«Εντός του προβλεπόμενου χώρου» της Τζένης Παυλίδου
Χριστίνα Λιναρδάκη

Την πρώτη της εμφάνιση στα γράμματα αποτελεί το βιβλίο αυτό της Τζένης Παυλίδου (εκδόσεις ενύπνιο, 2024), το οποίο έχει στο οπισθόφυλλο τρεις στίχους:

Είσαι ακόμη από μέσα
κι ούτε πόρτες ούτε παράθυρα

μόνο ψηλά, στην οροφή, ανοίγει ένας φεγγίτης.

Οι τρεις λιτοί αυτοί στίχοι, που προέρχονται από το ποίημα «Ξημερώνοντας» (σελ. 17), υποψιάζουν αμέσως τον αναγνώστη για την ατμόσφαιρα που επικρατεί στο βιβλίο: την αίσθηση του αδιεξόδου μέσα στο οποίο το λίγο φως που μπαίνει δρα παρηγορητικά, χωρίς ωστόσο να επαρκεί.

Η πρώτη από τις τέσσερις ενότητες που συναπαρτίζουν το βιβλίο, με τον τίτλο «συσκότιση» (όπου και το ποίημα «Ξημερώνοντας»), είναι η ποιητική αναπόληση μιας επιβαρυμένης παιδικής ηλικίας. Επιβαρυμένης από τις προσδοκίες των γονιών που «κρέμονται· βραχιόλια βαριά,/ […] καμπυλώνουν τη ράχη/ και πέφτει το βλέμμα στο πάτωμα» (από το ποίημα «Οικογενειακά κειμήλια»), από δύσκολες συγκυρίες στο σχολείο («κάθε βράδυ, πριν κοιμηθώ, προσεύχομαι/ […] ν’ αρρωστήσω, ν’ αρρωστήσω βαριά/ να μην ξαναπάω στο σχολείο», από το ποίημα «Διδακτέα ύλη»), από μια ζωή μονότονη, στερημένη από παιχνίδι όπως υπονοεί η εικόνα των ξύλινων παπουτσιών που φοράει το κορίτσι, με τα κορδόνια δεμένα μεταξύ τους, στο ποίημα «Πορτρέτο». Εδώ βρίσκονται και αναψηλαφούνται οι ρίζες του μετέπειτα αδιεξόδου που περιγράφεται στις επόμενες ενότητες.

Γιατί μια τέτοια παιδική ηλικία μπορεί να στερήσει τη φωνή από το κορίτσι που είναι το ποιητικό υποκείμενο και που, στη δεύτερη ενότητα, «ψάχν[ει] να βρ[ει] πού είναι το στόμα [του] και πώς ανοίγει». Η ενότητα περιέχει ποιήματα όπως η «Φαντασία», η οποία θα μπορούσε να δράσει λυτρωτικά της ανάγκης για έκφραση, όμως γίνεται «γραμμή, κυκλωτική,/ στον λαιμό» ή «Η Ελευθερία» που «περιφέρεται/ ως μύθος ζωτικός/ ατομικός και σόσιαλ», αποτελώντας με άλλα λόγια κάτι το φευγαλέο. Η γραφή, ως άλλη φωνή, γίνεται στοίχημα που πότε κερδίζεται και πότε χάνεται στο ποίημα «Ένα παιχνίδι», ενώ η όντως φωνή στον τόπο της άρνησης γίνεται «αντίλαλος [που] γυρνάει/ και σκοτώνει επιτόπου» τον εκπορευτή της (ποίημα «Παραμένοντας»). Όλα αυτά κάνουν την επικοινωνία μια υπόθεση σπαραγμένη και σπαρακτική που τελικά δεν συντελείται – και που, αν τελικά συντελεστεί, μάλλον αστοχεί.

Η τρίτη ενότητα έχει τον παράδοξο τίτλο «πιάνω κάτι ερμητικές συνάψεις/ χαλάω τα μάτια μου» και μιλά για τη δυσαρμονική σχέση του ποιητικού υποκειμένου με το σώμα του (ποίημα «Τεχνικά προβλήματα»), το οποίο διακατέχει «Ο πόνος» στο ομότιτλο ποίημα. Όπως είναι μάλλον φυσικό επακόλουθο, ο θάνατος όχι μόνο είναι ορατός αλλά συμβαίνει:

Δυστύχημα

Δεν αυτοκτόνησα·
καθώς κρεμόμουν
-όπως πάντα-
έπεσα.
Οι ώμοι μου
Φαγώθηκαν

από τα μανταλάκια.

Το σχοινί έμεινε τεντωμένο στη θέση του.

Ο θάνατος, πραγματικός ή συμβολικός, είναι η μοναδική βέβαιη κατάληξη. Στη συμβολική του διάσταση, ισοδυναμεί με τη ματαίωση ή την αδυναμία εκτέλεσης («κι εμείς/ αδυνατίζουμε επίτηδες/ για να μην μπορούμε/ να σηκώσουμε το βάρος», από το ποίημα «Ασκήσεις αποδυνάμωσης») που συνοδεύεται από την απελπισία η οποία ορίζει τις κινήσεις («χέρια που τεντώνουν μέχρι να σπάσουν/ ή να πιαστούν», από το ποίημα «Καμένη γη»).

Η τελευταία ενότητα, με τίτλο «περισσότερο θνητή/ εκτείνομαι στον ήλιο», είναι μάλλον μια σπουδή στην παρουσία και την απουσία, με ποιήματα όπως η «Παρουσία» όπου συναντάμε τον στίχο «σκληρό ναρκωτικό το φύλο μου» και ένα ποιητικό υποκείμενο που αρνείται πια να το κρύβει, ή «Ο σκοπός των ανέμων» όπου η παρουσία ψηλαφείται μέσα από τις λέξεις: «ανασηκώνουμε τις λέξεις/ για να πατήσουν καλύτερα». Την απουσία προδιαγράφουν άλλα ποιήματα, όπως το καταληκτικό της συλλογής:

Ένδειξη ζωής

Από παιδί γεννάς
μ’ άγριες σκέψεις
σε σωρούς

τους φόβους σου.

Χρόνια τους νταντεύεις
στο στήθος·
έφαγαν μέχρι απ’ τα πνευμόνια

και αναπνέεις με δυσκολία.

Κατά το ήμισυ παιδιά σου
θνητοί όσο κι εσύ,
σάρκα στη σάρκα
που μ’ απότομες κινήσεις
ξεριζώνεις

όταν πια το αίμα λιγοστεύει.

Ανοίγεις αργά τα χέρια
και η μεγάλη πληγή
δεν κρατάει
τα βλέμματα
στη μέση του κενού

χτυπάει η καρδιά σου

Με την εικόνα της καρδιάς που χτυπά εν κενώ κλείνει αυτή η ιδιαίτερη συλλογή, η οποία αναπαράγει την εικόνα του αδιεξόδου που πολλές φορές είναι η ζωή, ενός αδιεξόδου που ο ποιητικός τρόπος της αφαίρεσης και της πύκνωσης αντιμετωπίζει ίσως καλύτερα από οποιονδήποτε άλλον.

Περισσοτερα αρθρα