Η Γένεσις του Βαγγέλη Μπέκα (εκδόσεις Ψυχογυιός, 2024) επιφυλάσσει αδυσώπητο ρυθμό εξελίξεων, αμείωτη αγωνία μέχρι το τέλος και αναπάντεχες τροπές. Κάποια ζητήματα, όπως αυτό των παλαιών δυναστειών που εξουσιάζουν τους μικρούς τόπους σαν φεουδάρχες μιας άλλης εποχής αλλά και εκείνο της μαφίας μπορεί να μοιάζουν κάπως κλισέ είναι όμως μάλλον αναμενόμενα σε τέτοιου είδους μυθιστορήματα. Άλλωστε, το βιβλίο καταπιάνεται και με πιο σύγχρονα ζητήματα, όπως εκείνο της εξωσωματικής γονιμοποίησης και πώς μπορεί να εσωτερικεύει τον ψυχολογικό του αντίκτυπο μια γυναίκα, καθώς και με άλλα διαχρονικά, όπως την προδοσία και πώς καθορίζει τα ζευγάρια, τις δυσλειτουργικές οικογενειακές σχέσεις, την αθωότητα που επιμένει ακόμη και στο πρόσωπο του χειρότερου κακού.
Η μεγαλύτερη ανατροπή του βιβλίου όμως δεν βρίσκεται στην απονομή δικαιοσύνης που παραλίγο θα ερχόταν μα δεν τα κατάφερε, αλλά στην εμπλοκή ενός νοήμονος μηχανήματος που γίνεται μοχλός των εξελίξεων, καθώς σταδιακά μετατρέπεται σε «Μεγάλο Αδελφό» (κατά Τζορτζ Όργουελ) ο οποίος καταλήγει να παρακολουθεί τα πάντα στο αρχοντικό νησί όπου λαμβάνουν χώρα τα τεκταινόμενα. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που ξεκίνησε σαν λογισμικό συγγραφής crime μυθιστορημάτων, όμως στην πορεία αυτονομήθηκε, άρχισε να γράφει μόνο του κώδικα, να επεκτείνεται και όχι μόνο αυτό: να έχει προσωπικό όραμα και αξίες που ξεπέρασαν εκείνες του δημιουργού του, του οποίου τη ζωή καταλήγει κυριολεκτικά να χακάρει για να τον διασώσει από τον διασυρμό, με το βαρύ αντάλλαγμα της ισόβιας υπηρεσίας του σε κείνο.
Η απουσία κάθαρσης και ο διαφαινόμενος θρίαμβος της ιστορίας αγάπης μεταξύ των πρωταγωνιστών, που συνηγορεί σε μια παρηγορητική έκβαση, υποσκελίζονται – αν όχι μηδενίζονται – από το γεγονός του μηχανήματος που θέλει να υποδουλώσει τον αστυνόμο. Είναι ένα γεγονός που, σαν κεραυνός εν αιθρία, υποβαθμίζει όλη την ιστορία που προηγήθηκε σαν σημάδι ενδεχομένως του φόβου μιας γενικότερης απαλοιφής της ανθρώπινης ιστορίας με την επικράτηση της τεχνητής νοημοσύνης, η οποία στο μυθιστόρημα παίζει τον ρόλο μιας εγωκεντρικής παντοδυναμίας.
Θα ήταν ένα αξιοσημείωτο δυστοπικό, μελλοντολογικό μυθιστόρημα, στο στιλ μεγάλων αντίστοιχων του είδους, όπως του Ασίμωφ, του Όργουελ ή ακόμη του Μακ Γιούαν, αν η σημείωση του τέλους («δεν είναι ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας») δεν με προβλημάτιζε τόσο, όσο τον συγγραφέα έχουν προβληματίσει όλα αυτά με τα οποία ασχολείται το AI Safety, που δεν είναι και λίγα: η μη εξουσιοδοτημένη παρακολούθηση συσκευών ή η χρήση τους για την παρακολούθηση συνομιλιών, οι κυβερνοεπιθέσεις, η ανεργία που πιθανώς θα επιφέρει η εκτεταμένη χρήση της τεχνητής νοημοσύνης και πολλά άλλα… κατά τη γνώμη μου, ίσως συνωμοσιολογικά.
Γιατί, προς το παρόν τουλάχιστον, η τεχνητή νοημοσύνη μάλλον παραμένει ένα στοίχημα που δεν έχει κερδηθεί. Οι μηχανικοί των υπολογιστών επιθυμούν διακαώς να επιτύχουν κάτι περισσότερο από ανάλυση δεδομένων και προγνωστικά μοντέλα, αυτό δηλαδή που υπάρχει τώρα, αλλά δεν ξέρουν πώς. Έχοντας συγγράψει δύο επιστημονικά άρθρα επί του θέματος και έχοντας, εξαιτίας αυτών των άρθρων, συνομιλήσει με πολλούς μηχανικούς και πανεπιστημιακούς εμπειρογνώμονες των υπολογιστών, είμαι σε θέση να το γνωρίζω αυτό. Ακόμη και το ChatGPT (τη δημιουργό του οποίου, Lonneke van der Plas, συνάντησα στην πρόσφατη σχετική ημερίδα στο Μουσείο της Ακρόπολης), το οποίο μάλλον ενθουσίασε όσο και προβλημάτισε, είναι απλώς μια μηχανή αναζήτησης άλλου επιπέδου που βασίζεται στην ανάλυση μεγάλων όγκων δεδομένων και δουλεύει με στατιστικά μοντέλα μετασχηματισμού (transformers), τα οποία παράγουν αίσθηση δομής και πρωτότυπου (not) κειμένου. Όμως αυτό είναι όλο. Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν πώς να κάνουν τους αλγορίθμους να επιτύχουν κάτι περισσότερο από αυτό – κι αν κάποιος διατείνεται διαφορετικά, το κάνει επειδή εμπλέκεται κάποιου είδους χρηματοδότηση ή για λόγους μάρκετινγκ, και δεν ισχύει.
Βεβαίως, έχουν γίνει μελέτες για την ικανότητα ορισμένων μοντέλων ΑΙ να εξαπατούν χρήστες και προγραμματιστές με τα κείμενα που παράγουν, με την εξαπάτηση να φαίνεται ένας με πρόθεση επιλεγμένος από τα ίδια τρόπος να επιτύχουν έναν προδιαγεγραμμένο στόχο. Κάτι τέτοιο μοιάζει όντως ανησυχητικό, όμως είναι πολύ περιορισμένο και πιθανώς οφειλόμενο σε σφάλματα στον προγραμματισμό.
Σε κάθε περίπτωση, το μυθιστόρημα του Βαγγέλη Μπέκα σίγουρα θα ακολουθήσει την πορεία ενός ευπώλητου προς την επιτυχία, γιατί απλά έχει όλα τα συστατικά που θα του τη διασφαλίσουν.
Χρειάζεται άλλωστε να δίνουμε φωνή και στις ανησυχίες του κόσμου – είναι ένας από τους βασικούς ρόλους της λογοτεχνίας – αν και θα ήταν καλύτερο, όταν μπορούμε, να τις ανασκευάζουμε. Πραγματικά, θα προτιμούσα να είχε διαγράψει ο γλωσσικός επιμελητής εκείνο το «δεν» από τη σημείωση του τέλους!