρια, ο πόνος ωριμάζει σα βερίκοκο. Σαν πάρει και βραδιάζει, γύρω μαζεύονται πουλιά. Στη σάρκα ορμούν (μόλις τα φώτα σβήσουν) με τα ράμφη τους. Ύστερα, στο στήθος σου κουρνιάζουν νυσταγμένα. Προτού χαράξει, τα πνίγεις ένα ένα με τα χέρια σου. Μέσα στα πούπουλα ξυπνάς και πάλι απ’ την αρχή.

 

Παναγιώτης Παγιάτης

 

Περισσοτερα αρθρα